Διανύουμε την τέταρτη δεκαετία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η μεταβλητή της κατανομής ισχύος εξακολουθεί να ερμηνεύει τις βασικές τάσεις στο διεθνές σύστημα, όπως άλλωστε συνέβαινε διιστορικά. Ο λόγος, που ο διπολισμός της περιόδου 1945-1990 υπογραμμίζεται ως ορόσημο, έγκειται στην υπεραισιοδοξία, η οποία κυριάρχησε μετά το τέλος του, αλλά έχει πλειστάκις καταδειχθεί ότι δεν επιβεβαιώνεται. Με αφορμή τις μείζονος σημασίας εξελίξεις στον πλανήτη, επαληθευθεί ότι πλέον η ανακατανομή ισχύος επαναπροσδιορίζει ρόλους, θέσεις και διακυβεύματα, ενώ η προσαρμοστικότητα των δρώντων στη νέα πραγματικότητα θα καθορίσει και το ίδιο το μέλλον τους.
Η δυναμική στάση της Κίνας στην περίπτωση της Ταϊβάν αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα.
Άραγε το Πεκίνο θα επιδείκνυε τα ίδια αντανακλαστικά, αν ένας Αμερικανός αξιωματούχος, όπως η Νάνσυ Πελόζι σήμερα, εξέφραζε την επιθυμία να επισκεφθεί την Ταϊβάν και κατ’ επέκταση να νομιμοποιήσει την καθεστηκυία τάξη πριν δύο ή τρεις δεκαετίες; Πιθανότατα όχι, καθώς το χάσμα ισχύος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας έχει σαφώς μειωθεί. Το Πεκίνο αισθάνεται αρκετά ισχυρό, ώστε να θέτει όρια και συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές.
Από την άλλη πλευρά, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Γιατί οι ΗΠΑ επέλεξαν την παρούσα γεωπολιτική συγκυρία για να «εκθέσουν» την Κίνα; Η τάση διαχωρισμού του κόσμου σε «καλά» και «κακά» παιδιά ή, με άλλα λόγια, σε «δυνάμεις υποστήριξης του status quo» και «αναθεωρητικές δυνάμεις» κατά τα πρότυπα του Μεσοπολέμου, εκπορεύεται εκ των πραγμάτων από τον κυρίαρχο πόλο της παρούσας κατανομής προς αποσόβηση ή μετριασμό της εξελισσόμενης ή επιχειρούμενης ανακατανομής ισχύος.
Κατά συνέπεια, το στρατηγικό εγχείρημα αφορά την τοποθέτηση της Κίνας στο ίδιο κάδρο με την «αναθεωρητική» Ρωσία και εφόσον, το Πεκίνο δεν κάνει κάτι για να το καταστήσει σαφές επικοινωνιακά, θα επιχειρήσουμε εμείς να εξωθήσουμε τις καταστάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν πρόκειται για μια λανθασμένη ή ανορθολογική στρατηγική, αλλά δύναται να τονισθεί ότι πρόκειται για μια καθυστερημένη στρατηγική. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αναλυτές προειδοποιούσαν για την ανάδυση του σινικού πόλου ισχύος ήδη προ δύο δεκαετιών και εντούτοις, η ισχυροποίηση της Κίνας συνεχιζόταν κανονικά με τη βοήθεια δυτικών κεφαλαίων.
Η αιτία συνυφάνθηκε με τη μεταψυχροπολεμική απώλεια των στρατηγικών ενστίκτων, η οποία οδήγησε στην καταφανώς ανορθολογική ύβρη της υπερεξάπλωσης και της αγνόησης της δυναμικής δημιουργούμενης από την οικονομική ισχυροποίηση συγκεκριμένων δρώντων. Κατά τη βασική έννοια, υποτιμήθηκε η οικονομική άνοδος δυνητικών ανταγωνιστών, χάριν του προσπορισμού σημαντικών κερδών από κέντρα οικονομικής ισχύος των ίδιων των κυρίαρχων δυτικών οικονομικών δρώντων, ενώ η διαχείριση των συνεπειών του ανορθολογισμού μετατίθετο στο διηνεκές.
Εν ολίγοις, όπως συνέβη πολλάκις στη διαδρομή της διεθνούς πολιτικής, διαπιστώθηκε παραμέληση του παράγοντα της κατανομής ισχύος και του βαθμού, στον οποίο είναι σε θέση να επανακαθορίσει τις εξελίξεις. Το ίδιο παρατηρείται, εν πολλοίς, και στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όπου η παγίδευση της Μόσχας σε έναν πόλεμο φθοράς – με τις υποτιθέμενες απώλειες ύψους 15 δισ. ευρώ ημερησίως και τις «βαθυστόχαστες αναλύσεις» της δύσης κατά την έναρξη του πολέμου ότι «οι ρωσικοί πύραυλοι επαρκούν για 3-4 ημέρες» – έχει φθάσει πλέον να στραγγαλίζει οικονομικά την ίδια την Ευρώπη.
Η στρατηγική προσαρμογή είναι το διακύβευμα, όχι της επόμενης αλλά της σημερινής ημέρας, με το κεντρικό πρόβλημα να έγκειται στο γεγονός ότι η όποια θεωρούμενη ως «ενιαία» δύση αντιμετωπίζει τις αναδυόμενες απειλές της πρωτοκαθεδρίας της με ετεροχρονισμένες – προ δεκαετίας ή δύο δεκαετιών χρονολογούμενες – αναλύσεις όσον αφορά την κατανομή ισχύος.