Στο Μάτι, ένα χρόνο μετά, οι πληγές είναι ακόμη ανοιχτές. Διαβάζουμε ότι μια ομάδα ειδικών από ένα κέντρο αποκατάστασης εγκαυματιών της Λωζάννης έρχεται, με πρωτοβουλία των κατοίκων, για να προσφέρει εξειδικευμένη γνώση σε προχωρημένα εγκαύματα των πληγέντων. Οι Γιατροί του Κόσμου και η ΕΠΑΨΥ (Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας), προσφέρουν ψυχολογική στήριξη σε πληγέντες των οποίων τα ψυχολογικά τραύματα είναι εξίσου σοβαρά. Ο απολογισμός βαρύς. Ακόμη και όσοι δεν είχαν να θρηνήσουν προσωπικές απώλειες, διακατέχονται συχνά από ενοχές.
Εκεί βρισκόταν και το εξοχικό σπίτι της φίλης μου της Ράνιας. Συχνά περνούσαμε χαλαρές στιγμές τα καλοκαίρια μαζί με τους ηλικιωμένους γονείς της. Πίναμε τα καφεδάκια μας κάτω από τα δέντρα και τρώγαμε σύκα από μια πελώρια συκιά στο πίσω μέρος του κήπου. Στον μπροστινό κήπο τα εσπεριδοειδή και τα λαχανικά ήταν πάντα ποτισμένα και περιποιημένα από τον ηλικιωμένο πατέρα της που το έβρισκε σαν απασχόληση από τον καιρό που πήρε σύνταξη. Οι γονείς της έμεναν στο Μάτι τον περισσότερο χρόνο στη διάρκεια του καλοκαιριού. Αυτή τη φορά όμως, για καλή τους τύχη, δεν βρισκόταν εκεί όταν ξέσπασε η φωτιά. Το σπίτι καταστράφηκε ολοσχερώς.
Η οικογένεια δεν μίλησε για το καμένο της σπίτι ούτε μια στιγμή, παρά μόνο βρέθηκε κοντά στους πληγέντες γείτονες και θρήνησε μαζί τους: Για τον Μιχάλη Πολυπόρτη που ήρθε με την οικογένειά του από την Ιταλία για διακοπές και όταν ξέσπασε η φωτιά έβαλε τους δικούς του στο αυτοκίνητο και τους μετέφερε με ασφάλεια γρήγορα στη Νέα Μάκρη. Ο ίδιος γύρισε να βοηθήσει στο Μάτι και δυστυχώς έχασε τη ζωή του. Για τη Νικολέτα που δούλευε στο γειτονικό σούπερ μάρκετ του Ηλία και χάθηκε επίσης ..και για άλλους πολλούς.
Πρόσφατα, σχεδόν ένα χρόνο μετά, ζήτησα από τη Ράνια να επισκεφτούμε ότι απέμεινε από το σπίτι της. Θλιβερή εικόνα με ανάγλυφα τα σημάδια της φωτιάς η οποία κυριολεκτικά ροκάνισε έπιπλα, βιβλία, χρηστικά και αναμνηστικά αντικείμενα αφήνοντας κάπου κάπου ... μια υποψία τηλεόρασης, μιας ραπτομηχανής επίσης και ένα “αποτύπωμα” από το υπέροχο πιάνο - αντίκα της μαμάς της. Μπήκε και ξαναβγήκε γλύφοντας και καταπίνοντας τα πάντα. Θρυμματισμένα τζάμια, στάχτες, πεσμένα δοκάρια, καμένα και λυγισμένα σίδερα και σύρματα έπρεπε να παρακάμψουμε για να μπούμε σε ένα ασταθές και ετοιμόρροπο ανά πάσα στιγμή περιβάλλον.
Όμως η εικόνα που με συγκλόνισε ήταν αυτή από τον σκελετό και τα παρατεταγμένα στο έδαφος απομεινάρια από τα πλήκτρα και το πιάνο της κυρίας Αλίκης. Σαν να είχε γίνει μια σχεδιαστική προβολή πάνω στις στάχτες, ήταν ακουμπισμένα εκεί στην κανονική τους σειρά. Ήταν το πρώτο της πιάνο, μάρκας Pleyel. Η Τζίνα Μπαχάουερ το είχε χαρίσει σε μια φίλη της που ήταν ξαδέρφη της μητέρας της κυρίας Αλίκης. Εκείνη, φεύγοντας για την Αμερική στη συνέχεια, το άφησε στη γιαγιά της Ράνιας η οποία έπαιζε εξαιρετικό πιάνο. Σε αυτό έμαθε να παίζει και η κυρία Αλίκη που το κληρονόμησε και το εγκατέστησε στο Μάτι.
Κάποιες παρτιτούρες τις πηγαινοέφερνε προς και από το σπίτι της Αθήνας. Υπήρχαν φορές που πριν πάμε να κολυμπήσουμε στις γύρω θάλασσες περνούσαμε από το σπίτι της στο Μάτι για να της αφήσει η Ράνια κάποια βιβλία μουσικής που είχε ξεχάσει να πάρει μαζί της. Αυτό είναι το πάθος της. Το πιάνο. Είχε προσπαθήσει να μυήσει και τα τρία παιδιά της από μικρά, εκείνα όμως ακολούθησαν άλλες κατευθύνσεις. Για την ίδια, παρότι 84 ετών σήμερα, το πιάνο είναι μια καθημερινή ανάγκη και ποτέ δεν παραλείπει να παίζει και να απολαμβάνει τη μουσική.
Ποιος να ήταν άραγε ο επιθανάτιος ρόγχος που βγήκε από το πιάνο την ώρα που οι πρώτες φλόγες άρχισαν να γλύφουν τα πλήκτρα του παραδίδοντάς το στην πύρινη λαίλαπα; .. σκεφτόμουν. Εκεί από όπου η αρμονία των ήχων εκπέμπεται συνυφασμένη με τα πιο τρυφερά ανθρώπινα συναισθήματα, τα ίδια αυτά στοιχεία βρέθηκαν ανυπεράσπιστα αφήνοντας ίσως ένα υπόκωφο βογγητό την ώρα που η χαοτική προσπέλαση της φωτιάς έσπερνε τρόμο και άναρθρες κραυγές απελπισίας παντού γύρω και τον πλέον φρικτό ανθρώπινο πόνο. Κόλαση.
Μνημόσυνο στη μνήμη των θυμάτων αλλά και μια μεγάλη απογοήτευση για όσων η ζωή και η καθημερινότητα άλλαξε από τότε. Άλλοι απελπισμένοι γιατί έχασαν αγαπημένους τους, άλλοι γιατί παλεύουν ακόμη με τα τραύματά τους σωματικά ή ψυχικά, άλλοι γιατί κάηκαν τα σπίτια τους και πέρασαν το χειμώνα σε κατασκηνώσεις, και άλλοι γιατί καταστράφηκαν οικονομικά έχοντας χάσει τον επαγγελματικό τους χώρο.
Για αυτούς τους ανθρώπους τίποτε δεν είναι εύκολο να ξαναγίνει όπως πριν. Όμως, παρά τη δραματική της όψη η ακρωτηριασμένη γύρω φύση κάπου – κάπου προσπαθεί να θυμίζει ότι υπάρχει ελπίδα και η ζωή συνεχίζεται ..όπως με τα εσπεριδοειδή στην αυλή της κυρίας Αλίκης στο Μάτι που άρχισαν να πετάνε τα πρώτα τους βλασταράκια δειλά - δειλά ανάμεσα στα καμένα. «Το Μάτι θα μας στοιχειώνει λέει η ίδια και τα φαντάσματα των νεκρών θα τριγυρίζουν στα καμένα έως ότου ανακουφιστούν οι άνθρωποί τους που έμειναν πίσω».