* Ανάλυση στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ από τον Χρήστο Τσίτσικα, Διδάκτορα Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών & την Ειρήνη-Ακριβή Νταή, Οικονομολόγο (M.Sc.)
H κατάθεση του Σχεδίου του Προϋπολογισμού 2022 παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνει τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης για την πορεία των ανισοτήτων και του διαθέσιμου εισοδήματος.
Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις καταλήγει ο επίσημος κυβερνητικός λόγος1, αλλά και σημαντική μερίδα των ΜΜΕ2 ότι «οι φιλελεύθερες πολιτικές μειώνουν τις ανισότητες».
Σύμφωνα, επίσης, με τον κυβερνητικό λόγο υποστηρίζεται ότι «με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι πολύ κοντά στο μέσο όρο (της Ε.Ε.), ενώ οι υπολογισμοί του ΣΟΕ δείχνουν μείωση των ανισοτήτων σε σχέση με το 2018, και το 2019 και το 2020 και αυτή η μείωση θα είναι μεγαλύτερη, μετά τα μέτρα για τους χαμηλοσυνταξιούχους»3.
Μεθοδολογικές ακροβασίες και επισημάνσεις
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμες ορισμένες προκαταρκτικές μεθοδολογικές επισημάνσεις:
Τα δεδομένα που χρησιμοποιεί το προσχέδιο του 2022 έχουν ως βάση αναφοράς τη βάση δεδομένων EU-SILC για το 2019, με αναφορά όμως στα εισοδήματα του 2018. Δηλαδή χρησιμοποιείται ως έτος αναφοράς η περίοδος διακυβέρνησης 2015-2019.
Μεθοδολογικά η σύγκριση των απόλυτων αριθμών μεταξύ διαφορετικών προσχεδίων πρέπει να γίνεται με προσοχή γιατί κάθε φορά κατά τη συγγραφή χρησιμοποιούνται τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα. Έτσι θα παρατηρήσει κανείς ότι στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2019 οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων πολιτικής έχουν γίνει με περίοδο αναφοράς τα εισοδήματα του 2015, ενώ το προσχέδιο του 2022 χρησιμοποιεί ως έτος αναφοράς τα εισοδήματα του 2018. Έτσι, τα δεδομένα από το τρέχον προσχέδιο αναφέρονται στα αποτελέσματα των πολιτικών της περιόδου 2015-2019 -μιας ιδιαίτερης περιόδου, εν μέσω Προγράμματος Προσαρμογής και μεγάλης επιφυλακτικότητας των Ευρωπαίων εταίρων που επέμεναν στη συνέχιση περιοριστικών πολιτικών- και μόνο στις προβλέψεις για τις πολιτικές της κυβέρνησης που προέκυψε μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019. Και σίγουρα όχι στα αποτελέσματα των μέχρι τώρα πολιτικών μετά τον Ιούλιο του 2019, τα οποία παραπειστικά προκαταλαμβάνονται στην επίσημη επιχειρηματολογία.
Ακόμη και αυτή η σύγκριση, όμως, είναι ατελής. Γιατί; Γιατί όπως παραδέχεται το ίδιο το προσχέδιο του προϋπολογισμού, οι εκτιμήσεις που γίνονται μέσω του EUROMOD (η πλατφόρμα της ΕΕ που χρησιμοποιείται για τέτοιου είδους εκτιμήσεις) δεν μπορούν να συμπεριλάβουν αλλαγές που δεν επηρεάζουν άμεσα το εισόδημα των νοικοκυριών, όπως η φορολογία των επιχειρήσεων, οι αλλαγές που επηρεάζουν τη ρευστότητα και την κατανάλωση των νοικοκυριών (π.χ. αλλαγές στους έμμεσους φόρους) κ.ά.. Όπως, επίσης, δεν υπολογίζονται δευτερογενή αποτελέσματα. Με άλλα λόγια το επιχείρημα ότι οι φιλελεύθερες πολιτικές αυξάνουν την ανάπτυξη και άρα το διαθέσιμο εισόδημα δεν μπορεί μεθοδολογικά να αποδειχθεί μέσω αυτής της προσέγγισης.
Άρα καταλήγει κανείς ότι όντως σε αυτά που προκύπτουν από τις τρέχουσες πολιτικές–όπως φαίνεται και από την κατάθεση του Σχεδίου– είναι η αύξηση των προγραμμάτων απασχόλησης του ΟΑΕΔ και η επιδότηση στην πρόσληψη νέων εργαζομένων. Παρότι καμία από τις δύο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί «φιλελεύθερη πολιτική», το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο αυτές συντελούν στη μείωση των ανισοτήτων.
Δείκτες και τιμές της περιόδου 2015-2019 και η ανάγνωσή τους
Πώς, λοιπόν, τεκμηριώνεται η μείωση των ανισοτήτων από την «ανάπτυξη», λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2020 εξαιτίας της πανδημίας σημειώθηκε ύφεση-ρεκόρ, ενώ το 2021, που είναι σε εξέλιξη, το καλύτερο σενάριο αφορά στην επιστροφή του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019.
Σε ό,τι δε αφορά το 2019, τα δύο πρώτα τρίμηνά του, που αφορούν στην προηγούμενη διακυβέρνηση σημειώθηκε ρυθμός ανάπτυξης 1,4% και 2% αντίστοιχα ενώ στα επόμενα δύο -που στο 3ο έχουμε το carry over effect του 2ου- 2,3% και 1,4% αντίστοιχα, με το έτος να κλείνει συνολικά με ρυθμό ανάπτυξης 1,8%.
Αξίζει δε να αναφερθεί ότι στο 1ο 3μηνο του 2020, στα 2/3 του οποίου τυπικά δεν είχε εμφανιστεί ο κορονοϊός στην Ελλάδα, σημειώθηκε ύφεση 1% και η ύφεση συνολικά το 2020 διαμορφώθηκε στο 9%4.
Είναι σκόπιμο δε να επισημάνουμε ότι πολιτικές που δεν περιλαμβάνονται εδώ (μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, μείωση του φόρου μερισμάτων) δεν έχουν άμεσα αναδιανεμητικά αποτελέσματα και κατά βάση ούτε έμμεσα υποστηρίζουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα (τα trickle-down economics αμφισβητούνται ευθέως πλέον, ενώ φαίνεται περισσότερο ότι έχουμε φαινόμενο αντίστροφης αναδιανομής από τα κάτω προς τα πάνω)5.
Το ίδιο και φορολογικές παρεμβάσεις που έχουν ενσωματωθεί στο σενάριο βάσης (ως ήδη ισχύουσες).
Για παράδειγμα, η αύξηση στου αφορολογήτου στις γονικές παροχές ανά πάροχο στις έως και 800.000 ευρώ, εξυπηρετεί τη συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων, ενώ η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης -με αποκλεισμό από την αναστολή των δημόσιων υπαλλήλων και των συνταξιούχων, δηλαδή κατηγοριών που στηρίζουν σταθερά και σε μεγάλο ποσοστό τα φορολογικά έσοδα -καθότι οριζόντια ευνοεί αναλογικά υπέρμετρα τα υψηλά μεσαία και υψηλά εισοδήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν ανατρέξει κανείς στον Προϋπολογισμό του 2020 θα δει ότι ο αντίστοιχος πίνακας διαθέσιμου εισοδήματος έδειχνε δυσανάλογα μεγάλες αυξήσεις στα υψηλά εισοδήματα, ως αποτέλεσμα της μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης.
Αλλά, επειδή όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, δεν είναι η βέλτιστη, μεθοδολογικά, προσέγγιση να συγκρίνουμε τις εκτιμήσεις του EUROMOD σε διαφορετικές χρονικές στιγμές είναι χρήσιμο να έχουμε και μια εικόνα για τα πραγματικά δεδομένα.
Τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το 2019 είχαμε μια αναστροφή της τάσης τόσο στον δείκτη Gini αλλά και στον δείκτη S80/S20. Και αυτό έπειτα από μία διαδοχική πτωτική -άρα θετική- πορεία του κατά την περίοδο 2015-2019, που με προοδευτικές και αναδιανεμητικές πολιτικές τον οδήγησε στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον από το 2005 (χαμηλότερο δεκαετίας) αλλά και συγκριτικά με την παλαιότερη διαθέσιμη χρονολογία βάσης (1994).
Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini & S80/S20)
Φιλελεύθερες πολιτικές που εμπειρικά (δεν) μειώνουν τις ανισότητες
Τι άλλαξε το 2019; Η αλλαγή στο μείγμα πολιτικής που, μεταξύ άλλων, μείωσε τον ΕΝΦΙΑ σε ακίνητες περιουσίες έως και 1.000.000 ευρώ, «ψαλίδισε» τη φορολογία των κερδών κ.ά. Πρόκειται για ένα μείγμα πολιτικής που δεν προκαλεί σκεπτικισμό μόνο στα «αριστερά» του πολιτικού φάσματος, αλλά εγείρει ανησυχίες και στους κορυφαίους συστημικούς δρώντες. Για παράδειγμα το 2016 σε άρθρο του ΔΝΤ, οι συντάκτες ανέφεραν ότι αρκετές από τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων και με αυτό τον τρόπο να υπονομευτεί η ανάπτυξη6.
Είναι πλέον, μάλιστα, κοινός τόπος, ότι οι πολιτικές λιτότητας κατά τα πρώτα έτη της κρίσης του 2010 στην Ελλάδα οδήγησαν σε αύξηση της υλικής αποστέρησης, μείωση του ΑΕΠ και του ατομικού εισοδήματος (σε όρους αγοραστικής δύναμης) και είχαν αντίκτυπο στη συνολική ζήτηση και κατ’ επέκταση στην οικονομική δραστηριότητα.
Ενδιαφέρον σε αυτή τη συζήτηση είναι ότι είναι οι ίδιες πολιτικές οι οποίες έχουν οδηγήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια σε μια ταχύτατη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εισόδημα διεθνώς7 αλλά και στην Ελλάδα8.
Three-fourths of the decrease in labor share in the United States since 1947 has come since 2000.
The accelerating decline in labor share in the United States
Ταυτόχρονα, φαίνεται να μην υπάρχει πλέον η σύνδεση μεταξύ πραγματικού μισθού και παραγωγικότητας (γενικότερα κερδοφορίας)9 με την εξέλιξη του πληθωρισμού, κάτι αποτελεί αξιωματικού επιχείρημα της κυρίαρχης για δεκαετίες και μέχρι πρότινος οικονομικής σκέψης: Η υπόσχεση ότι η βελτίωση των εισοδημάτων διασφαλίζεται με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας.
Disconnect between productivity and a typical worker’s compensation, 1948-2014
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω για τη χώρα μας;
Ότι το υφιστάμενο μείγμα πολιτικής -μετά το «κεϋνσιανό διάλειμμα» που ακολούθησε την απόφαση της ΕΕ και της ΕΚΤ να διαχειριστούν την τρέχουσα με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο από εκείνον που επιλέξαν το 2010 και το 2015- μπορεί να οδηγήσουν σε υπονόμευση της μακροπρόθεσμα βιώσιμης ανάπτυξης και ότι η οικονομική μεγέθυνση από μόνη της δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη συμπεριληπτικότητα και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων χωρίς πλαισίωση από ένα πλαίσιο πολιτικών που εγγυώνται τη συλλογική κοινωνική ευημερία, κινητοποιούν την προοδευτική αναδιανομή εισοδημάτων και ενισχύουν τους θεσμούς ενίσχυσης του κράτους πρόνοιας10, θεμελιώνοντας τη μακροχρόνια ανθεκτικότητα της χώρας απέναντι σε ποικίλες προκλήσεις και αβεβαιότητες.
1 Ενημερωτικό σημείωμα για τη συνομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Steve Forbes, 2021
5“A huge study of 20 years of global wealth demolishes the myth of ‘trickle-down’ and shows the rich are taking most of the gains for themselves”, Juliana Kaplan and Andy Kiersz, INSIDER, 7 December 2021
6 Neoliberalism: Oversold? Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani, and Davide Furceri, FINANCE & DEVELOPMENT, IMF, June 2016
7 A new look at the declining labor share of income in the United States, McKinsey Global Institute, 2019
8 Οι επιπτώσεις στην απασχόληση από την πρόσθετη ευελιξία στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, 2021
10 Όπως γνωρίζουμε, τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στο ποσοστό φτώχειας και ανισοτήτων, ιδιαίτερα μάλιστα στις χώρες της Νοτίου Ευρώπης, που εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας, σε αντίθεση με τις χώρες με σοσιαλδημοκρατικό σύστημα κοινωνικής προστασίας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 2021). Ιδιαίτερα έντονη είναι η επίδραση των κοινωνικών μεταβιβάσεων σε χρήμα (συνολικών και ανά κατηγορία) στον κίνδυνο φτώχειας. Η διαφοροποίηση του κινδύνου φτώχειας μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζει την διαφορετική επίδραση που ασκούν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε χρήμα στα εισοδήματα του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat στην Ελλάδα το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μείωσε το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 (με έτος αναφοράς το 2019), αυξημένο κατά πολύ σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (επί παραδείγματι το 2010 οι κοινωνικές μεταβιβάσεις είχαν μειώσει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 22,7 ποσοστιαίες μονάδες).