Τα δυο χωριά γειτονεύουν. Ένας δρόμος τα χωρίζει και μερικά κομμάτια κάθετης ασφάλτινης ερήμου όπου, μέρα μεσημέρι τρυπιούνται τζάνκια και άλλα εδώδιμα και αποικιακά.
Είναι τόσο κοντά που οι γάϊδαροι και τα σκυλιά τους ακούγονται, όταν ανοίγουν συζήτηση,- μέρες και νύχτες καλοκαιρινές που τα τζάμια είναι ορθάνοιχτα και η ζέστη κόβει βόλτες μέχρι να ξημερώσει. Εκεί, λίγο πριν το χάραμα, χωρικοί και ζωντανά, μισθωτοί και ακτήμονες, περαστικοί και φιλοξενούμενοι, την ώρα του ύπνου του δικαίου, ξεχνάνε για λίγο τις διαφορές τους για να τις ξαναπιάσουν με το πρώτο φως .
Θα μπορούσαν να είναι φίλοι και σύμμαχοι, εν όπλοις αδελφοί, -δηλαδή συμπολεμιστές- απέναντι στους προύχοντες του κεφαλοχωρίου που έχει απλωθεί λίγο ψηλότερα και έχει καταλάβει την πλατεία με τη θέα ως εκεί που φτάνει το μάτι, αν, λέμε αν, περίσσευε ο κοινός νους και οι Μακρυκωσταίοι όσο και οι Κοντογιώργηδες, άφηναν τις παλιές έριδες, τα μίση, τις διεκδικήσεις του αέρα, τις φιγούρες, τις ορθοπεταλιές, και έσκυβαν πάνω απ’ τα χωράφια που δεν κληρονόμησαν, δεν τους χαρίστηκαν αλλά ανέλαβαν μεσιακά την εκμετάλλευση για αόριστο χρόνο.
Είναι όμως, τόση η φαγωμάρα και η φιλαυτία, τόση η ανοησία των δυο προέδρων των χωριών, ώστε τα προβλήματα φυτρώνουν όπως το περδικάκι που περισσεύει στα ρείθρα των δρόμων, προκαλώντας φαγούρες και φτέρνισμα.
Ο ένας φοβάται τον Στέφανο, ο άλλος τον Νίκο και η αιματηρή βεντέτα που χωρίζει τις δυο φατρίες, συνεχίζεται τα τελευταία 50 χρόνια χωρίς διάθεση να λήξει, αφού οι καλοθελητές δεν λείπουν και ο νεοφερμένος Χάρης, σταλμένος από το παλιόσογο του Νίκου, κατεβαίνει στην Πρωτεύουσα για να βάλει λυτούς και δεμένους προκειμένου, Νοέμβρη μήνα, - μέρες γιορτινές, μέρες εξέγερσης- ο Νίκος να χάσει και τα αυγά και τα καλάθια και να επιστρέψει ασκεπής και καταφρονημένος στο χωριό του.
Αυτός ο Χάρης, με την πονηριά να φυτρώνει σαν κέρατο στο μπόι που του λείπει, έχει βάλει αμέτι μουχαμέτι στο μάτι όλη την προικώα γη του που με τόσο ζήλο και αυτοθυσία απέκτησε ο άλλος, πριν καν προλάβει να γιορτάσει την επιτυχία του, την ώρα που ο Στέφανος από απέναντι, με λίγο περισσότερα στρέμματα κομματικής γης, βλέπει κάποιους συγχωριανούς , συνεπικουρούμενους από το δικό του παλιόσογο που έστησε τσαντίρι στη Σόλωνος και μοιράζει μπροσούρες για την ειρήνη, να πριονίζουν την καρέκλα του πριν προλάβει καλά καλά, να ζεστάνει…
Κι αντί οι δυο τους να συγκατοικήσουν σε ένα δωμάτιο, αντί οι δυο τους να ξεχάσουν τις ταυτότητες τους, αντί οι δυο τους να προστατευθούν από τον κοινό εχθρό που είναι η διχόνοια, αυτοαναλύονται φωναχτά, δίνοντας επιχειρήματα στους εχθρούς τους να βγουν απ’ τις κρυψώνες και να τους πλήξουν εκεί που πονάνε…
Τα δυο χωριά, φοβόμαστε, θα συνεχίσουν να χωρίζονται από την ασφάλτινη λωρίδα που δεν φυτρώνει η σύγκλιση και ο κοινός νους. Κι όσο γκαρίζουν τα γαϊδούρια ένθεν κακείθεν, τόσο οι προύχοντες του κεφαλοχωρίου θα τρίβουν τα χέρια τους και θα τροχίζουν τις μασέλες τους.