Γιατί, αλήθεια, είναι δυνατόν να είσαι ώρες στη θάλασσα να παλεύεις με τα κύματα με ένα σώμα γεμάτο εγκαύματα και να μην εμφανίζεται βοήθεια από πουθενά; Σκοτάδι πίσσα, κάπνα, κύματα και αφόρητοι πόνοι. Γιατί, αλήθεια, είναι δυνατόν να εκτρέπουν οι αρμόδιοι την κίνηση από τη Λεωφόρο Μαραθώνος στο δρόμο που περνάει μέσα από το Μάτι; Γιατί, αλήθεια, είναι δυνατόν να ενημερώνει η κυβέρνηση της Δανίας την Ελλάδα ότι κινδυνεύουν άνθρωποι στη θάλασσα;
Εξι χρόνια μετά την αδιανόητη τραγωδία στο Μάτι και καθώς μετράμε αντίστροφα για την δικαστική απόφαση στις 29 Απριλίου 2024, οι σκηνές της δεύτερης μεγαλύτερης τραγωδίας σε αριθμό θυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, με δεκάδες νεκρούς, τραυματίες και εγκαυματίες μέσα σε μόλις 2,5 ώρες, της τραγωδίας που συνέβη το καλοκαίρι του 2018 στο Μάτι, ζωντανεύουν με τον πιο δραματικό και, διαπεραστικό στη συνείδηση, τρόπο, μέσα από τη δύναμη της μαρτυρίας.
Ο λόγος για το βιβλίο «Μάτι 23 Ιουλίου 2018» της Μαρίνας Καρύδα (εκδόσεις Παπαδόπουλος) που παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη 24 Απριλίου σε έναν κατάμεστο Ιανό ενώπιον ενός ακροατηρίου που βίωνε μέσα από απόλυτη σιγή στιγμές που έχουν χαραχθεί στον ψυχισμό για πάντα. Ανθρωποι που έζησαν τα τραγικά γεγονότα, που μέτρησαν απώλειες και που κάθε μέρα κάνουν μέσα τους ένα δικαστήριο και θα συνδέονται μ′ αυτό μέχρι να φύγουν από την ζωή, ήταν εκεί.
«Εχει σημασία να αποδοθεί η δικαιοσύνη και για το Μάτι και για τα Τέμπη. Όταν χάνονται ανθρώπινες ζωές από συσσωρευμένα λάθη, το μόνο που απομένει είναι η απόδοση της δικαιοσύνης. Γιατί αλλιώς η ατιμωρησία σιγοκαίει και η ευθύνη που διαρκώς εκτροχιάζεται αναπαράγει μόνο θύτες και θύματα», συνόψισε, μεταξύ άλλων, η δημοσιογράφος Μαρία Κατσουνάκη, μεταξύ των ομιλητών της παρουσίασης που συντόνισε ο δημοσιογράφος και διεθυντής της HuffPost Greece, Αντώνης Φουρλής. Στο πάνελ βρέθηκαν επίσης ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου, ο Τάσος Αθανασόπουλος, προσωπική μαρτυρία του οποίου περιλαμβάνεται στο βιβλίο και η συγγραφέας του, Μαρίνα Καρύδα.
Αντώνης Φουρλής: «Η πυροσβεστική δεν είναι ταξί κυρία μου...» - Ειπώθηκε το 2018 και θυμίζει ανατριχιαστικά το 2024
Ακριβώς αυτό το γεγονός, ότι η συγκεκριμένη παρουσίαση έγινε κυρίως ή σχεδόν μόνο από δημοσιογράφους χωρίς πολιτικά πρόσωπα και παρεμβάσεις «που συνήθως δεν βοηθούν να διατηρήσουμε τη νηφαλιότητά μας και να σκεφτούμε την ουσία», σχολίασε ο Αντώνης Φουρλής ανοίγοντας την εκδήλωση για να αναφερθεί στη συνέχεια στη σχέση της συγγραφέως με το Μάτι. «Ενας έρωτας στη ζωή της Μαρίνας που προέκυψε», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Ως κάτοικος, λοιπόν, της περιοχής, είχε το πλεονέκτημα της ακριβούς γνώσης της βιογραφίας και των λεπτομερειών της γεωγραφίας στο Μάτι αλλά και της δυνατότητας να εξηγήσει τη ρυμοτομία του τόπου που αναπτύσσεται σαν «μπακλαβάς», όπως χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του, από λεωφόρο Μαραθώνος ως τη θάλασσα, γνωρίζοντας τα δρομάκια, τις λεπτομέρειες, τις διόδους που ήξεραν οι άνθρωποι για να βγουν την κρίσιμη ώρα κοντά στο νερό.
«Από το 2018 και μετά η Μαρίνα είναι ένας εθελοντής άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης: Εθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία εγκαυματιών», είπε ακόμα ο Αντώνης Φουρλής. «Μαζί με τον Αλέξη Ανδρονόπουλο έφτιαξαν την Salvia Burn Association, κάτι για το οποίο τους θαυμάζω κι εξακολουθεί από τότε μέχρι σήμερα να βοηθά αυτούς που το κράτος δεν έχει βοηθήσει στο βαθμό που θα όφειλε».
Ο συντονιστής έκλεισε τη δική του ομιλία αναφέροντας τη φράση που περιλαμβάνεται σε μαρτυρία της σελίδας 77 του βιβλίου: «Η πυροσβεστική δεν είναι ταξί κυρία μου...» Οπως επεσήμανε ο Αντώνης Φουρλής, ειπώθηκε το 2018 και θυμίζει το 2024 με ανατριχιαστικό και θλιβερό τρόπο:
(Απόσπασμα από το βιβλίο)
Γυναίκα: Είμαι μόνη μου εδώ και έχω εγκλωβιστεί, δεν
μπορώ να φύγω.
Πυροσβ.: Ψυχραιμία.
Γυναίκα: Και καίγονται όλα!
Πυροσβ.: Ωραία. Νερό έχετε εκεί; Κάποια βρύση;
Γυναίκα: Έχουν καεί τα λάστιχα.
Πυροσβ.: Μάλιστα. Εντάξει. Οκέι.
Γυναίκα: Σας παρακαλώ, ελάτε το συντομότερο.
Πυροσβ.: Δεν είναι ταξί, κυρία μου, να το παραγγείλουμε.
Μαρία Κατσουνάκη: Διαβάζοντας το βιβλίο, κρατούσα στα χέρια μου κάτι αδιανόητα καυτό και δεν ήξερα πού να το αποθέσω
«Τι κάνεις με το βίωμα; Το μοιράζεσαι, το αποσιωπάς, το εξομολογείσαι, το μετασχηματίζεις σε κάτι άλλο; Τι κάνεις;», αναρωτήθηκε φωναχτά η Μαρία Κατσουνάκη.
«Θα σας πω τι έκανα εγώ διαβάζοντας το βιβλίο της Μαρίνας Καρύδα», έδωσε την απάντηση, «Δεν άντεξα. Δεν άντεχα τις γραπτές μαρτυρίες. Σταματούσα. Έπινα νερό, γιατί στέγνωνε ο λαιμός μου, περπατούσα, έβλεπα μια ταινία, επέστρεφα. Δεν άντεχα τη συνεχή ανάγνωση. Κρατούσα στα χέρια μου κάτι αδιανόητα καυτό, και δεν ήξερα πού να το αποθέσω. Ούτε καν να το διηγηθώ σε κάποιον μπορούσα. Το μόνο που μπορούσα να μοιραστώ ήταν τα εντυπωσιακά στοιχεία για τους εγκαυματίες και τις ελλιπέστατες συνθήκες περίθαλψης τους στην Ελλάδα, για τα οποία με ενημέρωσε η Μαρίνα Καρύδα, συνιδρύτρια της Salvia Burn Association. Και οι άνθρωποι έμεναν με το στόμα ανοικτό. Δεν ήξεραν. Μα είναι δυνατόν; Αναρωτιόντουσαν...», ανέφερε μεταξύ άλλων η δημοσιογράφος για να καταλήξει:
«Ευτυχώς που Δανοί τουρίστες καλούν μέσω του 112 στην πατρίδα τους. Ευτυχώς που Αιγύπτιοι ψαράδες έσπευσαν από την Ραφήνα με τα καΐκια τους και βοήθησαν στην περισυλλογή ζωντανών και νεκρών...»
Τάσος Αθανασόπουλος: Ενα μνημείο πεσόντων, ταλαιπωρηθέντων και βασανισθέντων και μάλιστα άνευ λόγου και αιτίας τελικά
Ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος είναι ένας απ′ όσους επλήγησαν βαθιά από την πυρκαγιά στο Μάτι. Βρήκε τη μητέρα του απανθρακωμένη με μοναδικό στοιχείο αναγνώρισης της σορού της το δαχτυλίδι της. «Είμαι ένας απ′ όλους αυτούς που ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν, τους έμεινε το ψυχικό κατάλοιπο όλης αυτής της περιπέτειας και που εμείς μέσα μας, κάθε μέρα, δικάζουμε. Κάθε μέρα μέσα μας κάνουμε ένα δικαστήριο και θα συνδεόμαστε μ′ αυτό μέχρι να πεθάνουμε. Πρόκειται για ένα μνημείο πεσόντων, ταλαιπωρηθέντων και βασανισθέντων και μάλιστα άνευ λόγου και αιτίας τελικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος αναφέρθηκε στην τεράστια πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917 που, ωστόσο, δεν είχε ούτε ένα νεκρό. «Μια πόλη καταστράφηκε και 77.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Υπήρξε τέτοια καταστροφή αλλά ούτε ένας νεκρός. Κατά τας γραφάς υπήρξαν τρεις Γάλλοι στρατιώτες που βρέθηκαν μεθυσμένοι σε ένα υπόγειο καπηλειό και κάηκαν. Δεν υπήρχε Ελληνας, Εβραίος ή Τούρκος που να κάηκε σε μια τέτοια πυρκαγιά. Εκατόν ένα χρόνια μετά κατορθώσαμε σαν σύγχρονο κράτος και πολιτισμένη δομή με την τεχνολογία που έχουμε να κάψουμε 104 ανθρώπους να έχουμε 58 εγκαυματίες και αμέτρητους τραυματισμένους ψυχικά δια βίου», είπε.
Τάσος Τέλλογλου: Το οικόπεδο με τα 26 θύματα είναι ένα σημείο όπου οι τελευταίες αμφιβολίες για το τι έγινε εκεί κονιορτοποιήθηκαν
«Στις 23 Ιουλίου 2018 έλειπα από την Αθήνα και όταν γύρισα ζήτησα από τον συνάδελφό μου, Γιάννη Παπαδόπουλο, να πάμε στο Μάτι. Και πήγαμε με το αυτοκίνητο του Γιάννη κι εγώ αποφάσισα να πάω από την παραλία στο οικόπεδο με τα 26 θύματα. Και σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω για το οικόπεδο», ανέφερε ο Τάσος Τέλλογλου που ασχολήθηκε συστηματικά με την πυρκαγιά κι είναι ένας εκ των συντελεστών του «Παρατηρητηρίου για το Μάτι».
«Πιστεύω ότι εκείνο το βράδυ κανένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (οι Δήμοι, οι Πυροσβεστική, τα Μέσα Ενημέρωσης, η πολιτικοί με την ευρύτερη έννοια, το Λιμενικό), δεν είχε εικόνα του τι γίνεται στο Μάτι. Η εικόνα αποκαλύφθηκε την άλλη μέρα στις 7.15 το πρωί. Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε όλοι. Γι′ αυτό θεωρώ ότι το οικόπεδο είναι ένα σημείο όπου οι τελευταίες αμφιβολίες για το τι έγινε εκεί κονιορτοποιήθηκαν με έναν δραματικό τρόπο», είπε ο Τάσος Τέλλογλου. Και συμπλήρωσε:
«Οταν ψάχναμε να δούμε τι πληροφορίες έπαιρνε ο ΣΚΑΪ, στον οποίο δούλευα τότε, από την Πυροσβεστική στις 23/7/18 στις 18.15 το απόγευμα (σημειωτέον, η φωτιά είχε μπει ήδη στο Μάτι, έκαιγε σπίτια, ανθρώπους κτλ), η πυροσβεστική ενημέρωνε ότι η φωτιά πηγαίνει προς Καλλιτεχνούπολη».
Ο ίδιος διάβασε μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες στο βιβλίο, τη μαρτυρία ενός από τους επιζώντες στο οικόπεδο που κάηκαν 26 άνθρωποι. Το απόγευμα της 23 Ιουλίου, ο Σα Ναβάς από το Πακιστάν που εργαζόταν στην περιοχή, πέρασε την σιδερένια πόρτα του οικοπέδου μαζί με τους 26 ανθρώπους που απανθρακώθηκαν. Ξάπλωσε δίπλα στα πτώματα για να σωθεί και τελικά βγήκε ζωντανός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να κατευθυνθώ προς το Κόκκινο Λιμανάκι και στρίβω στον χωματόδρομο. Βλέπω στα αριστερά μου την πρώτη πόρτα του οικοπέδου κλειστή.
Μερικά μέτρα πιο κάτω βλέπω, τη δεύτερη πόρτα ανοικτή και έναν ηλικιωμένο να στέκεται στην είσοδο και να φωνάζει σε όποιον ερχόταν, να μπει μέσα και να τρέξει προς τη θάλασσα. Η ομάδα των ανθρώπων που αποφάσισε να μπει στο οικόπεδο δεν φανταζόταν ότι θα βρεθεί στη μέση ενός πύρινου δαχτυλιδιού.
Μπήκα στο οικόπεδο μαζί με τους υπόλοιπους. Ήταν μαζί μου παππούδες και μικρά παιδιά, 8 με 10 χρονών. Αρκετά κοριτσάκια. Μόλις μπήκαμε όμως μας περικύκλωσε η φωτιά. Η φωτιά έκανε σαν ένα κύκλο. Άρχισαν να καίγονται τα δέντρα που βρίσκονταν στην πάνω πλευρά αλλά και στην πλευρά που οδηγούσε στη θάλασσα. Καθίσαμε ακριβώς στη μέση, στο σημείο που δεν είχε δέντρα.
Οι παππούδες είπαν: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα καούμε εδώ όλοι μαζί».
Σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω κάτι. Η θάλασσα ήταν σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Είδα το ένα σπίτι μέσα στο οικόπεδο και έτρεξα προς τα εκεί. Χτύπησα την ξύλινη πόρτα, δεν άνοιγε. Μαζί μου έτρεξε ένας άνδρας και έξι ή επτά κορίτσια. Έκανα τον κύκλο του σπιτιού και έσπασα το τζάμι σε ένα από τα παράθυρα για να μπουν όλοι μέσα. Πέρασα το χέρι μου στο εσωτερικό για να ανοίξει το παράθυρο και κόπηκα. Αρχικά μπήκαν δύο από τα κορίτσια, όμως βγήκαν αμέσως γιατί δεν άντεχαν τον καπνό. Μπήκα μέσα και έψαξα την τουαλέτα για να βρω νερό. Προσπάθησα να ανοίξω τις βρύσες όμως η υδροδότηση είχε ήδη κοπεί. Είχαν πάρει φωτιά οι κάσες γύρω από τα παράθυρα. Ξάπλωσα με το πρόσωπο προς το πάτωμα για να μην αναπνέω τον καπνό. Λίγα λεπτά μετά, πήρε φωτιά μια κουρτίνα. Την έσκισα και προσπάθησα να τη σβήσω. Πήρε φωτιά και το στρώμα του κρεβατιού. Προσπάθησα να το σβήσω, μάταια όμως. Τα παράτησα. Κοίταξα έξω.
Σκέφτηκα πως θα καώ και μέσα και έξω από το σπίτι. Αποφάσισα τελικά να βγω ξανά μήπως βρω λύση. Σκεφτόμουν τη μητέρα μου. Τέσσερα χρόνια είχα να τη δω. Τη σκεφτόμουν στο Πακιστάν, να μαθαίνει ότι κάηκα σε φωτιά στην Ελλάδα.
Όση ώρα προσπαθούσα να σώσω τη ζωή μου μέσα στο φλεγόμενο σπίτι, άκουγα τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονταν απέξω και η φωτιά τους έκαιγε ζωντανούς.
Άκουγα πάρα πολλές φωνές. Τους άκουγα να ουρλιάζουν όταν καίγονταν. Δεν ζητούσαν καν βοήθεια. Τσίριζαν. Κρατούσαν ο ένας τον άλλον για να καούν μαζί. Τα μικρά παιδιά, που ήταν κορίτσια, τα άκουγα να φωνάζουν πολύ δυνατά, όπως γίνεται στον πόλεμο.
Σαν να τα σκότωναν ένα-ένα. Ακουγόταν μια φωνή, μετά σταματούσε. Μετά άλλη φωνή, από άλλο παιδί που καιγόταν. Δεν μπορούσα να βοηθήσω κανέναν.
Όταν πλέον βγήκα από το παράθυρο για να ψάξω ξανά διέξοδο στη θάλασσα, έφτασα στο σημείο που βρίσκονταν ορισμένοι από τους ηλικιωμένους. Ήταν πλέον νεκροί. Ξάπλωσα και έστρεψα το κεφάλι μου στη γη για να αποφύγω τους καπνούς. Έμεινα ξαπλωμένος για μερικά λεπτά και αφού η φωτιά που έκαιγε τα δέντρα στη μεριά της θάλασσας χαμήλωσε, έτρεξα προς τα εκεί. Βρέθηκα
μπροστά σε μια μικρή πόρτα που οδηγούσε στη θάλασσα. Ο ένας μεντεσές ήταν κομμένος. Βγήκα. Κοίταξα ξανά πίσω. Άκουσα άλλες δύο φωνές και ήταν οι τελευταίες.
Μπάμπης Παπαδημητρίου: Το βιβλίο είναι η τιμωρία τους
«Δεν είναι μόνο ότι λυπάται κανείς τους ανθρώπους, τα ζώα, τα δέντρα που χάθηκαν», είπε σε παρέμβασή του ο δημοσιογράφος Μπάμπης Παπαδημητρίου. «Είναι να μην ξανασυμβεί. Είναι να βρούμε έναν τρόπο σ′ αυτό τον τόπο να μην συμβαίνουν αυτά. Κι όμως, ξανασυνέβη. Πολιτικά, δεν έχει ερμηνεία. Μόνο η απεριόριστη βλακεία του κράτους. Η πολιτική, δε, δεν υπάρχει αν δεν υπάρχει κρίση, δικαιοσύνη και τιμωρία. Δεν χρειάζεται να κάνεις πολιτικές εξυπηρετήσεις για να είσαι ασφαλής. Η τιμωρία υπάρχει. Το βιβλίο σου είναι η τιμωρία τους».
Μαρίνα Καρύδα: Ας μην είμαστε μέρος της συγκάλυψης
«Και τα 26 θύματα του οικοπέδου είναι όλα ευθύνη της αστυνομίας», είπε η τελευταία ομιλήτρια, συγγραφέας του βιβλίου, Μαρίνα Καρύδα. «Και αυτοί που προσπαθούσαν να φύγουν από το Μάτι κι εγκλωβίστηκαν μ′ αυτούς που η αστυνομία έστελνε μέσα αλλά και οι άνθρωποι που δεν είχαν καμία δουλειά να είναι εκεί. Ερχονταν από την Αθήνα, παππούδες με τα παιδάκια να πάνε για μπάνιο κι η αστυνομία τους έστελνε κάτω. Ο Παναγιώτης γύριζε - είναι οι αδερφές του εδώ - από τη δουλειά του. Είπε να μην γυρίσει από το βουνό να πάει Μαραθώνα στο σπίτι του από την Αττική οδό που είναι ασφαλής δρόμος. Τον έστειλε η αστυνομία κάτω, κάηκε το παιδί. Είναι άνθρωποι που πνίγηκαν. Οπως η Αθηνά που είναι εδώ που έχασε το γιο της μπροστά στα μάτια της. Πώς να συνεχίσεις να κολυμπάς;», ανέφερε.
«Εμάς, τους Ματιώτες το βιβλίο μας αφορά στο μέτρο που η επόμενη γενιά, τα εγγόνια μας, πρέπει να ξέρουν τι έγινε σ′ αυτό τον τόπο. Το βιβλίο, όμως, αφορά όλους τους Ελληνες. Ξέρετε γιατί; Ο μέσος Ελληνας, αν τον ρωτήσετε τι φταίει, θα σας πει αυτό για το οποίο απειλήθηκε ο πραγματογνώμονας να γράψει στην έκθεσή του: Ανεμοι, καύσιμη ύλη, άναρχη δόμηση. Μπορείτε να αναλογιστείτε ότι γίνεται μέρος της συγκάλυψης οποιοσδήποτε Ελληνας αναμασά τα παραπάνω και λέει ότι για την πυρκαγιά στο Μάτι έφταιξαν αυτά; Γίνεται μέρος της συγκάλυψης, της απειλής προς τον πραγματογνώμονα», είπε και κατέληξε:
«Θέλω να μπείτε στα παπούτσια μας, να περπατήσετε μαζί μας εκείνο το βράδυ, να νιώσετε ό,τι νιώσαμε. Και μετά να βγείτε - γιατί Δικαιοσύνη δεν θα αποδοθεί και το ξέρουμε όλοι, ένα πλημμέλημα δικάζουμε - και να πείτε ότι στο Μάτι οι Ελληνες πολίτες έγιναν αναπαραγωγή της συγκάλυψης. Να βουΐξει όλη η χώρα».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρίνα Καρύδα γεννήθηκε το 1966 στη Λάρισα, ζώντας τον μισό χρόνο στο Μάτι. Σπούδασε Οδοντοτεχνική και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα, τον οποίο εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην ανατροφή των τριών παιδιών της. Υποστήριξε από το 2018-2020 τους εγκαυματίες της φωτιάς στο Μάτι. Σε ερώτηση για τη δραστηριότητά σχετικά με τα όσα συνέβησαν στο Μάτι και για τον αγώνα να μην επαναληφθούν στο μέλλον ανάλογα περιστατικά, απαντά: «Θεώρησα απαραίτητη την εθελοντική συμπαράσταση και το να βρεθούν λύσεις που θα προλαβαίνουν στο μέλλον τους θανάτους και τις καταστροφές σπιτιών και περιουσιών. Συνεργαστήκαμε με το υπουργείο Υγείας για τη θέσπιση ειδικού νομικού πλαισίου και για τη δημιουργία Μητρώου Εγκαυματιών. Προωθήθηκαν δύο νόμοι για τους εγκαυματίες, πρώτα για τους εγκαυματίες από φωτιά και ύστερα για τους εγκαυματίες από άλλη αιτία». Από το 2021 η συγγραφέας είναι συνιδρύτρια της Salvia Burn Association, της μοναδικής οργάνωσης για το έγκαυμα και τους εγκαυματίες στην Ελλάδα, με ιδρυτικό δωρητή το Ίδρυμα Ι.Σ. Λάτση, οποίο συνέβαλε οικονομικά και στην αντιμετώπιση των συνεπειών της καταστροφής.