Ο Μάης του ’68 ανέδειξε καθοριστικά ερωτήματα, στα οποία όμως δεν κατάφερε να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις. Ακόμα και χωρίς να διαβάσει κάποιος όλα τα θεωρητικά κείμενα ή τα πρακτικά των συνελεύσεων, αλλά από τα συνθήματα και μόνο, αντιλαμβάνεται πως ένα κύριο, δομικό προταγματικό ερώτημα του Μάη, το οποίο πολλές φορές χαρακτηρίστηκε και ως βαθιά μεταϋλιστικό, ήταν το ακόλουθο: Πώς το πεδίο της πολιτικής θα ταυτιστεί με αυτό της τέχνης; Πώς θα εισχωρήσει η φαντασία της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας στην ορθολογικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει την πολιτική πρακτική;
Μια πρώτη απάντηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε είναι πως τα παραπάνω δεν μπορούν να κατακτηθούν παρά μόνο με διαρκείς, ταυτόχρονες διεκδικήσεις στη σφαίρα του στοχασμού, της τέχνης και της πολιτικής πρακτικής.
Μπορεί λοιπόν να παραμένει ο Μάης του ’68 ένα σημείο αναφοράς σήμερα; Πού είναι αναγκαίος και χρήσιμος ο φαντασιακός ρομαντισμός και ποτέ πρέπει να προχωρούμε στην πραγμάτωση των εκάστοτε κοινωνικοπολιτικών προταγμάτων του; Μήπως εν τέλει ο μετανεωτερικός κόσμος αναπαράγει ιδέες και πρακτικές του παρελθόντος αναμειγνύοντάς τες με έναν τόσο επιφανειακό τρόπο που αυτές στερούνται πλέον μετασχηματιστικού νοήματος;
Αν και τα μεταϋλιστικά κινήματα προσφέρουν μια σημαντική διάνοιξη σε ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο, έχουν αποδείξει πως δεν είναι ικανά να προκαλέσουν τις απαραίτητες ρωγμές ώστε να εμπλέξουν ουσιαστικά το πλειοψηφικό μέρος της κοινωνίας.
“Ο Μάης του ’68 βρήκε αφετηριακές συνθήκες στο φιλοσοφικό στοχασμό, την καλλιτεχνική δημιουργία και την ποιητική γραφή. Σήμερα βιώνουμε ένα απόγειο κοινωνικού αυτισμού αλλά και ατομικού ναρκισσισμού”
Στον Μάη είδαμε το απόγειο του φοιτητικού κινήματος αλλά και την εκκωφαντική απουσία του εργατικού κινήματος, πέραν μιας μεγάλης απεργιακής πρωτοβουλίας. Από τη μία τα προτάγματα της φοιτητικής κοινότητας παρέμειναν ιδιαιτέρως αφηρημένα στερούμενα ισχυρής κοινωνικής γείωσης και από την άλλη το εργατικό κίνημα περιορίστηκε αμιγώς σε οικονομικές διεκδικήσεις προς δικό του όφελος. Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες στο τέλος λειτούργησαν εν μέρει συμφεροντολογικά και εν μέρει αυτιστικά, με αποτέλεσμα οι συστημικές δικλείδες ασφαλείας για μια ακόμα φορά να υπερτερήσουν και να καταπνίξουν ακόμα και τις πιο υποσχόμενες εξεγερσιακές προοπτικές που στόχευαν προς τη δημιουργικότητα και όχι το μηδενισμό.
Το ’68 επικράτησε απουσία διαλεκτικής σχέσης μεταξύ θεωρητικής σκέψης και πολιτικής πρακτικής, στοιχείο που χαρακτηρίζει περισσότερο από ποτέ και το παρόν. Οι καταστασιακοί επιχειρήσαν την εφαρμογή ιδεών τους, αλλά δεν βρήκαν την απαραίτητη ανταπόκριση στο επόμενο βήμα. Τα αδιέξοδα από τις διαβουλεύσεις προσανατολισμού οδήγησαν, και ακόμα οδηγούν, σε διάλυση ενός κοινού γενικού μετώπου απέναντι στον υλικό ή άυλο αντίπαλο. Είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσεις, ακόμα και στη μνήμη, τα χρώματα ενός πυροτεχνήματος, είτε βάφεις όλο τον ουρανό άλλο χρώμα είτε αρκείσαι στην απόλαυση, και μετά νοσταλγία, του μεμονωμένου συμβάντος. Βεβαίως εδώ εκκρεμεί και το τόσο πολύπλοκο ζήτημα της βίας, σε τι βαθμό και πότε μπορεί να θεωρείται δικαιολογημένη, αλλά τούτο καλύτερα ας το αναπτύξουμε σε μελλοντικό χρόνο.
Όσον αφορά στο σήμερα, από πού θα μπορούσαν να πηγάσουν οι εναλλακτικοί δρόμοι της ετεροδοξίας; Πώς θα υπάρξουμε δημιουργικά αιρετικοί με διάρκεια; Πώς δεν θα περιοριστούμε στην έκρηξη μερικών μεμονωμένων συμβάντων, αλλά θα οικοδομήσουμε μια αυθεντική κοινωνική πραγματικότητα που να χαρακτηρίζει τη γενιά μας;
Χρειαζόμαστε μια διαρκή και βαθιά διαδικασία κοινωνικοποίησης του στοχασμού, της τέχνης, της πολιτικής και της οικονομίας. Η κρίση του κομματικού φαινομένου είναι πλέον αυταπόδεικτο γεγονός, οπότε πρέπει να στοχαστούμε εκ νέου τη φύση και το ρόλο συλλογικών υποκειμένων που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την κοινωνική πραγματικότητα και των οποίων η απουσία είναι τόσο ηχηρή. Απαιτείται μια οικοδόμηση εναλλακτικών σε διαρκή βάση, ακόμα και σε μικρή κλίμακα μέσα στο πλαίσιο της καθημερινότητας. Είτε απουσιάζουν είτε βρίσκονται σε ύπνωση τα απαραίτητα υποκείμενα, πρέπει να στοχεύσουμε τη συζήτηση εκ νέου σε αυτά. Όχι μόνο προς τα πού θα πάμε και πώς, αλλά κυρίως από ποιους και με ποιους.
“Mπορεί άραγε το ηρακλείτειο παίγνιο μέσω ενός ανανεωμένου στοχασμού να πραγματωθεί με όρους πολιτικής πρακτικής;”
Ο Μάης του ’68 βρήκε αφετηριακές συνθήκες στο φιλοσοφικό στοχασμό, την καλλιτεχνική δημιουργία και την ποιητική γραφή. Σήμερα βιώνουμε ένα απόγειο κοινωνικού αυτισμού αλλά και ατομικού ναρκισσισμού. Η τέχνη δημιουργείται για να καταναλώνεται και να επαναεπικοινωνείται επιφανειακά. Λίγοι αντλούν από τη δύναμη της τέχνης για να στοχαστούν την πραγματικότητα διαφορετικά. Η τέχνη μέσα στον αυτισμό του μεταμοντερνισμού δεν λειτουργεί πλέον ως όργανο διάνοιξης νέων φαντασιακών πεδίων, αλλά ως όργανο διαφυγής από την πραγματικότητα σε ένα ναρκισσιστικό εσωτερικό κόσμο. Ακόμα και ο ριζοσπαστισμός αποτελεί πλέον πρώτης κατηγορίας καταναλωτικό θέαμα.
Το περιορισμένο αλλά καθοριστικό κομμάτι της νέας γενιάς, που αν μη τι άλλο ακόμα προσεγγίζει τη σημαντική τέχνη ως ανάχωμα στην διαρκή άνοδο της ασημαντότητας, είναι ουσιώδες να αποδομεί την εργαλειακή χρήση του εκάστοτε έργου τέχνης ως απλώς μια ψευδεπίγραφη δήλωση έκφρασης και να στοχεύει στη δυνητικά μεταμορφωτική εμπειρία της βιωματικής θέασης του έργου καθεαυτού. Η τέχνη από απλοϊκό προϊόν που εδράζει μέσα σε ασφαλείς και ελεγχόμενους, αποστειρωμένους χώρους, δύναται να ανακτήσει τον ρόλο της ως όργανο μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας, να αποτελέσει μέσο και αυτοσκοπό ταυτοχρόνως. Η τέχνη δεν υπάρχει απλώς για να παρατηρείται έστω και ψυχαγωγικά, αλλά για να βιώνεται μεταμορφωτικά. Δεν μπορεί να παραμένει περιορισμένη σε ένα περιγραφικό πεδίο, απωθώντας πλήρως το κανονιστικό. Τέχνη χωρίς κανονιστική θέση δεν αποτελεί τέχνη που μπορεί να αντέξει στο χρόνο, μας το έχουν διδάξει οι μεγάλοι δημιουργοί κάθε εποχής. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για την πολιτική, η αξιακή ουδετερότητα είναι ο χειρότερος εχθρός και των δύο.
Κοιτάζοντας πίσω στον υπερβατολογικό ιδεαλισμό, που δύναται να λειτουργήσει εκ νέου συμπληρωματικά ως προς τον ιστορικό υλισμό, η τέχνη οφείλει να εκπληρώσει τη λειτουργία της ως μυσταγωγός της φιλοσοφίας και του μετασχηματισμού της υπαρξιακής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, αλλά και αντιστρόφως. Με κίνδυνο να χαρακτηριστούν όσα υποστηρίζω μεταϋλιστικά, επιμένω να πιστεύω πως οι απαντήσεις για τον κοινωνικό μετασχηματισμό μπορούν να δοθούν μέσω της ριζοσπαστικής ανανέωσης του φιλοσοφικού στοχασμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αν μπορούμε να κρατήσουμε κάτι από το ’68, είναι η φανέρωση αυτής της διαπίστωσης.
Παρερμηνεύοντας κάπως τον Αξελό και τον Καστοριάδη, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει κάποιος σημεία τομής τους, αναρωτιέμαι: μπορεί άραγε το ηρακλείτειο παίγνιο μέσω ενός ανανεωμένου στοχασμού να πραγματωθεί με όρους πολιτικής πρακτικής; Όταν το παιχνίδι της πολιτικής πραγματικότητας, με όρους πολεμικής, καταφέρει να γίνει πλήρες κοινωνικοπολιτικό παίγνιο τότε μπορούμε να αντιληφθούμε και εν συνεχεία να επιχειρήσουμε να πραγματώσουμε μια ανεστραμμένη κοινωνική πραγματικότητα. Για τούτο, απαιτούνται πεδία πειραματικών διεργασιών τα οποία όχι μόνο απουσιάζουν, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει καν η διαπίστωση της ανάγκης τους. Κοινώς, πρέπει να αναδημιουργηθούν και επαναπροσδιοριστούν τα πεδία avant-garde έκφρασης για τον κόσμο που ανήκει στη σφαίρα της προόδου, από τα οποία μπορεί να ανανεωθεί η παλέτα των απαραίτητων ιδεών και πρακτικών. Αρκετά ασχοληθήκαμε με την ερμηνεία των δομών, θεσμών αλλά και παθών, το ζήτημα τώρα είναι να ανακαλύψουμε νέα. Όχι να περιγράψουμε τα παλαιότερα με νέο λεξιλόγιο, αλλά να δημιουργήσουμε επί της ουσίας καινοτόμα.
“Ακόμα δεν έχουμε υπερβεί ούτε στο ελάχιστο τον διαχωρισμό ανάμεσα σε χειρώνακτες και διανοούμενους.”
Το ’68 στη Γαλλία, όπως και με το κίνημα της ιταλικής αυτονομίας, δεν υπήρχε πλήρες σχέδιο, ακόμα και σε επίπεδο ιδεολογικού προτάγματος, τα πράγματα ήταν πλαδαρά, αφηρημένα και ανάμεικτα, απουσίαζε η θεωρητική συνοχή, η οποία βέβαια σήμερα απουσιάζει ακόμα περισσότερο. Ωστόσο η «Κοινωνία του Θεάματος» του Ντεμπόρ και η «Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής» του Βανεγκέμ, σήμερα που το είναι, αλλά ακόμα και το έχειν, έχουν απολύτως παραχωρήσει τη θέση τους στο φαίνεσθαι, παραμένουν πιο επίκαιρα από ποτέ.
Πώς όμως αντιλαμβανόμαστε τη ριζοσπαστική αλλαγή σήμερα; Ποια είναι τα θεωρητικά εργαλεία μας και από ποιες ιστορικές στιγμές αντλούμε συμπεράσματα και κατευθυντήριες; Το ερώτημα παραμένει: είναι ή θα έπρεπε να είναι ο Μάης μια τέτοια στιγμή;
Βίαιες δονήσεις έχουν υπάρξει, ως συνέχεια του Μάη ή ως κακέκτυπά του, ωστόσο δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα επαναστατικό happening. Απαιτείται ένα άλλου τύπου κίνημα για να αφυπνίσει μια κοινωνία αλλοτρίωσης και θεάματος, αν και προφανώς η βάση του θα προέρχεται από τα κάτω, είναι σημαντικό να υπάρχει και οριζόντια συμμετοχή από όλες τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Ας μην ξεχνάμε πως ο Μάης έλαβε χώρα σε μια περίοδο που η μεσοαστική τάξη ήταν ιδιαιτέρως ενδυναμωμένη, σε αντίθεση με το παρόν.
Υπάρχει όμως η απαραίτητη κοινωνική γείωση της νέας γενιάς σήμερα; Και ιδιαιτέρως των μελών της που μπορούν να περάσουν στην πρωτοπορία και να διανοίξουν πρωτόγνωρες διαδρομές; Η νέα γενιά χαρακτηρίζεται από μια άρνηση να διαχειριστούμε τις υποθέσεις του συνόλου και τις ευθύνες μας ως προς αυτό—πλήρης παθητικότητα ως προς την αυτοδιαχείριση του μέλλοντός μας. Όσο φτωχότερη είναι η καθημερινή ζωή και ο μέσα κόσμος, τόσο μεγαλώνει η έλξη του μη αυθεντικού. Ακόμα και σήμερα περιορίζουμε τις διεκδικήσεις μας μόνο στο οικονομικό πεδίο. Χωρίς ούτε στιγμή να περιφρονώ τη απόλυτη σημαντικότητα αυτού, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι δεν μπορούν να κερδηθούν σημαντικές διεκδικήσεις αν δεν αλλάξουμε πρώτα τα πιο ουσιαστικά υπερ-οικονομικά πλαίσια σε επίπεδο συσχετισμών πολιτικών δυνάμεων και κοινωνικής ιεραρχίας. Το πιο απλό παράδειγμα: ακόμα δεν έχουμε υπερβεί ούτε στο ελάχιστο τον διαχωρισμό ανάμεσα σε χειρώνακτες και διανοούμενους.
Κύριο ζήτημα είναι η νέα γενιά να μη θέλει να αντικαταστήσει απλώς τη προηγούμενη γενιά, αλλά να αλλάξει ριζικά το πλαίσιο στο οποίο αντιλαμβάνεται και βιώνει την πραγματικότητα, από το γενικό στο ειδικό και όχι μεμονωμένες αλλαγές ειδικού με φρούδα ελπίδα πως θα καταφέρουμε να ζήσουμε έστω και λίγο σαν τους γονείς μας, αλλά δημιουργικά να διαρρήξουμε την αυτοκτονική γραφειοκρατία της καθημερινότητας. Να ανακαλύψουμε δρόμους για την αυτοανάπτυξη του ατόμου σε πλήρη διάδραση με τον συλλογικό αυτοκαθορισμό.
Η νέα γενιά πρέπει να προσεγγιστεί όχι μόνο με ταξικούς όρους αλλά και ως κοινωνική κατηγορία καθεαυτή, πατώντας πάνω σε πιο πλήρεις διαιρετικές τομές. Διαρκείς ζυμώσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Επανεξέταση της οντολογίας των θεσμών και αξιών των σύγχρονων δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών με κύριο στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμβάθυνση της δημοκρατίας. Επανεξέταση της σχέσης της γνώσης και της τέχνης με την κοινωνία που τις παράγει. Νέες λέξεις, αλλά και για νέες έννοιες, καθώς μέχρι στιγμής στην καλύτερη των περιπτώσεων βρίσκουμε νέες λέξεις για ήδη παρωχημένες έννοιες.
Στοχασμός και πράξη πρέπει να ενωθούν σε μια διαρκή ανάδραση, ώστε από ενικότητες να μετουσιωθούν σε ολότητες, ακριβώς όπως η ορθολογικότητα με τη φαντασία. Μια διαφορετικού τύπου εξεγερσιακή αντίληψη της πολιτικής—λιγότερο θέαμα, περισσότερη ουσία. Λιγότερη τακτική, περισσότερη στρατηγική. Να απλώσει μέσα στο χρόνο ο σχεδιασμός, να ξεκαθαρίσουν οι τελικοί στόχοι.
Χρειαζόμαστε καλλιτεχνική δημιουργία με κοινωνικό ρόλο, ριζοσπαστισμό όπως τον επιχείρησαν οι μεγάλοι του ρομαντισμού και του μοντερνισμού και όχι θολές επιφανειακότητες του μεταμοντερνισμού. Κοινωνικός μετασχηματισμός χωρίς καθοριστικά φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά κινήματα δεν νοείται, όπως δεν νοείται και χωρίς τις μάζες. Συνεπώς ακόμα αναμένουμε το κίνημα που θα εμπλέξει την ανανέωση σε επίπεδο ιδεών και αισθητικής με την ταυτόχρονη έκφραση και ικανοποίηση των αναγκών των μαζών. Υπερβατικός στοχασμός, αισθητική δημιουργία και υλικές ανάγκες ως ένα και το αυτό.
“Σε κάθε περίπτωση όμως, η ομορφιά βρισκόταν πάντα στους δρόμους· και εκεί παραμένει”
Η προσπάθεια να μετασχηματιστεί η κοινωνία χωρίς να πέσει στις καταστροφικές παγίδες του παρελθόντος αποτελεί το κοινό στοιχείο που θα πρέπει συνέχει τις νέες προσεγγίσεις. Ο στοχασμός και η τέχνη οφείλουν να αποδομήσουν το στερεότυπο που τις θέλει αποσυνδεδεμένες από τα συμπαγή κοινωνικά αιτήματα. Απαιτείται η επιστροφή των δημόσιων οργανικών διανοούμενων και των κριτικών καλλιτεχνών. Η εκ νέου επικοινωνία των θεωριών με τα κοινωνικά κινήματα με τρόπο διαδραστικό και ανατρεπτικό. Η ανάδειξη αλλά και η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της αποξένωσης ανάμεσα στην κινηματική πρακτική και τη θεωρία. Τα προοδευτικά κινήματα πρέπει να προσεγγίσουν εκ νέου την ξεχασμένη ιστορική κληρονομιά τους και να ενισχύσουν τις επεξεργασίες τους σε ζητήματα στρατηγικής με νέα, ισχυρότερα θεωρητικά πλαίσια.
Ενότητα και ενικότητα να μπορέσουν να συνυπάρξουν μέσω κοινής αναδιαμόρφωσης κοινωνικού πλαισίου από την αντίληψη μας για τις αξίες μέχρι και για τη φύση και τον ρόλο των θεσμών. Η τέχνη πρέπει να γίνει χρήσιμη ξανά: να εκφράσει τις ανάγκες και να καλύψει τις ανάγκες. Χωρίς ανανέωση όμως του κόσμου των ιδεών, δεν μπορεί να υπάρξει ανανέωση του κόσμου των αναγκών και αντιστρόφως—χρειάζεται μια ανάδραση μεταξύ των δύο ώστε να οδηγηθούμε σε μια ανατροπή των αδιεξόδων της καθημερινότητας.
Επικεντρωνόμαστε στο ειδικό, το οποίο προφανώς είναι καθοριστικό όταν η κοινωνία βρίσκεται σε τέτοια βάθη οικονομικής κρίσης, αλλά καμία ουσιαστική υπερπήδηση της κρίσης δεν μπορεί να προκύψει εάν δεν μετασχηματιστεί σε φαντασιακό επίπεδο η αντίληψή μας για τους εαυτούς μας και το σύνολο του οποίου είμαστε μέρος, όπως και για την ατομική και συλλογική δημιουργικότητα σε επίπεδο ιδιωτικής και κοινωνικής σφαίρας.
Απέναντι στη μάστιγα της δημιουργικής καταστροφής που επιμένει μέσω μιας διαρκούς διόγκωσης των κοινωνικών ανισοτήτων και σε έναν καπιταλισμό ο οποίος τρέφεται και αναγεννάται από τις σάρκες του μέχρι αυτές να εκλείψουν, οφείλουμε να απαντήσουμε με δημιουργικό συλλογικό αυτοκαθορισμό, θέτοντας εκ νέου το στοχασμό, την τέχνη και την πολιτική πάνω από την οικονομία.
Ο Μάης του ’68 έθεσε ένα πρόταγμα. Δεν επετεύχθη. Οι προϋποθέσεις πάντα υπάρχουν, αρκεί ένα συμβάν, ένα καθοριστικό γεγονός, για να πραγματωθεί το άλμα, το πέρασμα σε ένα νέο κοινωνικοπολιτικό άνοιγμα. Το ταυτοχρόνως θετικό και αρνητικό, είναι ό,τι τούτο δεν μπορεί να προβλεφθεί τελεολογικά, οπότε η ελπίδα είναι πάντα εξίσου παρούσα. Προς το παρόν βρισκόμαστε ακόμα στην αμηχανία της αναμονής, μιας μάχης διατήρησης στεγανών και τουλάχιστον μιας κάποιας παρουσίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ομορφιά βρισκόταν πάντα στους δρόμους· και εκεί παραμένει.