Το 2011 βρέθηκα σε μια ταξιδιωτική παρέα που συζητούσε και διοργάνωνε ένα ταξίδι στην Υπερδνειστερία. Δήλωσα ρητά ότι κι εγώ ήθελα να πάω μαζί τους αλλά μου είπαν ότι αυτό δεν είναι μέρος για γυναίκες κι ότι θα πήγαιναν μόνο άντρες.
Πολλοί με θεωρούσαν παράλογη που ήθελα να πάω. Ποτέ μη λες σε μια γυναίκα τι ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ να κάνει. Τα χρόνια πέρασαν, η ΕΣΣΔ παρέμεινε διακαής πόθος, τη γύρισα όσο μπορούσα κι ακόμα τη γυρίζω. Η ευκαιρία για ένα ταξίδι στη Μολδαβία μου γλιστρούσε συνεχώς από τα χέρια ώσπου μια πολύ οικονομική πτήση από Θεσσαλονίκη για το Ιάσιο της Ρουμανίας και ένα 4ήμερο ρεπό με βοήθησαν να πραγματοποιήσω το ταξίδι.
Έτσι βρέθηκα στο Ιάσιο ένα απόγευμα, να παίρνω τη μαρσρούτκα για Κισινάου, με έναν οδηγό που απορούσε πώς ήξερα τη λέξη ”μαρσρούτκα”. Δίπλα μου καθόταν ένας ευαίσθητος Μολδαβός ... νταλικέρης. Πιάσαμε λίγο την κουβέντα. Ήξερε πολύ καλά αγγλικά γιατί είχε ζήσει στο Λονδίνο. Εν τέλει κρατήσαμε παρεούλα ο ένας στον άλλο σε όλη την πορεία μέχρι το Κισινάου. Μου έδειξε το μπλογκ με ποιήματα που έγραφε. Ήταν μάλλον απαισιόδοξος, όπως όλες οι ευαίσθητες ψυχές.
Ήταν όμως το μοναδικό άτομο που γνώρισα σε όλο αυτό το ταξίδι, μιας και αφενός δεν είμαι πολύ κοινωνική και δεν ανοίγω εύκολα συζήτηση και αφετέρου ξέρω ότι δε δείχνω και πολύ προσιτή. Κάποια στιγμή στα σύνορα για Μολδαβία, αφού είχαμε παραδώσει τα διαβατήριά μας για έλεγχο, μου σύστησε να κατέβω και να κάνω λίγο συνάλλαγμα . Εγώ κατέβηκα αλλά μέχρι να εξυπηρετηθώ ο έλεγχος των διαβατηρίων είχε ήδη πραγματοποιηθεί έτσι ολόκληρη η μαρσρούτκα περίμενε εμένα. Μπαίνοντας, όλοι με κοιτούσαν και κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη μου, ώσπου ένας παππούς που καθόταν πίσω μου πέταξε δυνατά στα ρώσικα τις λέξεις : ”Ελληνίδα- Τεμπέλα” !
Όλοι άρχισαν να γελάνε, όχι κοροϊδευτικά, έτσι για τη χαρά της στιγμής. Ρώτησα το νταλικέρη που τον έλεγαν Φέντια τί είπε ο παππούς για μένα, και μου το μετέφρασε. Τότε ξεκινήσαμε μια κουβέντα πολιτικής φύσεως με τον παππού και διερμηνέα τον σχεδόν συνονόματό μου Φέντια. Ο παππούς ήταν κάθετος σχετικά με την τεμπελιά των Ελλήνων. Με ηρεμία προσπάθησα να του εξηγήσω κάποια πράγματα, όπως λχ ότι δε μπορεί όλοι οι Έλληνες να είναι ίδιοι. Κάποια στιγμή άρχισε να γίνεται λίγο πιο επιθετικός. Όλοι παρακολουθούσαν τη συζήτηση. Είπα στο Φέντια ”πες του παππού ότι θα έπρεπε να σέβεται τουλάχιστον το γεγονός ότι έρχομαι να επισκεφτώ τη χώρα του”.
Αυτό έδειξε να τον προβληματίζει λιγάκι, πράγματι. Μου είπε ότι είχε επισκεφτεί το Άγιο Όρος και του άρεσε πιο πολύ το ρώσικο μοναστήρι. Τον ρώτησα τί γνώμη έχει για τον Πούτιν και μου είπε την καλύτερη. Με ρώτησε πού αλλού έχω ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ και εξεπλάγη που είχα επισκεφτεί τόσα μέρη. Μου είπε ότι ο ίδιος είχε ζήσει στη Ντουσαμνπέ και ότι είναι πολύ ωραία πόλη. Σε μια ερημιά κατέβηκε από τη μαρσρούτκα, και είπε σα να έβγαζε λόγο ”Από σήμερα δεσποινίς αλλάζω γνώμη για τους Έλληνες, καλώς ήρθες στη χώρα μου” όταν μου το μετέφρασε ο Φέντια του απάντησα ”σπασίμπα, ντασβιντάνι” και μου είπε ”Εφόσον μου ευχήθηκες ”εις το επανιδείν” θα ξανάρθεις σύντομα στη Μολδαβία”. Ο παππούς μου είπε ο Φέντια ήταν πρώην δήμαρχος στο χωριό του και αξιοσέβαστο πρόσωπο.
Όταν φτάσαμε στο Κισινάου ξεκίνησα για το ξενοδοχείο μου αποχαιρετώντας το Φέντια. Η ώρα ήταν 12 το βράδυ. ”Περίμενε, μου είπε, που πας βραδιάτικα, να σε συνοδέψω τουλάχιστον μέχρι το ξενοδοχείο” . Του είπα ότι δε χρειαζόταν γιατί ήμουν κοντά. Αυτός όμως επέμενε.” Κορίτσι πράμα μόνο του νυχτιάτικα σε άγνωστη πόλη”. Θα ερχόντουσαν και δυο φίλοι του να τον πάρουν από το σταθμό, οπότε μπήκα στο αμάξι τους και σε δυο λεπτά είχαμε φτάσει. Με ρώτησαν πώς και άφησα τις θάλασσες της Ελλάδας και ήρθα διακοπές στη Μολδαβία. Τους είπα ότι ήρθα για την Υπερδνειστερία. Τότε γύρισαν όλοι και με κοίταξαν με ανοιχτό στόμα. Εν τέλει ακόμα και για τους Μολδαβούς η Υπερδνειστερία αποτελεί μυστήριο ή ένα είδος άβατου ή δε ξέρω τι αλλο!
“You are a woman with balls” μου είπαν. Κι εκεί, ενώ το είχα απωθήσει στο υποσυνείδητό μου ότι πριν κάποια χρόνια μια ταξιδιωτική παρέα με απέρριψε λόγω...φύλου, το θυμήθηκα . Από μικρή πείσμωνα πολύ όταν μου έλεγαν ότι κάποια πράγματα δε μπορώ να τα κάνω επειδή είμαι γυναίκα...
Αυτή ήταν η μοναδική συνδιαλλαγή μου με ντόπιους. Δυστυχώς. Την επομένη πήρα λεωφορείο για Τιρασπόλ.
Υπερδνειστερία λοιπόν. Ακούγεται σαν αυτοάνοσο νόσημα αλλά είναι χώρα. Mια άγνωστη χώρα, μια στενή λωρίδα γης μέσα στο μολδαβικό έδαφος, μια χώρα που ”δεν υπάρχει” καθώς κανένα κράτος δε δέχεται την ανεξαρτοποίησή της, πλην του γνωστού ”λόμπι” των αυτόνομων αμφισβητούμενων περιοχών της ΕΣΣΔ- Αμπχαζία, Ναγκόρνο -Καραμπάχ, Νότια Οσσετία. Μια χώρα για την οποία μου είχαν πει ιστορίες του παραλόγου ,ότι οι γυναίκες δεν είναι επιθυμητές, ότι για να μπεις χρειάζεται να σπρώξεις δολάρια μες το διαβατήριο κοκ.
Για να μπεις χρειάζεσαι βίζα και έλεγχο διαβατηρίων. Ο έλεγχος είναι σχεδόν κωμικός. Έδωσα όμως στο φύλακα το διαβατήριό μου αποφασιστικά και σθεναρά, με σταθερή φωνή του ζήτησα τη βίζα, ανοίγοντας εσκεμμένα το διαβατήριο στο σημείο που προϋπήρχε βίζα διαρκείας για τη Ρωσία. Με συνοπτική διαδικασία και βοηθούμενος από το αναγραφόμενο στα κυριλλικά όνομά μου, μου δίνει το πολυπόθητο χαρτάκι που μου εξασφάλιζε τη δεκάωρη παραμονή μου.
Περιηγήθηκα τις επόμενες ώρες στα σοβιετικά αξιοθέατα της Τιρασπόλ, φωτογράφισα τα τανκς, τα άρματα, τα αγάλματα του Λένιν και το περίφημο δημαρχείο. Έπειτα προσπάθησα να κοιτάξω τη ζωή που διεξάγεται μέσα στα στενά παράθυρα των πανομοιότυπων blocks με τις φτωχικές κουρτίνες και τα ραγισμένα τζάμια. Οι ελάχιστοι κάτοικοι που με προσπερνούν στην πόλη-φάντασμα δείχνουν να μη με προσέχουν καν. Τουρίστας άλλος δεν υπάρχει. Το hotel Moscow μοιάζει έρημο κι εγκαταλειμμένο, λες και κατοικείται μόνο από το υποτακτικό προσωπικό του.
Στους φτωχικούς αλλά καθαρούς δρόμους παρκαρισμένα lada κι άλλα σοβιετικά οχήματα. Ο χρόνος εδώ έχει σταματήσει κάπου στο 1990, ίσως και πιο πριν. Τα ένδοξα μνημεία του πολέμου θυμίζουν στους κατοίκους καθημερινά την περηφάνεια τους ,μια περηφάνεια όμως την οποία μόνο αυτοί γνωρίζουν. Άνθρωποι των οποίων την ύπαρξη ελάχιστοι ξέρουν, υπερήφανοι για εκείνα που άλλοι απαξιούν. Περήφανοι και κλεισμένοι στο χρονοντούλαπό τους.
Νιώθω να περιφέρομαι αόρατη σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου δε μπορώ να αφήσω κανένα αποτύπωμα. Νιώθω τουρίστρια. Τρώω στα γρήγορα ένα γεύμα σε κάποιο εστιατόριο, αόρατη πάντα, πληρώνω με τα χρήματα που μόνο εδώ υπάρχουν και μόνο εδώ έχουν αξία και φεύγω. Έτσι απλά όπως είχα μπει. Σαν επισκέπτης τυχαίος που απλά βρέθηκε κάπου κάποτε