Με σπουδές πιάνου και θεωρητικών αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια μεταπτυχιακές στην Γαλλία, την Αγγλία και την Αμερική οι οποίες δεν περιλάμβαναν μόνο το όργανο της αλλά και την παιδαγωγική του καθώς και μουσικολογία η Λορέντα Ράμου, χωρίς να αμελεί το κλασικό ρεπερτόριο, στράφηκε κυρίως και εξειδικεύτηκε σε αυτό του εικοστού αιώνα και γενικότερα στην σύγχρονη μουσική. Το εξαιρετικό SACD της που συμπληρώνει το σύνολο των ηχογραφημένων πιανιστικών έργων του σπουδαίου Νίκου Σκαλκώτα που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από την εταιρεία BIS, ήταν μια πολύ καλή αφορμή για μια συζήτηση με μια πιανίστρια πραγματικά διαφορετική από την πλειοψηφία των εκτελεστών/ιών του οργάνου στην Ελλάδα.
Κάθε παιδί που έχει ταλέντο στην μουσική – εκτός φυσικά και αν αυτό είναι στο τραγούδι – ξεκινάει βέβαια μαθαίνοντας ένα όργανο. Από όσο μπορείτε να θυμηθείτε όμως εσείς επιλέξατε το πιάνο ή μήπως στην πραγματικότητα εκείνο επέλεξε εσάς;
Ήμουν πολύ μικρή για να επιλέξω. Η επιλογή ήταν της μητέρας μου που με πήγε στο ωδείο πριν κλείσω ακόμα τα πέντε. Γύρω στα δώδεκα – δέκα τρία πέρασα από μια φάση άρνησης και ήθελα να σταματήσω (το πιάνο, όχι γενικότερα τη μουσική). Συνάντησα ευτυχώς τον Τώνη Γεωργίου που ήταν ένας μοναδικός δάσκαλος και με έκανε να θέλω να γυρίσω τρέχοντας στο σπίτι για να δουλέψω τις ιδέες που είχαμε επεξεργαστεί στο μάθημα. Κάπως έτσι κατέληξε το πιάνο να γίνει κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή μου.
Μετά από τόσα χρόνια το πιάνο είναι για εσάς το μέσο με το οποίο εκφράζεστε ή πλέον μια προέκταση του εαυτού σας;
Παίζω πιάνο γιατί μου αρέσει να δημιουργώ ζωντανή μουσική. Ο στόχος μου δεν είναι η έκφραση του εαυτού μου αλλά η απόδοση ενός έργου με συνοχή και φαντασία και φυσικά το να νιώθω την ευχαρίστηση που μου προξενεί αυτή η διαδικασία, τόσο σωματικά όσο και διανοητικά. Ωστόσο κάθε εκτέλεση φέρνει αναπόφευκτα τη σφραγίδα του μουσικού που παίζει.
Μιλώντας προσωπικά και για τον εαυτό σας φυσικά, ο/η αληθινά καλός/ή εκτελεστής/ια όχι μόνο του πιάνου αλλά οποιουδήποτε οργάνου παίζει μόνο με τα χέρια του ή αναπόφευκτα – αν όχι νομοτελειακά – και με το μυαλό αλλά και την ψυχή του επίσης;
Όταν παίζουμε ακολουθούμε την ηχητική εικόνα την οποία έχουμε σχηματίσει στο εσωτερικό μας αυτί για ένα έργο και την «χορογραφία» των χεριών που την εξυπηρετεί καλύτερα τις οποίες βέβαια επαναπροσδιορίζουμε συνεχώς κατά τη διάρκεια της μελέτης. Ο/η αληθινά καλός/ή εκτελεστής/ια αφενός είναι σε θέση, με το ένστικτό, την εμπειρία και τις γνώσεις του/της, να φανταστεί κάτι ιδιαίτερο που έχει ενδιαφέρον να το ακούσουμε και αφετέρου διαθέτει τις τεχνικές δεξιότητες για να το υλοποιήσει.
Ανεξάρτητα από το αν έχετε μαθητεύσει κοντά του/της, τον/την έχετε γνωρίσει προσωπικά ή οτιδήποτε άλλο, ακόμα και από το αν είναι εν ζωή ή όχι, υπάρχει ένας πιανίστας ή μία πιανίστρια που να θεωρείτε ότι πραγματικά έχει φτάσει στην τελειότητα, ότι ενσαρκώνει το απόλυτο όσον αφορά στο παίξιμο του οργάνου;
Πώς να επιλέξω ποιος/α ενσαρκώνει την τελειότητα; Ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, που με καθήλωσε από το ραδιόφωνο ένα παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ μέσα στο αυτοκίνητό μου, χωρίς να μπορώ να διακόψω για να ανέβω στο σπίτι, μέχρι να ακούσω και την τελευταία νότα μιας συναυλίας του με έργα Σούμπερτ στο Ωδείο της Μόσχας; Ο Mαουρίτσιο Πολίνι που τον άκουσα ζωντανά να ερμηνεύει τα 48 Πρελούδια και Φούγκες του Μπαχ; Ο Kρίστιαν Τσίμερμαν που σε ρεσιτάλ του στο Λονδίνο έπαιξε δίπλα - δίπλα τα «Valses nobles et sentimentales» του Ραβέλ με τις Παραλλαγές έργο 27 του Βέμπερν και κατάφερε να κάνει τις παραλλαγές να ακούγονται σαν ένα ιδιοφυώς παραμορφωμένο βαλς; Ή τα μαθήματα πιάνου με τον Πιερ Λοράν Αιμάρ; Και η λίστα είναι αρκετά πιο μεγάλη από όσους ανέφερα...
Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε έναν και μοναδικό συνθέτη και ένα και μοναδικό έργο – όχι απαραίτητα δικό του! – ως τον και το πιο αγαπημένα σας ποιος και ποιο θα ήταν και γιατί;
Δύσκολη ερώτηση... Η ομορφιά βρίσκεται ακριβώς σε όλον αυτό τον μουσικό πλούτο που μας περιβάλλει διαχρονικά. Ξεκινώ την καθημερινή μου μελέτη με Μπαχ αλλά μάλλον θα ξεχώριζα τον Μπετόβεν. Νιώθω μια ιδιαίτερη σχέση με το έργο του, στο σύνολό του και όχι μόνο το πιανιστικό γιατί από ένα μόνο μουσικό κύτταρο φτιάχνει ένα ολόκληρο σύμπαν. Από μεμονωμένα έργα θυμάμαι έντονα την «Ψάπφα» του Ιάννη Ξενάκη με τον Σύλβιο Γκουάλντα στα κρουστά στο Ηρώδειο. Ήμουν έφηβη, άκουγα Ξενάκη για πρώτη φορά, ήταν παρών ο ίδιος και ένιωσα να με παρασέρνει ένα ωστικό κύμα. Ήταν μια καθαρά σωματική εμπειρία, η ενέργεια αυτής της μουσικής είχε διαπεράσει όλα μου τα κύτταρα. Αλλά επιλέγοντας αυτό νιώθω να επαναστατούν ένα σωρό αναμνήσεις άλλων έργων, ο «Προμηθέας» του Λουίτζι Νόνο γιατί προτείνει έναν εντελώς διαφορετικό τύπο ακρόασης της μουσικής, το «Lonely Child» του Κλοντ Βιβιέ γιατί δεν υπάρχει έργο που να εκφράζει καλύτερα ένα εσωτερικό κενό και τόσα πολλά άλλα...
Μιλώντας και πάλι με βάση την δική σας ψυχοσύνθεση αλλά και εμπειρία, τι είναι γενικά δυσκολότερο αλλά και από τι αποκομίζει περισσότερη ικανοποίηση ένας/μία πιανίστας/στρια, το να παίζει σολιστικά έργα ή μαζί με ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ορχηστρικό σχήμα;
Για εμένα η μία εμπειρία θρέφει την άλλη, η κάθε μία έχει διαφορετικές δυσκολίες αλλά η ικανοποίηση στο τέλος μιας συναυλίας είναι ίδια. Το παίξιμο με σύνολο δίνει ρυθμική ακρίβεια, φαντασία στα ηχοχρώματα και την μοναδική αίσθηση του να κάνεις μουσική μαζί με μια ομάδα ανθρώπων, ειδικά αν διευθύνει ένας εμπνευσμένος μαέστρος. Στο σολιστικό παίξιμο η ευθύνη για το συνολικό στήσιμο του έργου είναι μόνο προσωπική και νιώθει κανείς πολύ πιο εκτεθειμένος, έχει όμως μεγαλύτερη ελευθερία και μπορεί να αφεθεί περισσότερο σε αυτό που συμβαίνει εκείνη την στιγμή.
Ηταν λόγοι μουσικολογικοί ή και απλά αισθητικής - ή και προτίμησης - ή το ότι σας ταιριάζει περισσότερο ως προσωπικότητα αυτό που σας έκανε να στραφείτε κυρίως στο πιανιστικό ρεπερτόριο του εικοστού αιώνα και γενικότερα στην σύγχρονη μουσική και εντέλει να εξειδικευτείτε σε αυτήν;
Πρώτα αγαπάμε κάτι και μετά προσπαθούμε να εξηγήσουμε το γιατί. Για κάποιο εντελώς ανεξήγητο λόγο από μαθήτρια ακόμα άκουγα Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Μεσιάν, ηχογραφούσα όλες τις εκπομπές του Τρίτου Προγράμματος στις οποίες παιζόταν μουσική του εικοστού αιώνα και το ρεπερτόριο αυτό με συνέπαιρνε ολοκληρωτικά γιατί με πήγαινε σε νέα μονοπάτια, επειδή κάθε συνθέτης δημιουργούσε μια νέα γλώσσα και ένιωθα μια ακατανίκητη περιέργεια και επιθυμία να κατανοήσω περισσότερο αυτή την μουσική.
Γνωρίζοντας ότι έχετε ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο, ακόμα και ερευνητικά, θεωρείτε μουσικολογικό «έγκλημα καθοσίωσης» τον συνδυασμό του πιάνου με ηλεκτρονικές ηχητικές πηγές ή και την επεξεργασία του ήχου του, πιθανόν και του παιξίματος του, από υπολογιστή ή μια φυσιολογική εξέλιξη του οργάνου στον εικοστό πρώτο αιώνα; Γενικότερα σας ενδιαφέρει αλλά και αισθάνεστε ότι σας αφορά άμεσα ή ηλεκτρακουστική μουσική;
Το πιάνο βρισκόταν σε μια συνεχή διαδικασία εξέλιξης και κατασκευαστικής αναζήτησης μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Σε πολύ μικρότερο βαθμό αυτό ισχύει μέχρι τις ημέρες μας όμως το όργανο έχει πλέον σταθεροποιηθεί. Βλέπω το «πάντρεμα» με τα ηλεκτρονικά σαν ένα τρόπο να διευρυνθούν - και να διερευνηθούν - στο άπειρο οι δυνατότητες του οργάνου, κάτι που βρίσκω εξαιρετικά γοητευτικό. Το τελευταίο μου ρεσιτάλ στο πλαίσιο του φεστιβάλ Tectonics τον Ιούνιο στη ΣΙΩ ήταν αφιερωμένο σε νέα έργα για πιάνο και ηλεκτρονικά γραμμένα ειδικά για την περίσταση από τους Παναγιώτη Κόκορα, Θάνο Πολυμενέα Λιοντήρη, Γιώργη Σακελλαρίου και Ανδρέα Λεβισιανό. Διεθνώς έχει σχηματιστεί πλέον ένα πολύ σημαντικό ρεπερτόριο για αυτόν τον συνδυασμό, προκαλώντας τον εκτελεστή να ψάξει νέους τρόπους να σχετιστεί με τον ήχο, τη ροή του στο χρόνο και το πώς διαχέεται στο χώρο.
Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την συνεργασία σας με την Κωνσταντία Γιουρζή, μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού που όχι μόνον είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες συνθέτιδες αληθινά σύγχρονης μουσικής αλλά επιπλέον και καταξιωμένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Αυτό που εκτιμώ ιδιαίτερα στην Κωνσταντία είναι ότι βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση στο έργο της, κάνει δημιουργικές και τολμηρές επιλογές (όπως το να εισάγει jazz ιντερλούδια στην ηχογράφησή της του «O Φεγγαρένιος Πιερότος» του Σένμπεργκ!), και συλλαμβάνει συνεχώς νέους τρόπους για να προωθεί τη σύγχρονη μουσική. Έχω παίξει σε συναυλίες τις οποίες οργάνωσε η ίδια στο Μόναχο, συμμετείχα στο σύνολο που διηύθυνε σε έργα Ανέστη Λογοθέτη στη Στέγη το ’12 και εκτέλεσα έργα της στο CD «Music For Piano And String Quartet» που κυκλοφόρησε από την ECM. H συνεργασία μας ήταν πάντα εξαιρετική και, με αυτή την ευκαιρία, την ευχαριστώ ακόμα μια φορά ιδιαίτερα για την πρόταση της ηχογράφησης.
Εχετε μελετήσει επισταμένα και εις βάθος τα πιανιστικά έργα του Νίκου Σκαλκώτα, ήταν μάλιστα και το θέμα της διδακτορικής διατριβής σας στην Σορβόνη. Από μουσικολογικής πλευράς καταρχήν λοιπόν ποια θα λέγατε ότι είναι τα κυριότερα στοιχεία του πιανιστικού έργου του Σκαλκώτα τα οποία το καθιστούν διακριτό εντός του ελληνικού αλλά και του ευρύτερου ευρωπαϊκού ή ακόμα και του διεθνούς αναλόγου μουσικού πλαισίου της εποχής του και σε τι πάνω από όλα έγκειται η αξία τους; Και αντίστοιχα, ποιες δυσκολίες αλλά και προκλήσεις ίσως παρουσιάζουν για τον/την εκτελεστή/ια τους;
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των πιανιστικών έργων του Σκαλκώτα είναι το ότι περικλείουν αναφορές σε τρεις αιώνες λόγιας μουσικής, από τον Μπαχ ως τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι οποίες συνυπάρχουν ισότιμα με αυτές στην ελληνική παραδοσιακή μουσική και στη δημοφιλή μουσική της εποχής του. Το αυτί του δεν κάνει διακρίσεις, χρησιμοποιεί όλο αυτό το υλικό χωρίς κανενός είδους ιεράρχηση, επιδιώκει μάλιστα τους απροσδόκητους συνδυασμούς (για παράδειγμα μια ρεμπέτικη μελωδία με ατονική συνοδεία, ένα φουγκάτο στη μέση ενός χορού shimmy κ.λπ.). Διακρίνονται επίσης για την εξαιρετική καθαρότητα της φόρμας τους, την πολυδιάστατη υφή τους και την πυκνή συνθετική σκέψη. Ο συνδυασμός και η δημιουργική αφομοίωση όλων αυτών των στοιχείων τους προσδίδει την ιδιαιτερότητά τους, την πρωτοτυπία τους και την αξία τους μέσα στη συνθετική παραγωγή του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Οι δυσκολίες για τους/τις ερμηνευτές/ιε σχετίζονται με την αποσαφήνιση όλων των επιπέδων της γραφής διαμέσου της χρήσης διαφορετικών ηχοχρωμάτων για καθένα, δηλαδή μια εκτέλεση που θυμίζει το παίξιμο της ορχήστρας. Επίσης το να ξεπεράσει κανείς τις πολύ σοβαρές τεχνικές δυσκολίες ταχύτητας, άρθρωσης και μεγάλων ανοιγμάτων των δακτύλων που βρίθουν σε αυτά.
Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη μουσικολογική, εκτελεστική ή και συναισθηματική ακόμα παράμετρος τους στην οποία εστιάσατε ιδιαίτερα στον τελευταίο δίσκο σας ή απλά τα παίξατε όσο το δυνατόν καλύτερα και ορθότερα όπως πάντα; Και με την ευκαιρία, προγραμματίζετε ίσως να παρουσιάσετε ζωντανά τον δίσκο στο σύνολο του σε μία ή περισσότερες εμφανίσεις;
Θα ξεκινήσω από την δεύτερη ερώτηση, υπάρχει προγραμματισμένη παρουσίαση του δίσκου «From Berlin to Athens - Nikos Skalkottas Piano Works» στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στις 19 Νοεμβρίου και λίγες ημέρες μετά, στις 27 Νοεμβρίου, ένα σόλο ρεσιτάλ στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του ΜΜΑ με τίτλο «Ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Μεσοπόλεμος και η jazz». Για αυτό επέλεξα έργα του δίσκου που είναι πιο κοντά στο πνεύμα της χορευτικής, εμπορικής jazz η οποία έκανε θραύση στο Βερολίνο του μεσοπολέμου συνδυάζοντάς τα με έργα παρεμφερούς χαρακτήρα συγχρόνων του Σκαλκώτα συνθετών (Λέο Ορνστάιν, Τζορτζ Αντάιλ, Έρβιν Σούλχοφ, Ίγκορ Στραβίνσκυ). Το να ακούμε τον Σκαλκώτα σαν μέρος της μουσικής της εποχής του (και όχι μόνο) μας εισάγει σε ένα γόνιμο συσχετισμό που επηρεάζει τόσο την ακρόαση των έργων του ιδίου όσο και των άλλων συνθετών. Λίγο αργότερα, στις 7 και 8 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, θα παίξω για πρώτη φορά ζωντανά στο σύνολο της τη σουίτα «Τα Παγανά» σε μια συναυλία όπου θα συμπράξω επίσης με τον Αντώνη Σουσάμογλου σε έργα για βιολί και πιάνο του Σκαλκώτα, γεγονός το οποίο με χαροποιεί ιδιαίτερα. Αυτό το πρόγραμμα θα παρουσιαστεί και στις 27 Ιανουαρίου στο Ωδείο Αθηνών. Το έργο «Τα Παγανά» ηχογραφήθηκε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση στο προαναφερθέν CD μου, πρόκειται για την πρώτη εκδοχή του έργου, με πρωτότυπη μουσική του Σκαλκώτα, την οποία ανακάλυψε ο μουσικολόγος Γιάννης Σαμπροβαλάκης στο αρχείο του δημιουργού. Όσο για τις εκτελεστικές ιδέες που είχα για την ηχογράφηση προέκυψαν από την έρευνα που έκανα στη μουσική του περιβάλλοντος του Σκαλκώτα στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου, την αισθητική του πιανιστικού παιξίματος της εποχής, τις ιδιαιτερότητες των πιάνων Bechstein αλλά και την παραγωγή σύγχρονών του συνθετών. Το ενδιαφέρον είναι να «μπαίνει» κανείς στον ήχο μιας εποχής και αυτό να γίνεται δημιουργικό έναυσμα για την προσωπική του προσέγγιση.
Η σύνθεση σας έχει απασχολήσει καθόλου ή είναι εκτός του πλαισίου που λειτουργείτε ως μουσικός;
Σύνθεση με την έννοια του να πάρω ένα λευκό πεντάγραμμο και να αρχίσω να γράφω δεν είναι κάτι που έχω κάνει. Όμως με αφορμή τη συνεργασία μου με τον σημαντικότατο Γάλλο συγγραφέα Πασκάλ Κινιάρ (γνωστό στο ευρύ κοινό από τη νουβέλα του «Όλα Τα πρωινά Του Κόσμου» η οποία αποτέλεσε την βάση της ομότιτλης ταινίας του Αλέν Κορνό) ξεκίνησα, έχοντας σαν βάση γνωστά έργα, να φτιάχνω κάτι δικό μου πάνω σε αυτά επιλέγοντας μόνο λίγα στοιχεία καθενός που στη συνέχεια συνδυάζονται με νέο, διαφορετικό τρόπο. Το έκανα σε σονάτες του Μπετόβεν, τρίο του Χάιδν, έργα Μπαχ, Πέρσελ κ.ά. Είναι μια διαδικασία που περιγράφει ο ίδιος ο Κινιάρ στο βιβλίο του «Βίλα Αμαλία» του οποίου κεντρικός χαρακτήρας είναι μια συνθέτρια και πιανίστρια. Του οφείλω λοιπόν αυτή την τεχνική η οποία καταλήγει σε «έργα» στα οποία δεν αναγνωρίζεται πια το πρωτότυπο. Εκτός από τις εμφανίσεις που κάναμε μαζί στην Γαλλία, Ελλάδα και Μαρόκο δεν έχω ξαναπαίξει αυτά τα κομμάτια παρά σε λιγοστούς φίλους, συνεχίζω όμως την πρακτική αυτή όποτε έχω χρόνο. Ίσως κάποτε να τα ακούσει και μεγαλύτερο κοινό αλλά έχω αρκετή δουλειά ως τότε!
Μιλήστε μας για την συνεργασία σας με την Στέγη Ιδρύματος Ωνάση αλλά και για την εκπαιδευτική δραστηριότητα σας, κυρίως για το αν την θεωρείτε κάτι εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα ή ένα ακόμα και συμπληρωματικό τμήμα της συνολικής μουσικής ιδιότητας και φυσιογνωμίας σας.
Νιώθω πολύ τυχερή για τη συνεργασία μου με τη ΣΙΩ, αφενός γιατί μου δίνονται οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες να συμβάλλω στην προώθηση της σύγχρονης μουσικής μέσα από πολύ ενδιαφέροντα προγράμματα και αφετέρου γιατί θεωρώ ότι είναι ένας χώρος με σπάνια εργασιακή κουλτούρα. Ασχολούμαι κυρίως με τις συνεργασία της Στέγης με το Πάντειο πανεπιστήμιο, πιο συγκεκριμένα με το τμήμα του Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, στο πρόγραμμα «Μια γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού», καθώς και με τη συνεργασία της με το Ωδείο Αθηνών. Πέρυσι κάναμε στο τελευταίο ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Ολιβιέ Μεσιάν και εφέτος θα γιορτάσουμε τα εβδομήντα πέντε χρόνια του Γιώργου Απέργη με τον ίδιο παρόντα από τις 26 ως και τις 29 Μαρτίου. Όσο για τη διδασκαλία είναι μια δραστηριότητα που ασκώ ανελλιπώς από την περίοδο των σπουδών μου.
Τα τελευταία χρόνια διδάσκω το σεμινάριο «Το πιάνο στον 20ο και 21ο αιώνα» στο Ωδείο Αθηνών στο οποίο υπάρχει μια εξαιρετική ομάδα συμμετεχόντων, κάτι που μου δίνει ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση. Το ίδιο ένιωθα και κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου στη ΣΙΩ που ήταν μια εισαγωγή στη σύγχρονη μουσική για ενήλικες. Η διδασκαλία μου είναι απαραίτητη, μαθαίνω συνεχώς και εξελίσσομαι χάρη σε αυτήν. Θεωρώ επίσης ότι είναι υποχρέωσή μου να μεταδώσω και σε άλλους όσα έχω μάθει, ειδικά όταν τα διδάχθηκα από εξέχουσες μουσικές προσωπικότητες.
Από τις τόσες πολλές αλλά και σπουδαίες στιγμές της μέχρι τώρα διαδρομής σας υπάρχει μία ή έστω κάποιες που να έχετε κρατήσει περισσότερο από τις υπόλοιπες, ως μουσικός αλλά ίσως και σε ανθρώπινο επίπεδο;
Η συνεργασία μου με το Ensemble Intercontemporain, η διδασκαλία του Πιέρ Μπουλέζ, οι συζητήσεις με την Πολυξένη Ματέυ, μια υπέροχη συναυλία μου στην Concertgebouw στο Άμστερνταμ με την σολίστ του φαγκότου Στέφανι Λίντκε ως ντουέτο Παλμός, ο Γρηγόρης και η Νέλλη Σεμιτέκολο να μου δίνουν οδηγίες για το «Αναπαράσταση ΙΙΙ» του Γιάννη Χρήστου, το πρώτο έργο που γράφτηκε για εμένα όταν ήμουν δέκα οκτώ ετών από τον δάσκαλό μου των θεωρητικών Γιάννη Αυγερινό, πρόβες με συνθέτες στις οποίες ψάχνουμε μαζί τον ήχο του πιάνου στις πιο λεπτές του διαστάσεις και διακυμάνσεις και τόσες άλλες...
Και τέλος, υπάρχει κάτι που μπορείτε να πείτε ότι αποτελεί για εσάς ως σολίστ του πιάνου ένα όνειρο; Αν ναι, ποιο έργο, ποιου συνθέτη και σε ποιες συνθήκες, δηλαδή σε ποιον χώρο και με ποιαν ορχήστρα και μαέστρο, αν δεν είναι σολιστικό;
Ισως κάποιοι να εκπλαγούν αλλά θα ήθελα πολύ να κάνω πράξη την προτροπή του Τώνη Γεωργίου να παίξω κοντσέρτα Μότσαρτ (το έχω κάνει μόνο μια φορά λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές) αλλά στην Αυστρία - γιατί είναι πάντα ιδιαίτερο να παίζεις τη μουσική ενός συνθέτη στον τόπο όπου έζησε - με έναν μαέστρο και μια ορχήστρα που να τα λατρεύουν όσο και εγώ!
Είναι αυτή η προσέγγιση η οποία συνδυάζει βαθιά γνώση και αληθινή, βιωματική αγάπη που υπερβαίνει ακόμα και αυτήν μιας κορυφαίας σολίστ και καθιστά την Λορέντα Ράμου μιαν από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του πιάνου στην χώρα μας...