Οι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 2024 στο Παρίσι έχουν πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με το εάν θα πρέπει να επιτρέπεται στις μουσουλμάνες αθλήτριες που φορούν μαντίλα να αγωνίζονται. Τον Σεπτέμβριο του 2023, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, υποστηρίζοντας την ελευθερία της θρησκευτικής και πολιτιστικής έκφρασης για όλους τους αθλητές, ανακοίνωσε ότι οι αθλητές που συμμετέχουν στους Αγώνες του Παρισιού του 2024 μπορούν να φορούν χιτζάμπ χωρίς κανέναν περιορισμό.
Οι Γάλλοι αθλητές, ωστόσο, δεσμεύονται από τον αυστηρό διαχωρισμό της θρησκείας -στη Γαλλία- από το κράτος, που ονομάζεται laïcité. Η Γαλλίδα υπουργός Αθλητισμού Amelie Oudea-Castera δήλωσε ότι οι Γάλλοι αθλητές θα απαγορεύεται να φορούν χιτζάμπ κατά τη διάρκεια των αγώνων του Παρισιού προκειμένου να σεβαστούν αυτή τη δέσμευση στην αρχή της laïcité.
Οι οργανώσεις όμως ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι μια τέτοια απαγόρευση παραβιάζει τις θρησκευτικές ελευθερίες των μουσουλμάνων αθλητών, διαιωνίζοντας τις διακρίσεις και την περιθωριοποίηση˙ άλλωστε, κανείς δεν πρέπει να επιβάλλει σε μια γυναίκα αυτό που πρέπει να φοράει ή να μην φοράει. Έτσι αυτή η συζήτηση υπογραμμίζει τη σύγκρουση μεταξύ laïcité και του δικαιώματος έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάποιου. Καίτοι η laïcité ιστορικά υποστήριζε ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, σήμερα αρνείται όλο και περισσότερο τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Πριν από την επανάσταση του 1789, η Γαλλία ήταν μια απόλυτη μοναρχία, όπου η θρησκεία και το κράτος ήταν βαθιά συνυφασμένα. Η στενή σχέση μεταξύ της γαλλικής μοναρχίας και της Καθολικής Εκκλησίας ξεκίνησε όταν ο βασιλιάς Καρλομάγνος στέφθηκε από τον πάπα το 800 μ.Χ. Με την πάροδο των αιώνων, η εκκλησία έγινε πολύ ισχυρή, κατέχοντας γη και ελέγχοντας την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη˙ επίσης σχημάτισε ισχυρές πολιτικές συμμαχίες, με πολλούς ευγενείς να κατέχουν κορυφαίες θέσεις εντός της εκκλησίας.
Μετά την επιτυχία της Γαλλικής Επανάστασης και την κατάργηση της μοναρχίας, οι επαναστάτες εξακολουθούσαν να αγανακτούν με τη θρησκεία λόγω της στενής σχέσης της με το στέμμα, γι’ αυτό και έβλεπαν την εκκλησία ως πηγή αδικίας στην κοινωνία˙ ήθελαν επομένως να μειώσουν την επιρροή της θρησκείας στη δημόσια ζωή και να προωθήσουν τις ιδέες για ελευθερία, δικαιοσύνη και ενότητα. Οπότε, εθνικοποίησαν τις εκκλησιαστικές περιουσίες και εισήγαγαν την ανεξιθρησκεία ώστε να δημιουργήσουν έναν διαχωρισμό μεταξύ θρησκευτικών και κυβερνητικών υποθέσεων. Έκτοτε, η Γαλλία έχει διατηρήσει τη laïcité ως μία από τις βασικές αξίες της δημοκρατίας.
Αλλά η εξέλιξη της laïcité στη Γαλλία συμπίπτει με σημαντικές δημογραφικές αλλαγές στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Καθώς η Γαλλία μεταμορφώθηκε σε ένα διαφορετικό έθνος με διάφορες θρησκείες και εθνότητες, συμπεριλαμβανομένου ενός σημαντικού μουσουλμανικού πληθυσμού, η ερμηνεία και η εφαρμογή της laïcité αντιμετώπισε νέες προκλήσεις. Με εκατομμύρια μετανάστες από πρώην γαλλικές αποικίες στη βόρεια και δυτική Αφρική προς αναζήτηση οικονομικών ευκαιριών, η Γαλλία φιλοξενεί τώρα τη μεγαλύτερη μουσουλμανική κοινότητα στην Ευρώπη, καθώς αποτελεί περίπου το 10% του πληθυσμού της. Αυτή η δημογραφική αλλαγή έχει προκαλέσει συζητήσεις σχετικά με τον ρόλο της θρησκείας στη δημόσια ζωή και τον βαθμό στον οποίο η laïcité πρέπει να προσαρμόζεται στη θρησκευτική ποικιλομορφία. Ενώ η laïcité εισήχθη αρχικά μαζί με αρχές όπως η ελευθερία και η ισότητα, καθώς οι καιροί άλλαξαν, το ίδιο άλλαξε και το νόημά της. Αρχικά, laïcité σήμαινε τη διατήρηση της θρησκείας χωριστά από το κράτος. Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, ερμηνεύεται ότι σημαίνει πως οι πολίτες πρέπει να απέχουν από το να επιδεικνύουν τη θρησκευτική τους ταυτότητα δημόσια. Αυτή η στροφή οδήγησε σε απαγορεύσεις των θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσια σχολεία και χώρους, επηρεάζοντας φυσικά δυσανάλογα τις μουσουλμάνες γυναίκες που φορούν πέπλο.
Ακτιβιστές έχουν υποστηρίξει ότι η σημερινή laïcité αποτελεί απειλή τόσο για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και για τη θρησκευτική ελευθερία˙ κατά την άποψή τους, προωθεί μια στενή άποψη για τις δημοκρατικές αξίες και την εθνική ταυτότητα, απορρίπτοντας τη διαφορετικότητα και στοχοποιώντας άδικα τις μουσουλμάνες γυναίκες που φορούν μαντίλα. Η laïcité μπορεί να θεωρηθεί ως μεροληπτική, αφού φαίνεται να αντιμετωπίζει τα χριστιανικά έθιμα ως μέρος της καθημερινής κουλτούρας, ενώ δείχνει να αντιμετωπίζει ορατά σημάδια άλλων θρησκειών, όπως το χιτζάμπ που φορούν ορισμένες μουσουλμάνες γυναίκες, ως κάτι απαράδεκτο: αυτό σημαίνει ότι τα χριστιανικά σύμβολα και παραδόσεις γίνονται πιο εύκολα αποδεκτά, αλλά τα μη χριστιανικά συχνά δεν επιτρέπονται. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χριστιανικές παραδόσεις επικεντρώνονται κυρίως σε πεποιθήσεις, οι οποίες είναι ιδιωτικές, ενώ οι ισλαμικές και εβραϊκές παραδόσεις δίνουν έμφαση σε πρακτικές, όπως η χρήση μαντίλας, που είναι ορατές. Ως εκ τούτου, η laïcité επηρεάζει τους ανθρώπους διαφορετικά, συχνά στοχεύοντας πιο αυστηρά τα ορατά σημάδια της μη χριστιανικής θρησκείας.
Μια έρευνα του 2023 έδειξε ότι σχεδόν το 80% των Γάλλων μουσουλμάνων πιστεύει ότι οι κοσμικοί νόμοι της χώρας τους εισάγουν διακρίσεις˙ σύμφωνα με την έρευνα, η laïcité επηρεάζει δυσανάλογα τα μουσουλμάνα κορίτσια από περιθωριοποιημένες κοινότητες, διαιωνίζοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Για παράδειγμα, η απαγόρευση της μαντίλας στα σχολεία αναγκάζει τα κορίτσια μουσουλμανικής πίστεως να επιλέξουν μεταξύ της εκπαίδευσής τους και των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, με αποτέλεσμα να αισθάνονται αποκλεισμό και απομόνωση. Αυτή η πολιτική μπορεί να εμποδίσει την ακαδημαϊκή τους απόδοση και την προσωπική τους ανάπτυξη, περιορίζοντας τις μελλοντικές τους ευκαιρίες.
Το 2004 η Γαλλία απαγόρευσε τα θρησκευτικά σύμβολα στα δημόσια σχολεία: η μη κερδοσκοπική οργάνωση Human Rights Watch το επέκρινε ως αδικαιολόγητο περιορισμό στη θρησκευτική πρακτική. Το 2010 η Γαλλία επέκτεινε την απαγόρευση στα καλύμματα κεφαλής που καλύπτουν το πρόσωπο σε δημόσιους χώρους, συμπεριλαμβανομένης της μπούρκας και του νικάμπ, τα οποία είναι ρούχα που φορούν ορισμένες μουσουλμάνες γυναίκες και καλύπτουν το πρόσωπο και το σώμα. Η συζήτηση για το χιτζάμπ πάντως εκτείνεται πέρα από τη σφαίρα του αθλητισμού, αγγίζοντας ευρύτερα ζητήματα ταυτότητας και συμμετοχής στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Για πολλές μουσουλμάνες, το χιτζάμπ δεν είναι απλώς ρούχο, μα και έκφραση θρησκευτικής ταυτότητας και ενδυνάμωσης. Η απαγόρευσή του από τους Ολυμπιακούς Αγώνες θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και άρνηση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν πλήρως στην κοινωνία, παραμένοντας πιστοί στο θρησκευτικό και πολιτιστικό τους υπόβαθρο.
Η απαγόρευση της Γαλλίας όσον αφορά τα θρησκευτικά σύμβολα σε επίσημες αθλητικές δραστηριότητες, είναι κάτι που υπογραμμίζει τον αγώνα για εξισορρόπηση της θρησκευτικής ελευθερίας με τις εθνικές αξίες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα περίπλοκο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου οι ατομικές εκφράσεις των αθλητών συγκρούονται με τους ρόλους τους ως εκπροσώπων των χωρών τους. Άραγε, δεν έχει ένα δίκιο ο Νίτσε όταν λέει πως ελευθερία είναι να μπορείς να έχεις μια κάποια απόσταση από τους άλλους;