Από εφημερίδα Έθνος
«Μας έδερναν ασταμάτητα. Κλωτσιές και μπουνιές στο κεφάλι. Στο τέλος ο ένας από τους αστυνομικούς έβαλε τις χειροπέδες στη γροθιά του και μου έριξε το τελειωτικό χτύπημα».
Με τα λόγια αυτά περιγράφει στο «Έθνος» ο 23χρονος Μυκονιάτης, Ν.Π., την επίθεση που καταγγέλλει ότι δέχθηκε μαζί με τον ξάδερφό του τα ξημερώματα της Κυριακής από κλιμάκιο αστυνομικών της Ασφάλειας Αττικής, έξω από γνωστό κλαμπ στο νησί των ανέμων. Οι δύο Μυκονιάτες διασκέδαζαν στο νυχτερινό μαγαζί, όπως και οι αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν μεταβεί στο νησί ως ενισχυτική δύναμη στο τοπικό Τμήμα.
Ο 20χρονος ξάδερφος του Ν.Π έχει τραυματιστεί πιο σοβαρά και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στην κάτω γνάθο στο νοσοκομείο Γεννηματάς. «Πήγαμε για ποτό στο μαγαζί. Εκεί αντιληφθήκαμε ότι μία παρέα μας κοιτάζει επίμονα και μας σχολιάζει. Ρώτησα τον υπεύθυνο ‘ποιοι είναι αυτοί;’ και μου απάντησε ‘είναι της Ασφάλειας, μη μπλέξετε, καλύτερα να φύγετε‘. Στις 6.30 το πρωί πήγαμε να φύγουμε. Βγαίνοντας μας ακολούθησαν. ‘Θέλω να σου πω‘, είπε ο ένας από αυτούς στον ξάδερφό μου. Εγώ του είπα να μην πειράζει το ‘μικρό’ και τότε με χαστούκισε. Προσπαθήσαμε να φύγουμε αλλά μας είπαν ‘που πάτε; Σας είπαμε να φύγετε;‘. Μετά άρχισε η επίθεση. Αλλού έδερναν εμένα και αλλού τον ξάδερφό μου, τον οποίο έχασα. Με φτύσανε στο πρόσωπο και μετά ξεκίνησαν οι κλωτσιές και οι μπουνιές στο κεφάλι.‘Έχεις πιει τις γραμμές σου και δεν ξέρει τι λες;‘, μου είπαν. Εν τω μεταξύ, το αλκοτέστ που μου έκαναν έδειξε ότι ήμουν κάτω από το επιτρεπόμενο όριο. Το δυνατότερο χτύπημα ήταν με τις χειροπέδες, που τις χρησιμοποίησε ένας σαν σιδερογροθιά. Μετά το ξυλοδαρμό θυμάμαι έναν να μου λέει ‘αύριο μη σε δω στο νησί», λέει 23χρονος. Ο κ. Δημήτρης Αναστασόπουλος, δικηγόρος του δεύτερου Μυκονιάτη, δηλώνει ότι «οι αστυνομικοί δεν προκλήθηκαν. Γι’ αυτό και είναι αποκλειστικά οι υπαίτιοι».
Τελείως διαφορετική εικόνα παρουσίασαν στις καταθέσεις τους οι τέσσερις εμπλεκόμενοι αστυνομικοί. Το «Έθνος» παραθέτει την κατάθεση ενός εξ αυτών: «Εκτελούσα διατεταγμένη υπηρεσία ελέγχων ασφαλείας μαζί με συναδέλφους μου. Μετά τη λήξη της υπηρεσίας, στις 3.00 το πρωί, αποφασίσαμε να αλλάξουμε ρούχα και να βγούμε μία βόλτα. Περάσαμε έξω από νυχτερινό κέντρο που είχε ακόμα κόσμο και αποφασίσαμε να μπούμε. Στην είσοδο του υπήρχαν δύο άντρες που υποδέχονταν τον κόσμο. Περνώντας από μπροστά τους πιθανόν αντιλήφθηκαν την ιδιότητά μας γιατί είμαστε καιρό στο νησί και διενεργούμε ελέγχους. Ακούσαμε ψιθύρους να λένε μεταξύ τους ‘παραφούσκωσαν οι μπάτσοι και ήρθαν και στο μαγαζί μας τώρα‘. Στη συνέχεια, διαπιστώσαμε πως οι δύο άντρες ακολουθούν τις κινήσεις μας με το βλέμμα τους, δείχνοντας και σε άλλους θαμώνες ποιοι είμαστε. Αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε διότι ήμασταν ανεπιθύμητοι, αν και είχαμε παραγγείλει και πληρώσει. Όταν φτάσαμε στην έξοδο οι δύο άντρες, μαζί με έναν τρίτο, εμφανίστηκαν από την έξω μεριά του καταστήματος και άρχισαν να λένε ‘που πάτε ρε κ...μπατσοι; Δε σας άρεσε το μαγαζί μας και φεύγετε; Μας έχετε γ... όλο το καλοκαίρι, τώρα θα σας γ... εμείς’. Τότε δηλώσαμε την ιδιότητά μας και είπαμε ότι δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε πρόβλημα. Τελικά βγήκαμε έξω. Ο ένας έβγαλε τότε τη ζώνη του και άρχισε μία ασταμάτητη επίθεση σε βάρος μας. Επιχειρήσαμε να τους συλλάβουμε αλλά συνέχιζαν τα χτυπήματα».