Μην ανοίγεις σε ξένους

Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή.
Kael Alford via Getty Images

Η πρώτη μου επαφή με …τις αρκούδες ανάγεται στην πολύ μικρή, τη νηπιακή μου ηλικία. Κάτι θολές αναμνήσεις εισβάλουν καβάλα στο υποσυνείδητο ξαφνικά, όπως τρυπώνει το φως του διαδρόμου από τις χαραμάδες της πόρτας σου όταν έχεις σκοτάδι. Κάπως έτσι...

Ήταν Χριστούγεννα και το δώρο των γονιών μου για τις γιορτές ήταν ένα βιβλίο, ίσως το πρώτο μου βιβλίο, με ήρωες μια οικογένεια αρκούδων. Ωραία εικονογραφημένο και πολύ διδακτικό, αλλά δεν ήταν του γούστου μου. Το βιβλίο επεστράφη και στη θέση του ήρθε ένα άλλο με χελιδονόψαρα οπότε επανήλθε η ηρεμία στο σπίτι !

Τα χρόνια πέρασαν και οι αρκούδες – ήταν όλες ίδιες τότε, - δεν υπήρχε διαχωρισμός σε μαύρες, καφέ, πολικές , αρκούδες του Κόντιακ, του Χοκάιντο, Μεξικανικές ή γκρίζλι (Ursus arctos horribilis), δεν με απασχόλησαν παρά μόνο ως θέμα σε ντοκιμαντέρ μαζί με άλλα υπό εξαφάνιση είδη.

Αλλά με την ωριμότητα, τα ταξίδια, την δραματική αλλαγή μιας φοβισμένης και χαλασμένης φύσης, αυτά τα επιβλητικά είδη της οικογένειας των Αρκτιδών κέρδιζαν ολοένα μεγαλύτερη θέση στην εκτίμηση μου. Η θλιβερή εικόνα του καταταλαιπωρημένου ζώου με τον χαλκά στη μύτη να σέρνεται στον ανήφορο της Μιαούλη, (Πώς φιλάει ο Παπαμιχαήλ τη Βουγιουκλάκη;) ακόμη και τώρα μου δημιουργεί τρομερά δυσάρεστα συναισθήματα.

Ήρθε όμως το “The Revenant”, η ταινία με τον Ντι Κάπριο, όπου μια γιγάντια γκρίζλι κάνει τον ήρωα μας του αλατιού όταν ένοιωσε να απειλούνται τα μικρά της, και πήραμε το αίμα μας πίσω.

Έτσι όταν διάβασα την είδηση που πρωτοδημοσίευσαν οι ΝΥ Times και έκανε αμέσως το γύρο του κόσμου, ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο στο Nom της μακρινής Αλάσκα, θέλησα να κάνω μια νοερή προσέγγιση απόλυτα προσωπική, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διασταυρώσω τα γεγονότα.

- «…Είμαι το ζώο της είδησης. Παρεπιδημώ σε εύκρατο, ηπειρωτικό ή αρκτικό κλίμα, μονήρες ή σε μικρές ομάδες, ελάχιστα κοινωνικό, αφοσιωμένο στην οικογένεια μέχρι θανάτου. Δεν ζητώ εξαίρεση από τους κανόνες που καθορίζουν τη συνύπαρξη με κάθε άλλο πλάσμα της φύσης εκτός αν πεινάω ή απειλούμαι.

Το μισό χρόνο εξαφανίζομαι σε σπηλιές και λαγούμια και επανεμφανίζομαι με το πρώτο κελάρυσμα του τσόνη που αναγγέλλει το λιώσιμο του χιονιού.

Οσμίζομαι τη γη, γυρίζω το κεφάλι πέρα δώθε σε μυρωδιές και ήχους που δεν αντιλαμβάνονται οι άλλοι, κιτρινοκάστανες τρίχες σκεπάζουν κάθε εκατοστό του σώματος μου, το κεφάλι μου είναι στενό, ανεξήγητα μικρό σε σχέση με τον όγκο μου, τα δόντια μακριά, και τα νύχια ξυράφια.

Ρουφάω τον αέρα απ’ τα μεγάλα ρουθούνια και τον βγάζω με θόρυβο, είμαι ένα ζώο δυνατό, υγιές, περίπου τριακόσια κιλά στην πλήρη ανάπτυξη και ύψους μέχρι τρία μέτρα στα δυο μου πόδια.

Και όμως, εγώ , ίδια πολεμική μηχανή της στεριάς αισθάνομαι πως απειλούμαι… Απειλούμαι από ένα άλλο ζώο πολύ πιο αδύναμο, πολύ πιο μικρό αλλά πολύ πιο πανούργο. Μιλάει μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, περπατάει μόνο όρθιο , επικοινωνεί με μικρά κουτιά που ηχούν περίεργα, τρώει λίγο, κρατάει όπλο και τσεκούρι και μασάει ταμπάκο.

- « …Επί μία εβδομάδα είμαι κλεισμένος σε μια καλύβα και προσπαθώ να απωθήσω σθεναρά τις επιθέσεις αυτού του άλλου ζώου που θέλει να εισβάλει στο καταφύγιο μου.

Κάθε βράδυ από τη δύση του ήλιου και μετά , φωνάζοντας κι ουρλιάζοντας πελεκάει την πόρτα της καλύβας που κρύβει εμένα ή οποιονδήποτε άλλο που ζητάει προστασία όταν διαισθάνεται τον κίνδυνο.

Το δάσος σιωπά, η φύση αφουγκράζεται την αγωνία μου, όμως τα χέρια μου κουράστηκαν να κρατάνε την πόρτα και δεν ξέρω πόσο θα αντέξω. Τα πρωινά, όταν το ζώο απομακρύνεται, ανεβαίνω στον οροφή της καλύβας, μη τολμώντας να απομακρυνθώ και με το πρώτο σκοτάδι αμπαρώνομαι στο καλύβι άσιτος, αφυδατωμένος, φοβισμένος για τη συνέχεια. Οι φήμες πως το ίδιο αυτό ζώο ευθύνεται για το θάνατο ενός ποδηλάτη στη Μοντάνα, όπως και για τον θανάσιμο τραυματισμό ενός ξεναγού που ψάρευε αμέριμνος σολομούς στο Yellow Stone, αποδεικνύονται τώρα παραπάνω από βάσιμες.»

- ”Γιατί δεν ανοίγεις;” ουρλιάζει σαν τον άνεμο.

- ″Γιατί σε φοβάμαι”.

- ”Μη με φοβάσαι, έρχομαι σα φίλος. Να σε γνωρίσω θέλω, τίποτα περισσότερο.”

-Οι φίλοι δεν κρατάνε τουφέκι, ούτε τσεκούρι. Οι φίλοι κρατάνε κεράσματα και δώρα”.

- ”Δεν βρήκα τίποτα σ’ αυτή την ερημιά. Έπειτα είσαι λαίμαργος, τρως ασύστολα, πού να σε χορτάσω;”.

- ”Λόγια του αέρα. Πες μου τι ζητάς;”

- ”’Άσε με να μπω. Είμαι κατάκοπος. Λίγο να ξαποστάσω, να βάλω κάτι στο στόμα μου κι όταν έρθει η ώρα θα στο ξεπληρώσω με το παραπάνω.”

- ”Δεν περισσεύει τίποτα. Τι να σου κάνει μια χύτρα καπνισμένη, ένα βρώμικο στρώμα, μια καρέκλα, ένα τσίγκινο πιάτο κι ένα στραβό κουτάλι; Αυτό είναι το βιός μου.”

- ”Μόνο;”

- ”‘Εσύ με έφερες σ’ αυτή τη θέση. Πριν έρθεις, είχα τα πάντα. Δεν χρειάστηκε ποτέ ούτε να απειλήσω, ούτε να κλέψω. Εσύ μόνο ζητάς κι όλο ζητάς κι όλο απλώνεσαι. Έχεις κυριεύσει τη στεριά και τη θάλασσα, τον αέρα και τα ποτάμια. Σκάβεις, τρυπάς, σκοτώνεις. Μας εξωθείς να γίνουμε πρόσφυγες απ’ τη γη μας, Γιατί δεν φεύγεις; Τι ζητάς στα μέρη μας; Καταπατάς ζωτικό χώρο, μολύνεις όπου πατάς και το κυριότερο, είσαι ΑΠΛΗΣΤΟΣ ! Εσύ δεν χορταίνεις, όχι εγώ.”

- ”Θα φύγω, αλλά θα επιστρέψω και τότε θα δεις.”

- ”Δεν θα λείψεις σε κανένα αλλά πριν φύγεις γιατί δεν προσπαθούμε να τα βρούμε;”

- ”Τι θες να πεις;”

- ”Έλα να κάνουμε μια συμφωνία. Αφού δεν αντέχει ο ένας τον άλλον, ας μείνει ο καθένας στα μέρη του κι αν η τύχη το φέρει να ξανασυναντηθούμε, ας κάνουμε πως δεν γνωριζόμαστε. Ας γυρίσει ο ένας από τη μια κι ο άλλος από την άλλη κι ας τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Μόνο έτσι θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε.”

Υ.Γ. Σε ένα δυστοπικό μέλλον, η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι αληθινή. Σήμερα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο άντρας κατέφυγε σε μια καλύβα την οποία πολιορκούσε καθημερινά επί μια εβδομάδα μια γιγάντια γκρίζλι. Σώθηκε όταν ελικόπτερο της Αμερικανικής ακτοφυλακής που μετέφερε επιστήμονες 40 μίλια από το Nom της Αλάσκα τον επισήμανε από το ‘SOS HELP ME’ που είχε γράψει στη στέγη της καλύβας του.

Δημοφιλή