Sic transit gloria mundi. Έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου. Μπορείς να γράψεις κάτι για τον θάνατο της Μάνιας Τεγοπούλου αποφεύγοντας καταρχάς το κοινότοπο περί ματαιότητας στα ανθρώπινα; Για σκέψου! Η Μάνια πέθανε στα 59 της, καταδικασμένη μέχρι τέλους σ΄αυτή την μοιραία αντιφατικότητα που της επεφύλασσε η ζωή της. Πέθανε σ΄ένα ιδιωτικό νοσοκομείο βέβαια από αυτά στα οποία η πλειονότητα των σημερινών Ελλήνων δεν μπορεί ούτε το κατώφλι να διασχίσει, περιμένοντας όμως ισοτίμως με άλλους ένα μόσχευμα που δεν ήρθε ποτέ για την ίδια. Εδώ που τα λέμε ούτε και για την “Ελευθεροτυπία” ήρθε αυτό το “μόσχευμα” ποτέ..
Μπορείς λοιπόν να γράψεις για εκείνη αποφεύγοντας την αμφιθυμία; Αποφεύγοντας να σκεφτείς ένα-ένα τα 800 πρόσωπα στο εργασιακό παζλ μίας από τις σπουδαιότερες (ενδεχομένως πανευρωπαϊκά) εφημερίδες του δεύτερου ημίσεος του 20ου αιώνα και σίγουρα της επιδραστικότερης ελληνικής εφημερίδας της Μεταπολίτευσης, η οποία όμως κατέρρευσε από πολιτικές επιλογές και λάθος χειρισμούς σαν πύργος από τραπουλόχαρτα; Αποφεύγοντας να συνδέσεις κι αυτή την είδηση με το κουφάρι του κτιρίου της Μίνωος; Με το γρήγορο κι απότομο τέλος του Σεραφείμ Φυντανίδη; Με τις έριδες και τις ανεπούλωτες πληγές που ακόμα συντηρεί η άδοξη εξέλιξη της ιστορίας της εφημερίδας; Και τέλος-τέλος με το κάπως μεταφυσικό, ταχύτατο ξήλωμα αυτής ακριβώς της ιστορίας αφού όσες προσωπικότητες την έγραψαν (αυτές που ξέρετε οι πολλοί κι άλλες λιγότερο γνωστές στο δημόσιο βίο) αποχώρησαν μία-μία πριν την ώρα τους;
Το βασίλειο της οδού Μίνωος στέκει σιωπηλό, άδειο, σκουριασμένο και πνιγμένο στα απόνερα, στις σκόνες, στις ανεπίδοτες επιστολές, στις διαιωνισμένες τραγικές εκκρεμότητες προς τους εργαζομένους του, στην αδικία, στις κουτοπονηριές και στο διασυρμό που υπέστησαν. Οχι η νεκρή εν προκειμένω ως προς αυτό δεν δεδικαίωται. Αλλά όπως έγραφε σ΄ένα ποίημά του το 94 ο Γιώργος Χρονάς, ο τελευταίος δηλαδή φίλος που είχε απομείνει στη Μάνια, δίνοντάς της πέρυσι χώρο για εκείνη την ανεκδιήγητη και χωρίς αντίλογο συνέντευξη στην “Οδό Πανός”: «Η μεγαλειότατη, η ισχυρή,
η βαθιά θλιμμένη βασίλισσα των σκουπιδιών,
εδώ κάτω απ’ το χιόνι, εδώ κάτω απ’ το χιόνι,
ετοιμάζει το φαγητό της».
Που σημαίνει ότι η νεκρή δεν δεδικαίωται, αλλά εμένα τουλάχιστον επιτρέψτε να μη χαίρομαι μ΄αυτό τον θάνατο. Να λυπάμαι για αυτή τη γυναίκα που δαιμονικά έξυπνη και τραγικά, ή - ακόμα χειρότερα - σχεδόν πεισματικά κι οργανωμένα αυτοκαταστροφική, κατόρθωσε μέχρι τα 59 της να είναι η βαθιά θλιμμένη (γιατί τί άλλο φανερώνει ο εθισμός στο ποτό) βασίλισσα των σκουπιδιών. Των σκουπιδιών και των ερειπίων μίας δημοσιογραφικής Αριστερής Αυτοκρατορίας όπως υπήρξε η Ελευθεροτυπία την οποία ασφαλώς ένα κομμάτι ενοχλημένων και ισχυρών πολιτικών αντιπάλων προσπάθησε να τη συντρίψει ειδικά όταν ακούστηκαν οι πρώτοι τριγμοί στα - όχι και τόσο γερά όπως αποδείχτηκε - θεμέλιά της. Αλλά μήπως και η ίδια η βασίλισσα που κλήθηκε ξαφνικά να βασιλεύσει, μεσήλιξ πια κι ανεπάγγελτη ως τότε, δεν ήταν γυμνή, απροετοίμαστη, πεισματάρα, μονομανής, αυταρχική κι απολύτως ανέτοιμη για να κυβερνήσει; Απολύτως ακατάλληλη για να σώσει την Αυτοκρατορία της; Απολύτως κατάλληλη για να την ακρωτηριάσει πρώτα (ξεσκίζοντας τα σημαντικότερα πρόσωπα αλλά και τα σημαντικότερα χαρτιά της εφημερίδας, τον πλουραλισμό, και την πολυφωνία..) και ύστερα για να την βουλιάξει σε μία επίδειξη μάταιου και κενού “τσαμπουκά”;
Η Μάνια Τεγοπούλου αποτελεί ίσως την τραγικότερη αλλά πάντως όχι τη μοναδική περίπτωση στον ελληνικό Τύπο (κάθε άλλο μάλιστα) μίας κληρονόμου με ταραγμένη, αν όχι παθολογική, αμφίθυμη και πολύ κακομαθημένη προσωπικότητα. Η ίδια δεν ήταν κακών προθέσεων ωστόσο. Αντίθετα υπήρξαν περιπτώσεις που οι προθέσεις ήταν εξαιρετικές αλλά χάραζαν με βεβαιότητα τον δρόμο προς την κόλαση - τη δική της και των άλλων. Γαλουχήθηκε όπως κι άλλα “παιδιά” απόγονοι τέτοιων τίτλων με τη συνείδηση απ΄τη μιά της εξουσίας και του χρήματος. Κι απ΄την άλλη στη δική της περίπτωση με την απόλυτη ενοχή τους. Μια κληρονόμος μίας γιγαντιαίας εξουσίας πίνει μπύρες στα Εξάρχεια. Και γίνεται Ιανός. Νομίζω πώς μέχρι κάποια στιγμή η Μάνια Τεγοπούλου διατηρούσε εντός της τον ακραίο ρομαντισμό μίας Αριστερής ή και Αριστερίστικης συνείδησης. Προσπαθούσε να επιτύχει με λάθος τρόπο το δίκιο αλλά και το δικαίωμα της δικής της αυτοδιάθεσης χωρίς να μπορεί να αποκοπεί από τη μοίρα και την υπεροψία της κληρονομιάς της. Με το ένα πόδι στον απόηχο του Μάη του 68, στο αλήτικο Παρίσι όπως το έζησε, στα αριστερά οράματα όπως δεν τα έζησε κι όπως τα διαστρέβλωσε, στα διαβάσματα, στις ροκ επιλογές (φαινόταν και στον τρόπο που ντυνόταν ή φερόταν), στην ελεύθερη η και ελευθεριάζουσα ζωή. Και με το άλλο πόδι στις διευκολύνσεις που παρέχει η εξουσία και το χρήμα σε τέτοιες περιπτώσεις μάλιστα σχεδόν ακούσια. Τόσο ώστε να γερνά οριακά αντιφατική, αμφίθυμη απέναντι σε ό,τι είχε φτιάξει ο ίδιος της ο πατέρας (να το σώσει; να το ισοπεδώσει; να το μιμηθεί; να το θάψει;), ασυμβίβαστη με τον τρόπο της, πολύ μόνη και μοναχική τα τελευταία χρόνια, πολύ καταραμένη, πολύ μοιραία για πάρα πολλούς. Και για τον εαυτό της. Εφυγε προτού γεράσει, αυτοπυρπολούμενη. Και όπως γράφει σ΄ένα άλλο ποίημά του ο Χρονάς “ Παιδί της πρώτης του μηνός
παιδί της μαύρης Κυριακής
ακόμα χρωστάς το νοίκι (...)
Το στόμα σου μυρίζει ακόμα αλκοόλ
κι οι φίλοι που περίμενες
δεν φτάσανε στην πόρτα”.
ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
(Πρώην συντάκτρια στο Πολιτιστικό Ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας)