
Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι οι λαοί που δεν γνωρίζουν την ιστορία τους, δεν τη θυμούνται ούτε διδάσκονται από τα παθήματά τους, καταλήγουν να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη και, ως εκ τούτου, δεν έχουν μέλλον.
Μια από τις πιο επιτακτικές, αλλά και μακάβριες, υπομνήσεις αυτής της αλήθειας βρίσκεται χαραγμένη στην είσοδο του Άουσβιτς: «Οι λαοί που δεν θυμούνται την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν». Αν και η επιγραφή αυτή αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων, το μήνυμά της ισχύει και για εμάς. Το έθνος μας υπέστη γενοκτονίες από τους Τούρκους, ωστόσο μόλις το 1994 η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ποντίων, το 1996 των Αρμενίων και το 1998 των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Παρ’ όλα αυτά, ο φάκελος της Κύπρου παραμένει ακόμη ανοιχτός.
Είναι γεγονός ότι η Πολιτεία καταβάλλει ελάχιστες προσπάθειες για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Αντί να ενισχύει τη διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία και να διασφαλίζει την ύπαρξη αξιόπιστων σχολικών βιβλίων, πολλές φορές επιτρέπει τη διαστρέβλωση των γεγονότων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιβόητη αναφορά στον «συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης» σε σχολικό εγχειρίδιο, όπου μια σφαγή αποδόθηκε με όρους ασαφείς και παραπλανητικούς. Το αποτέλεσμα είναι η μεγάλη έλλειψη ιστορικών γνώσεων στους νέους.
Το κενό αυτό επιχειρούν να καλύψουν διάφοροι σύλλογοι μέσω ιδιωτικών πρωτοβουλιών, όμως η σύνθεσή τους αποτελείται κυρίως από γηραιότερα μέλη, με ελάχιστη συμμετοχή της νεολαίας. Την ίδια στιγμή, οι γειτονικές χώρες αξιοποιούν την πολιτιστική διπλωματία προβάλλοντας τα ιστορικά γεγονότα σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά του Ρακιντζή στις 24/9/24 («Famagusta και η σύγχρονη πολιτιστική διπλωματία»), όπου επισημαίνεται η στρατηγική αυτή, που τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές, οι οποίοι καθορίζουν και τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας.
Υπάρχουν γεγονότα που, με τις παράπλευρες συνέπειές τους, άλλαξαν μακροχρόνια τον ρου της ιστορίας. Στη μακραίωνη, άνω των 3.000 ετών, ελληνική ιστορία συναντάμε πολλά τέτοια κομβικά σημεία—θετικά ή αρνητικά—τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν άγνωστα ή οι συνέπειές τους έχουν υποτιμηθεί, πολλές φορές για πολιτικούς λόγους. Αυτή η πρακτική συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με το ψευδεπίγραφο επιχείρημα ότι δεν πρέπει να διαταραχθούν τα «ήρεμα νερά» στις σχέσεις με τη γείτονα χώρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υποχώρησή μας στην περίπτωση της Κάσου, κατά την έρευνα για την ηλεκτρική σύνδεση με την Κύπρο. Με αυτή την ενέργεια, αναγνωρίσαμε de facto στην Τουρκία την επικυριαρχία της ανοικτής θάλασσας στο Αιγαίο Πέλαγος—μια πραγματικότητα που ισχύει από τότε. Παρόμοια περίπτωση καταγράφηκε πρόσφατα στα ανοικτά της Κρήτης, ενώ το ίδιο μοτίβο ακολουθήθηκε και στην υπόθεση των Ιμίων, όπου η περιοχή ουσιαστικά «γκριζαρίστηκε».
Οι αντίθετες ανακοινώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών δεν πείθουν, καθώς διαψεύδονται από τα ίδια τα γεγονότα (venire contra factum proprium).
Κατά την προσωπική μου άποψη, μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές που συνέβαλαν στην πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας—αν και παραμένει άγνωστη στους μη επαΐοντες—ήταν η συμμαχία που σύναψε ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ′ Κατακουζηνός (1341-1354) με τους Οθωμανούς Τούρκους. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου για τη διεκδίκηση του θρόνου, ο Κατακουζηνός ζήτησε τη βοήθεια μιας τουρκικής ορδής που ζούσε στην περιοχή της Προύσας. Οι Οθωμανοί πέρασαν για πρώτη φορά τον Ελλήσποντο, πολέμησαν στο πλευρό του στη Θράκη και, τελικά, εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από σεισμό θρακική πόλη της Καλλίπολης.
Έτσι ξεκίνησε η οθωμανική εισβολή στη Θράκη, η οποία εξελίχθηκε στη δημιουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και έφτασε στο σημείο να απειλήσει ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία σώθηκε από τον Πολωνό βασιλιά Σομπιέσκι κατά την πολιορκία της Βιέννης το 1683 (και όχι 1679).
Φαίνεται, όμως, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διδάσκεται από τα παθήματα του παρελθόντος. Σήμερα, διαπραγματεύεται τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, αγνοώντας τη μεθοδευμένη προσπάθειά της να ανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό νέο μανδύα. Το τουρκικό δόγμα είναι σαφές: όπου πατάει ο τουρκικός στρατός, δεν φεύγει. Αυτό επιβεβαιώνεται στην Κύπρο, τη Συρία και αλλού.
Κι όμως, εμείς παραμένουμε άπραγοι και άβουλοι, αδυνατώντας να λάβουμε ακόμα και τα ελάχιστα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψουμε αυτή την απειλή, η οποία συνιστά σοβαρό γεωπολιτικό κίνδυνο για ολόκληρη την περιοχή.
Με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, εκφράστηκε η πρόθεση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από το ΝΑΤΟ και από την αμυντική προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σήμαινε ότι η Ευρώπη θα έπρεπε πλέον να αναλάβει η ίδια την άμυνά της, με σταδιακή αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας—ένα τεράστιο οικονομικό βάρος.
Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε πανικό στην Ευρώπη, καθώς, λόγω της μακράς ειρήνης και της προστασίας που παρείχαν οι ΗΠΑ, τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν παραμελήσει τους εξοπλισμούς τους. Σε αυτό το πλαίσιο, συγκλήθηκε στο Λονδίνο διάσκεψη με τη συμμετοχή 22 ευρωπαϊκών κρατών. Αν και η Τουρκία προσκλήθηκε, η Ελλάδα αποκλείστηκε χωρίς καμία επίσημη εξήγηση. Στη διάσκεψη αποφασίστηκε η διάθεση 800 δισ. ευρώ για εξοπλιστικά προγράμματα των χωρών της Ε.Ε., εκ των οποίων το 65% προορίζεται για αγορές από ευρωπαϊκές χώρες, ενώ προβλέφθηκε και χρηματοδοτικό εργαλείο ύψους 150 δισ. ευρώ.
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευτεί αυτά τα κονδύλια για να αναπτύξει την αμυντική της βιομηχανία, η οποία, λόγω του πελατειακού κράτους, κατέγραφε διαχρονικά ζημίες.
Δεν θεωρώ ότι η Ρωσία έχει επεκτατικές βλέψεις προς τη Δυτική Ευρώπη. Ο στρατηγικός της στόχος παραμένει η ανασύσταση της παλιάς Ρωσικής–Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και η ενσωμάτωση των χωρών που υπήρξαν μέλη της. Παράλληλα, διαχρονικά επιδιώκει την έξοδό της στα θερμά ύδατα της Μεσογείου, ιδίως μετά την αποδυνάμωση της παρουσίας της στη Συρία.
Αυτός ο γεωπολιτικός σχεδιασμός αποτελεί διαχρονικά το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα»: δηλαδή, η Ρωσία επιδιώκει την πρόσβαση στη Μεσόγειο μέσω της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι Αγγλοσάξονες, για πάνω από 250 χρόνια, επιχειρούν να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη. Στο πλαίσιο αυτό, υπερασπίστηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ακόμη και με πόλεμο—χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Αργότερα, η ίδια τακτική συνεχίστηκε με την υποστήριξη της Τουρκίας, η οποία μέσω του ελέγχου των Στενών των Δαρδανελίων μπλόκαρε τη ρωσική έξοδο στη Μεσόγειο.
Φαίνεται ότι ο Τραμπ δεν είναι πλέον στο «παιχνίδι», καθώς επιδιώκει συμμαχία με τη Ρωσία εναντίον της Κίνας.
Μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία είχε εξοπλιστεί αποκλειστικά για αμυντικό πόλεμο. Ωστόσο, σήμερα, λόγω της οικονομικής της ισχύος, του γερμανικού επανεξοπλισμού και της πολιτικής στροφής προς τα δεξιά, εάν αποκτήσει επιθετικές στρατιωτικές δυνατότητες και συνεργαστεί με την παλιά της σύμμαχο, την πάνοπλη Τουρκία—της οποίας τα στρατεύματα θα βρίσκονται εντός Ευρώπης—ενδέχεται να διαμορφωθεί ένα εντελώς νέο γεωπολιτικό σκηνικό.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων, ως αποτέλεσμα διαχρονικών λαθών των πολιτικών ηγεσιών της.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής, Αρεοπαγίτης ε.τ.