«.... Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ δεν είναι η αγαπημένη μου, δεν έχω εμμονή μαζί της, αλλά στην ταινία είναι εξαιρετική. Προτιμώ πιο losers ηθοποιούς, είμαι επιφυλακτική με τους σταρς, δεν μπορώ να τους οικειοποιηθώ, αν και τους θαυμάζω, είναι ξένοι προς εμένα».
Υπογράφει τη σκηνοθεσία του πιο γνωστού έργου του Έντουαρντ Άλμπι και χωρίς αμφιβολία ενός από τα πλέον συζητημένα θεατρικά -στην πορεία και κινηματογραφικά- γεγονότα της δεκαετίας του ’60, με έναν δυνατό θίασο -Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Στέλλα Βογιατζάκη- και υπό τους ήχους του Blaine L. Reininger.
Στην τέταρτη σκηνοθεσία της (και πρώτη στη Στέγη), η Μαρία Πανουργιά καταπιάνεται με το «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», που ανέβηκε πρώτη φορά το 1962 στη Νέα Υόρκη, προκαλώντας αίσθηση και σαρώνοντας τα βραβεία (Tony και Drama Critic’s Circle).
Το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1966 από τον Μάικ Νίκολς, με το θρυλικό, τόσο για τις ερμηνείες τους όσο και για τις μεταξύ του συζυγικές αψιμαχίες, ζευγάρι, Ρίτσαρντ Μπάρτον - Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Η ταινία ήταν υποψήφια για 13 Όσκαρ -η Τέιλορ κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της- και το φιλμ πρόσθεσε ακόμη μεγαλύτερη φήμη στο ήδη διάσημο ανά τον κόσμο έργο.
Δύο ζευγάρια, μία ανθρωποφαγική νύχτα με αλκοόλ που ξεκινά στις δύο τα ξημερώματα, γεμάτη παγίδες, ωμή γλώσσα και αποκαλύψεις και σε πρώτο πλάνο μία αγάπη που μοιάζει ίδια και απαράλλαχτη με καθαρό, άσβεστο μίσος, αυτή του Τζορτζ και της Μάρθας.
-Σκηνοθετείτε το θρυλικό αμερικανικό έργο «χωρίς ψευδαισθήσεις» σημαίνει...;
Το σκηνοθετώ με πάρα πολλές ψευδαισθήσεις. Η φύση του έργου είναι τέτοια, οι ήρωες παίζουν παιχνίδια συνέχεια και στο τέλος μόνο αποκαλύπτεται η αλήθεια. Όλο το έργο είναι γεμάτο ψευδαισθήσεις, στο τέλος μόνο βλέπεις την αληθινή εικόνα. Τα τελευταία λεπτά της παράστασης αντιλαμβάνεται ο θεατής τι έχει συμβεί.
-Έχετε δει παράσταση του έργου; Την ταινία του Νίκολς; Πώς προσεγγίζετε έργα με «βαρύ» παρελθόν, όπως στην περίπτωση του Άλμπι;
Έχω δει την ταινία και την αγαπώ πολύ. Παράσταση δεν έχω δει ποτέ, δεν το είχα διδαχτεί ούτε στη σχολή, δεν είχα ποτέ επαφή με αυτό το έργο. Το καλό με αυτό είναι ότι έχω μια αίσθηση πιο αθώα όσον αφορά στο έργο, από την άλλη χάνεις έμπνευση που θα μπορούσες να έχεις, αν έχεις δει μια παράσταση. Είναι καλό και το να βλέπεις και το να μη βλέπεις. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ δεν είναι η αγαπημένη μου, δεν έχω εμμονή μαζί της, αλλά στην ταινία είναι εξαιρετική. Προτιμώ πιο losers ηθοποιούς, είμαι επιφυλακτική με τους σταρς, δεν μπορώ να τους οικειοποιηθώ, αν και τους θαυμάζω, είναι ξένοι προς εμένα.
-Γιατί επιλέξατε να «τοποθετήσετε» τη δράση σε ένα «ταριχευμένο», όπως λέτε, αστικό σαλόνι των ’60s; (σαν αποστασιοποιημένη καταγραφή κοινωνικού πειράματος εντός συγκεκριμένου πλαισίου).
Έχω φτιάξει ένα σαλόνι που έχει στοιχεία από την εποχή τους έργου, αλλά προσπάθησα και να είναι άχρονο. Σε πρώτη ματιά μοιάζει κανονικό, αλλά όσο το παρατηρείς καλύτερα, δεν μπορείς παρά να προσέξεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν έχει έπιπλα, αντικείμενα, δεν έχει τοίχους. Είναι σαν ένα μέρος που δεν κατοικείται, είναι σαν να είναι σε ένα μουσείο, που αποκτά ζωή μόνο όση ώρα παίζουν οι ηθοποιοί, μετά επιστρέφει στην αδράνεια. Στην αρχή του έργου μπαίνει ο Τζωρτζ και δεν έχει πού να αφήσει το σακάκι του, ή υπάρχει ένας καναπές που δεν κάθεται ποτέ κανείς. Δεν ήθελα να είναι ρεαλιστικό, οι παραστάσεις μου θέλω να έχουν στοιχεία ρεαλιστικά αλλά να είναι φανερό ότι πρόκειται για θεατρική συνθήκη.
-Ο τρόπος με τον οποίον κατασπαράσσονται τα ζευγάρια ίδιος δεν είναι; Με την ίδια μανία δεν διαλύουν από κτίσεως κόσμου ο ένας τον άλλον μέχρι τελικής πτώσης;
Είναι ακριβώς ίδιος, δεν έχει αλλάξει δυστυχώς. Γι′ αυτό το έργο θα είναι πάντα επίκαιρο, εκτός αν συμβεί κάτι και αλλάξει η ανθρωπότητα.
-Είναι μια ιστορία για την εξουσία ή μια ιστορία για την αγάπη;
Μια ιστορία αγάπης.
-Σε ποιον χαρακτήρα είναι περισσότερο αφοσιωμένος ο Άλμπι, στον Τζορτζ ή στη Μάρθα;
Και στους δύο ισάξια.
-Υπάρχει κάποιος που δεν φοβάται τον μεγάλο, κακό λύκο;
Όχι, δεν υπάρχει κανένας που δεν φοβάται. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που μας προστατεύει και μας εμποδίζει. Δεν γίνεται να μην υπάρχει. Στο έργο βέβαια αν φοβάται κάποιος κάτι, αυτό είναι το κενό που έχει μέσα του. Ο Άλμπι δημιουργεί μια επίφαση ρεαλισμού, αλλά ενσωματώνει στο έργο του πράγματα πολύ ανοιχτά και μεταφυσικά.
Ο τίτλος του έργου είναι παράφραση του τραγουδιού «Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?» που ακουγόταν στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney Τα τρία γουρουνάκια (Three Little Pigs, 1933). Ο Έντουαρντ Άλμπι αντικαθιστά τον «λύκο» (wolf) με το όνομα της Αγγλίδας αυτόχειρα συγγραφέως Virginia Woolf, παραπέμποντας στο ερώτημα «Ποιος δεν φοβάται μια ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις;»
Info
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Συγγρού 107
«Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Έντουαρντ Άλμπι
Παραστάσεις: 12 έως 30 Δεκεμβρίου 2018
Μικρή Σκηνή
Συντελεστές
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία: Μαρία Πανουργιά
Σύμβουλος Δραματουργίας: Τάσος Κουκουτάς
Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Επιμέλεια Κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Μουσική & Ήχος: Blaine L. Reininger
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ράνια Καπετανάκη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Κέλλυ Παπαδοπούλου
Κομμώσεις: Χρόνης Τζήμος
Κατασκευή Κοστουμιών: Δάφνη Τσακώτα
Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (George), Λένα Κιτσοπούλου (Martha), Γιάννης Παπαδόπουλος (Nick), Στέλλα Βογιατζάκη (Honey)
Εκτέλεση παραγωγής: Ελένη Κοσσυφίδου / Blackbird production
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Με αγγλικούς υπέρτιτλους το Σάββατο 15, την Κυριακή, το Σάββατο 22 και την Κυριακή 23 Δεκεμβρίου.
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 21:00
Εισιτήρια
Κανονικό: 7, 15 €
Μειωμένο, Φίλος, Παρέα 5-9 άτομα: 12 €
Παρέα 10+ άτομα: 11 €
Κάτοικος Γειτονιάς: 7 €
Ανεργίας, ΑμεΑ: 5 € | Συνοδός ΑμεΑ: 8 €
Ομαδικές κρατήσεις στο groupsales@sgt.gr