Καθισμένος σε μια γωνιά του Παραδείσου, χαμογελά ενώ κερνά τις περαστικές ψυχές, απ΄αυτές κάποιες απορούν, χασομερούν και κοντοστέκουν, θέλουν να μάθουν την ιστορία ετούτου του νησιώτη.
Φτάνουν μια-δυο λέξεις του, μια παλιά ιστορία ή ένα από κείνα τα αθώα πανέξυπνα χωρατά του, για να τις κερδίσει και να κάνει ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων να αναντρανίσουν!
Μιλάει απλά, μετρημένα, στέκει μακριά από ψόφια παράσημα, αφήνει πίσω θεριακλήδικους εγωιστικούς κομπασμούς, ο Κώστας Σεβδαλής σε όλη τη ζωή του έμαθε να πλάθει και να δίνει ψυχή στα σίδερα, να φροντίζει με περίσσια αγάπη όλα τα πλάσματα που βρέθηκαν κοντά του.
Τέσσερις γιούς και μια κορούλα έκαμαν ο Μιχάλης και η Σταυρούλα, ένας από αυτούς, όχι ο πρωτογιός, ήταν ο Κώστας, ο άνθρωπος που μελετάμε. Αυτό το παιδί γεννήθηκε τέτοιες μέρες, Νοέμβρη του 1927, σε ένα αγροτικό μετόχι των Μενετών, στις Εξήλες της Καρπάθου.
Μεγάλωνε ο Κωστής κι δάσκαλος στο χωριό, ο Μανώλης Σακελλαρίδης τον ξεχώρισε και δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει πως αυτός ο μικρός ήταν χαρισματικός, είχε πανέξυπνο μαθηματικό μυαλό, ξεχώριζε μέσα στη τάξη και ρουφούσε τα γράμματα. Όμως δεν πρόφτασε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό.
Οι Ιταλοί, που εκείνα τα χρόνια κρατούσαν τα Δωδεκάνησα, επέβαλαν με το ζόρι τη γλώσσα τους, έπαψαν την ελληνική γλώσσα από τα μαθήματα,έφεραν και δικούς τους δασκάλους και ένας από τους πολλούς μαθητές, που απογοητεύτηκαν και παράτησαν το σχολειό, ήταν και ο Κωστάκης.
Ο πατέρας του, μετανάστης από κείνους που έκαμαν αγώνα ζωής και πέτυχαν καλιμέντο μέσα στα εστιατόρια, είχε τραβήξει τα υπόλοιπα παιδιά στην Αμερική, μονάχα ο Κωστής έμεινε πίσω, ήταν ο μόνος αρσενικός ανάμεσα σε τέσσερις γυναίκες.
Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος έσπασε τη φαμίλια στα δυο, ο Μιχάλης δεν είχε τρόπο να στείλει χρήματα, στο νησί ούτε που μάθαιναν τα νέα του πατέρα, έτσι ο 13χρονος Κωστής σχεδόν αναγκαστικά θα σήκωνε στις πλάτες του την οικογένεια. Έπρεπε επειγόντως να βρει δουλειά, να μάθει μια τέχνη, έπρεπε να μεγαλώσει λίγο πιο γρήγορα, πιο βιαστικά από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
Έπρεπε επειγόντως να βρει δουλειά, να μάθει μια τέχνη, έπρεπε να μεγαλώσει λίγο πιο γρήγορα, πιο βιαστικά από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
Ήταν χειμώνας του 1940, ποδαρόδρομος δυο ή τρεις ώρες μέχρι το στρατιωτικό αεροδρόμιο του νησιού στον Αφιάρτη, εκεί έδινε καθημερινό αγώνα για να δουλέψει στο σιδηρουργείο, αυτή ήταν η τέχνη που ερωτεύτηκε ο πιτσιρίκος.
Ο Κωστής χώθηκε μέσα στη μουτζούρα, βοηθούσε, πάλευε με τα σίδερα, όμως οι μάστορες Ιταλοί γελούσαν και δυσπιστούσαν, έκαμαν 4 μήνες για να τον δεχτούν στο σιδεράδικο.
Ζούσε παρέα με το αμόνι, χάϊδευε τη βαριά και έπιανε προσεχτικά τη βούτα με το νερό. Μάθαινε να ανάβει τη φωτιά στο καμίνι, πάλευε και ιδρωκοπούσε με το μεγάλο φυσερό και εκεί παρατηρούσε και ξεπατίκωνε τους δεινούς μαστόρους, το τρόπο που τοποθετούσαν το σίδερο μέχρι να πυρακτωθεί, ώστε να γίνει πιο ευλύγιστο. Κι εκείνο, ολοζώντανο πράμα, άλλαζε χρώματα, κοκκίνιζε γινόταν χρυσό, έπειτα μπλε, έτσι που λίγο ακόμα και θα έλιωνε, για να γίνει μαγικό υγρό κι εκεί πάνω το έπλαθαν σα το ζυμάρι απ΄τις κουλούρες και τα μεγάλα ψωμιά, που κάναν οι μανάδες στα χωριά της Καρπάθου.
Ένας από τους Ιταλούς μαστόρους, με το παρατσούκλι ο pagavino (μτφ: πληρώνε κρασί) δεν άντεξε να βλέπει τον πιτσιρικά απλήρωτο να παλεύει μέσα στα σίδερα, αναγνώρισε την όρεξη και το πάθος του κι έτσι τον προσέλαβαν βοηθό.
Από τότε ο Κωστής κέρδισε ένα ψευτο-μεροκάματο κι έτσι έμαθε την τέχνη του Ηφαίστου, έγινε σιδηρουργός. Τέσσερα χρόνια δούλεψε μέσα στη φωτιά του αεροδρομίου, εκεί γνωρίστηκε με αθώους Ιταλούς φαντάρους, με τους Γερμανούς πιλότους των Στούκας και με αξιωματικούς, που όπως έλεγε, πάντοτε είχαν γεμάτο περίστροφο και «carta Bianca», δηλαδή ότι δεν τους ενοχλούσε είχαν δικαίωμα να το τιμωρήσουν!
Οι πιο πολλές στιγμές έσβησαν από τη μνήμη του, άλλωστε ποιος είναι αυτός που θυμάται λεπτομέρειες της περασμένης καθημερινότητας; ποιος θέλει να θυμάται τη δυστυχία του πολέμου;
Μονάχα κάποιες από τις πιο δυνατές εικόνες ξαφρίζουν μέσα στα μινίγγια, μοιάζουν σα σκιές που δεν έπαψαν να χορεύουν στην πίσω πλευρά των ματιών του. Σχεδόν βούρκωνε όταν θυμόταν τους Ιταλούς στρατιώτες που έβαζαν δολώματα κι έπιαναν τις πεινασμένες γάτες, έπειτα τις σκότωναν και τις μαγείρευαν, έλεγαν πως ήταν πόλεμος και είχαν δικαίωμα να τρώνε όλα τα άλλα πλάσματα. Ίσως για αυτό το λόγο, ο Κωστής αγαπούσε και φρόντιζε λίγο περισσότερο τα αδέσποτα ζώα, δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί ότι μπορεί να πεινάνε τα ελεύθερα γατιά.
Πέρασε κι ο πόλεμος, οι Καρπάθιοι δεν έχασαν την ευκαιρία, ξεσηκώθηκαν μονάχοι τους, απαίτησαν την ενσωμάτωση, έτσι η Κάρπαθος έγινε το πρώτο ελεύθερο ελληνικό νησί στα Δωδεκάνησα!
Άνοιξαν οι επικοινωνίες και τότε 17χρονος Κωστής έμαθε ότι ο πατέρας του Μιχάλης είχε πεθάνει στην Αμερική.
Η επιβίωση δε αφήνει το πένθος να καταπιεί την ενέργεια, αμέσως άνοιξε σιδεράδικο και έβγαζε μεροκάματο φροντίζοντας τα εργαλεία των εργατών και των αγροτών του νησιού κι ήταν τόσο καλός και αποτελεσματικός μάστορας που τα σίδερα από τσαπιά, τσάπες, σκαλιστήρια, κλαδευτήρια, πριόνια, τσεκούρια, σφυριά και σκεπάρνια δεν έσπαγαν από την σκληρή χρήση! Τα σίδερα που πάλευε ο Κωστής ήταν καμωμένα με μεράκι, είχαν ψυχή και ήθελαν να ζήσουν.
Αλλά και τα σχέδια του σε σκάλες και άλλες, ιδιότροπες, πολύ πιο σύνθετες κατασκευές, είχαν τη σφραγίδα σπουδαίου δημιουργού. Μα είναι τόσο δύσκολο να περιγράψεις ένα επάγγελμα που πρώτα από όλα θέλεις να είναι χρηστικό, να δίνει λύσεις και ταυτόχρονα να γεμίζει τα μάτια!
Ειδικά σε έναν μικρό και κλειστό τόπο, όπως είναι η Κάρπαθος, εκείνα τα χρόνια η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο γινόταν με μεγάλη δυσκολία και οι μαστόροι έπρεπε να είναι καταρχήν δημιουργοί. Και δεν ήταν μόνο οι χοντροδουλειές, ο Κωστής έπαιζε με το σίδερο σα ναταν πλαστελίνη, από παιδί μάζευε μικρά κομμάτια και έφτιαχνε ακόμη και δαχτυλίδια, μα ένα τέτοιο δώρο σκάλισε και χάρισε στη μητέρα του κι εκείνη το φορούσε και καμάρωνε τον καλλιτέχνη γιο της.
Το 1950, 23χρονος σιδηρουργός, ο Κωστής γνωρίζεται με τη Φραγκίτσα, ο έρωτας όχι μόνο χτύπησε, μα κυριολεκτικά έσπασε όλες τις πόρτες μέσα στις καρδιές τους. Ήρθε ο γάμος και σύντομα ακολούθησαν οι δυο τους κόρες.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1968, ο Κωστής θα ταξιδέψει μετανάστης στην Αμερική, μόλις μια βδομάδα θα δουλέψει στα εστιατόρια και τα πιάτα, αμέσως θα βρει μια δουλειά πάνω στη τέχνη του, φτιάχνει κάγκελα σε ένα ιταλικό εργοστάσιο, στη συνέχεια βρίσκει μια ακόμη πιο βαρειά και δύσκολη εργασία, στην συντήρηση δεξαμενών πετρελαίου. Μια δεκαετία ξένος στη μεγαλούπολη ήταν αρκετή, ο Κώστας Σεβδαλής θα επιστρέψει στην Κάρπαθο, άλλωστε αυτός ήταν ο στόχος του, εκεί θα ξανα-ανοίξει το σιδηρουργείο του.
Το χωριό του, οι Μενετές του, είχαν καταφέρει να δεθούν με την καρδιά του, διαρκώς χαϊδευαν το μυαλό του, ίσως ήταν το μοναδικό θέμα που δεν σήκωνε κουβέντες και δεν επέτρεπε χωρατά!
Λάτρευε τις απογευματινές αποσπερίες σε ένα φιλικό σπίτι του χωριού ή άλλοτε καθόταν στο καφενείο και περίμενε κάποιο γνωστό με σκοπό να τον κεράσει, να μάθει νέα και να μοιραστεί μια παλιά ιστορία και να γελάσει με την καρδιά του.
Αμέτρητες φορές θυμήθηκε τα κατορθώματα του Χαλιμά, περιέγραφε με τις πιο μικρές λεπτομέρειες τις περιπέτειες των παλιών γνήσιων Καρπάθιων, μα ήταν εκείνες οι φτωχές εποχές που είχαν ένα χαρακτηριστικό, οι άνθρωποι έστεκαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον.
Από τις 25 Αυγούστου 2017 το νησί σα ναγινε λίγο πιο φτωχό, σα να χάθηκε κάτι από τη μαγεία μιας μικρής και φλύαρης αποσπερίας, μιας βεγγέρας, όπως θα λέγαν λίγο πιο πάνω από τα Δωδεκάνησα, στις Κυκλάδες.
Ο Κώστας Σεβδαλής έφυγε, το πνεύμα του ταξίδεψε, μάλλον για πιο καθάριους τόπους κι εμείς, όσοι απομείναμε πίσω, κοιτάμε βουβοί τη θάλασσα και μοιάζει να βάζουμε στοιχήματα, πως κάτι πρέπει να υπάρχει πέρα από την άκρη του ορίζοντα, που ρυθμίζει τις τύχες μας, ενώ εκείνος κι φευγάτη γενιά του όχι μονάχα τοχαν δει μα πολλές φορές το είχαν ξεπεράσει.
Ήταν στις τελευταίες μέρες σε ένα Αθηναϊκο νοσοκομείο, ο Κώστας κάποια στιγμή αναρωτήθηκε, που είναι τα χρήματα, ήθελε όπως έκανε πάντα να έχει κοντά το πορτοφόλι, να μιλήσει, να κεράσει, να αισθάνεται την αξιοπρέπεια ταυτόσημη με την γνήσια ανθρώπινη επαφή.
Πόσα μυστικά κρύβουν τα σκουριασμένα σίδερα, κρίμα που δεν έχουν βρει τρόπο να μιλήσουν τα άψυχα, όμως ακόμη κι εκείνα που έχουν ψυχή τα προσπερνάμε τόσο βιαστικά που σχεδόν δεν τα βλέπουμε.
Πολύ πρόσφατα, σαν μέσα από ένα όνειρο, ταξίδεψα σε μια βραδυνή καλοκαιρινή αποσπερία, από κείνες τις παλιές, μέσα στα θολά χρώματα του ύπνου ξεχώρισα πολλές φυσιογνωμίες συγγενών, γνωστών και φίλων, ανάμεσα τους κι ο Κώστας Σεβδαλής.
Έλεγαν παλιές ιστορίες, διηγήσεις από άγνωστες περιπετειώδεις ζωές, που χάθηκαν μέσα στα χρόνια, όμως το όνειρο δεν είχε κανένα ήχο! Παραξενεύτηκα, στόματα ανοιγόκλειναν όμως δεν ακουγόταν καμιά φωνή. Ευτυχώς όλα αυτά ήταν θέατρο μέσα στο υγρό μου όνειρο, που τελικά μεταμορφώθηκε σε εφιάλτη.
Ο Κώστας Σεβδαλής, οι αγώνες, οι προσπάθειες της γενιάς του, δεν πρέπει να ξεχαστούν, να παλέψουμε να μη γίνουν ένας βουβός ξεχασμένος μύθος.