Θα περίμενε ο μέσος πολίτης έστω και μερικά ψήγματα αυτοκριτικής στο άρθρο –παρέμβαση πρώην ανώτατου πολιτειακού παράγοντα. Πριν επικεντρωθούμε στα ελληνοτουρκικά -που αποτελούν τον κεντρικό άξονα του άρθρου- όλοι ομονοούν πως η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ συνιστά μεγάλη επιτυχία της ελληνικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής, έστω κι αν ναρκοθετήθηκε η ίδια η υπόσταση του υπό ένταξη κυπριακού κράτους με το κατοπινό «Σχέδιο Ανάν». Παράλληλα, θα ανέμενε την άμεση απάντηση του διαδόχου για τις ευθύνες που του προσάπτει ο προκάτοχός του. Για να μην αιωρείται η ερμηνεία της σιωπής μεταξύ απαξίας, συναίνεσης και αδιαφορίας, θα ήταν χρήσιμη –πολιτικά και ιστορικά επιβεβλημένη- μία απάντηση.
Η αφήγηση των γεγονότων, από την Συμφωνία στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο 1999 ως το τέλος του 2004, είναι εξόχως βολική για την στόχευση του άρθρου, δηλαδή την μεταφορά ευθυνών στην επομένη κυβέρνηση και κυρίως να καταδειχθεί το αλάνθαστο της συγκεκριμένης πολιτικής. Όμως γεγονοτολογικές παραθέσεις και επιλεκτικές αναφορές δεν συνάδουν σε ανώτατους πολιτικούς παράγοντες που συμμετείχαν σε διασκέψεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για 8 συναπτά έτη. Όντως στα συμπεράσματα του Συμβουλίου στο Ελσίνκι υπάρχει αναφορά για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο «το αργότερο στα τέλη του 2004», επομένως από το 2000 έως τον Μάρτιο του 2004 γιατί δεν κατέστη δυνατόν να προσφύγουν οι δυο χώρες στο Διεθνές Δικαστήριο˙ δεν ευθύνεται η τότε κυβέρνηση;
Επίσης, δυο αράδες πριν στο κείμενο συμπερασμάτων της Προεδρίας αναφέρεται: «τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήατος»! Βολικότατα, ο πρώην πρωθυπουργός παραθέτει: «εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές». Δηλαδή, συμφώνησε να συζητήσει με την Τουρκία διμερώς για κάθε διαφορά που θα έθετε η Άγκυρα, κι εφ’ όσον δεν συμφωνούσαν θα προσέφευγαν στο Διεθνές Δικαστήριο! Η ίδια η συμφωνία επομένως υπέσκαπτε την προοπτική της προσφυγής, δίδοντας την δυνατότητα στην Τουρκία να προσφύγει για όποιο θέμα επιθυμεί κι όχι μόνο: «ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους», όπως αναφέρεται στο άρθρο!
Παρέλειψε επίσης να μας αιτιολογήσει το προγενέστερο «Ανακοινωθέν της Μαδρίτης» με το όποιο αναγνώριζε στην Τουρκία ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα καθώς και ανέφερε την αποφυγή μονομερών ενεργειών στο Αιγαίο! Αλήθεια σε ποιο κείμενο, του οικείου του, διεθνούς δικαίου προβλέπεται και αποτυπώνεται η έννοια του ζωτικού συμφέροντος; Η προοπτική εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω της ενταξιακής πορείας της γείτονας ως στρατήγημα απέτυχε είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει στους εμπνευστές του!
Και απέτυχε διότι εδραζόταν σε λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά την φύση του διεθνούς συστήματος, τα όρια της ενιαίας και καθολικής εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, εκλάμβανε ως δεδομένη την αυστηρή τήρηση του ευρωπαϊκού θεσμικού και αξιακού κεκτημένου από τους εταίρους και θεωρούσε βέβαιη την επιθυμία της Τουρκίας να γίνει μέλος της ΕΕ. Ίσως, το πιο αδύναμο επιχείρημα του κειμένου είναι εκείνο που περιγράφει την μεταστροφή του Ταγίπ Ερντογάν από φιλοδυτικό και δημοκράτη σε φιλοϊσλαμιστή και αυταρχικό, λόγω ότι διεκόπη η ενταξιακή πορεία της Άγκυρας. Η περίπτωση, η πρώιμη φιλοδυτική στάση του Τούρκου Πρόεδρου να είχε εργαλειακό χαρακτήρα -με σκοπό την επιβίωσή του στο τότε εχθρικό κεμαλίκο περιβάλλον, μέχρι να επικρατήσει πολιτικά-, μάλλον εκφεύγει των ενδιαφερόντων και των υποθέσεων του συντάκτη.
Σίγουρα, θα ήταν πιο χρήσιμο να συζητάμε για την ανάταξη της ελληνικής στρατηγικής, η οποία θόλωσε τις δυο τελευταίες δεκαετίες επειδή ακριβώς επικράτησαν τέτοιες αντιλήψεις. Δεν μας λείπουν, ανάλογες προσεγγίσεις που αποδείχθηκαν από ατελέσφορες έως και επιζήμιες, ούτε οι φυσικοί τους εμπνευστές και φορείς, ποσό μάλλον όταν δεν δείχνουν ίχνος αυτοκριτικής διάθεσης. Η αυτοκριτική όμως είναι ίδιον μεγάλων ανθρώπων πολιτικών και μη.
Εν γένει, το άρθρο έχει – θα δανειστώ από την τυπολογία του Stephen Walt- αυτοαθωωτική, αυτοδοξαστική και ετεροσυκοφαντική διάθεση. Κατανοητό ως έναν βαθμό, αδιάφορο όμως αν αναλογιστούμε τις τρέχουσες ανάγκες που αντιμετωπίζουμε, διότι δεν προσφέρει τίποτα απολύτως στην παρούσα συγκυρία ένας μονομερής καταμερισμός ευθυνών για ούτως ή άλλως αμφίβολες αποφάσεις -στα ελληνοτουρκικά- πριν 20 χρόνια.