Αυτή είναι η αφίσα από την ταινία «Ο αιώνιος Εβραίος». Είναι μια γερμανική ταινία-ντοκιμαντέρ, η οποία γυρίστηκε το 1940. Θεωρείται το αποκορύφωμα της αντιεβραϊκής προπαγάνδας των ναζί και δημιουργήθηκε με την παρότρυνση του υπουργού προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκέμπελς. Σε αυτό το έργο, οι Εβραίοι παρομοιάζονταν με αρουραίους, οι οποίοι φέρνουν την καταστροφή όπου και αν πάνε. Οι αφίσες, οι ταινίες, οι γελοιογραφίες και γενικά η «τέχνη» ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούσε η χιτλερική προπαγάνδα για να σπείρει το μίσος.
Υπάρχει κάποιος που να αμφισβητεί ότι η γελοιογραφία ή το σινεμά δεν είναι τέχνη;
Αυτός είναι ο Βαργκ Βίκερνες, ένας από τους πρωτοπόρους της Black Metal. Αν το μουσικό είδος «Black Metal» δεν σας λέει και πολλά, ενημερώνω ότι είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα είδη του σκληρού ήχου με παγκόσμια απήχηση.
Μπορεί το όνομα Βίκερνες επίσης να μην θυμίζει τίποτα αλλά πρόκειται για έναν από τους πρωτοπόρους του είδους και σίγουρα έναν αξιόλογο μουσικό. Πέραν των παραπάνω, ο πολυοργανίστας καλλιτέχνης είναι και καταδικασμένος δολοφόνος όπως και απόκληρος της μουσικής σκηνής λόγω των ναζιστικών του πεποιθήσεων. Παρόλα αυτά, κανένας μελετητής σύγχρονης μουσικής δεν μπορεί να παραβλέψει την συνεισφορά του στο είδος.
Μήπως η αξιοκατάκριτη προσωπική και καλλιτεχνική του ζωή αναιρούν την καλλιτεχνική του ιδιότητα; Σίγουρα όχι. Κανείς εξάλλου δεν υποστήριξε ποτέ ότι ο Καραβάτζιο δεν ήταν καλλιτέχνης επειδή και εκείνος ήταν δολοφόνος. Αυτό που ξεχωρίζει τον Καραβάτζιο από τον Βίκερνες είναι ότι ο πρώτος είναι ακόμα σεβαστός γιατί ο φόνος που διέπραξε αποδίδεται σε στιγμιαίο λάθος ενώ ο δεύτερος παραμένει απόκληρος λόγω της αμετανόητης στάσης του.
Αλήθεια, θα δεχόμασταν μία αντισημιτική ταινία ή μία συναυλία με ναζιστικό περιεχόμενο στο Προξενείο μας στη Νέα Υόρκη; Υποθέτω πως όχι; Δεν θα ήταν όμως αυτό λογοκρισία; Υποθέτω πως ναι.
Τι σημαίνει όμως λογοκρισία; Ας δούμε τι λέει το λεξικό:
Λογοκρισία η [loγokrisía] Ο25 : 1. ο προληπτικός έλεγχος που ασκείται συνήθ. από μια αρχή σε προϊόντα του γραπτού ιδίως λόγου αλλά και σε θεάματα ή ακροάματα (βιβλία, έντυπα, εφημερίδες, επιστολές, κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα κτλ.) με δικαίωμα επέμβασης στο περιεχόμενό τους (διαγραφές, τροποποιήσεις, απαγόρευση δημοσιοποίησης, κυκλοφορίας κτλ.
Αν λοιπόν το κράτος ασκούσε προληπτικό έλεγχο και απαγόρευε από τους χώρους του έργα σαν τον «αιώνιο εβραίο» θα ασκούσε σαφέστατα λογοκρισία, αφού η καλλιτεχνική φύση μιας ταινίας ή ενός τραγουδιού δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Θα θέλαμε, παρόλα αυτά, να υπάρχουν τέτοια έργα σε έναν δημόσιο/κρατικό μας χώρο; Και βέβαια όχι.
Ακριβώς λοιπόν σε αυτό τα σημείο, βρίσκεται η αντίφαση.
Είναι αφελές να υπερασπιζόμαστε την παρουσία έργων τέχνης με το αίολο επιχείρημα ότι «η τέχνη δεν λογοκρίνεται». Όσο και να ακούγεται περίεργο στα φιλελεύθερα αυτιά μας, υπάρχει τέχνη που διαθέτει όλες εκείνες τις επιμέρους ποιότητες που δικαιώνουν το χαρακτηρισμό της έως τέτοια, αλλά το ιδεολογικό της υπόβαθρο, το βαθύτερο της μήνυμα, είναι κατάπτυστο.
Βέβαια, το τι είναι και τί δεν είναι τέχνη συνιστά μία ακόμα μεγαλύτερη κουβέντα που δύσκολα θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι για το τελικό της συμπέρασμα.
Αν λογοκρισία λοιπόν, μεταξύ άλλων, νοείται και η προσπάθεια του κράτους να δυσκολεύει την προώθηση έργων που κατά τη γνώμη του δεν συνάδουν με τις ιδέες του η/και της ιδέες της κοινότητας που εκπροσωπεί, τότε, αυτό που πρέπει πραγματικά να αναρωτιόμαστε κάθε φορά είναι το εξής: «με τι κράτος έχουμε να κάνουμε» και «με τι κοινότητα».
Όπως είναι λοιπόν εμφανές, ένα κράτος θα πρέπει να φιλτράρει το τι δέχεται στους κόλπους του. Πραγματική και απόλυτη λογοκρισία είναι όταν αυτό το κράτος προσπαθεί να εκμηδενίσει το έργο ή/και τον καλλιτέχνη που το παράγει από κάθε δημόσια παρουσία, όπως γινόταν π.χ. στη χούντα.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουμε μια τραγελαφική παράσταση από πλευράς κράτους. Προσπαθεί να εξοβελίσει από τα κρατικά ιδρύματα έργα που αυτό πιστεύει ότι δεν συνάδουν με την «ηθική του». Ένα κράτος, που συχνά είναι βουτηγμένο στην ανηθικότητα (ακόμα και με τους δικούς του όρους), προσπαθεί να διαφυλάξει «τα ιερά και τα όσια της φυλής». Το κάνει για εμάς, σχεδόν πάντα χωρίς εμάς.
Ευτυχώς αυτή η ατσούμπαλη προσπάθεια, συχνά έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Με αυτόν τον τρόπο, έργα συνήθως προοδευτικής ή ριζοσπαστικής οπτικής, παίρνουν δημοσιότητα ξεπερνώντας κάθε προσδοκία του δημιουργού τους. Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να μας απασχολεί κάθε φορά είναι όχι αν η τέχνη λογοκρίνεται, αλλά ποιο είναι το μήνυμα που το κράτος δεν θέλει να προβάλλεται στους χώρους του.
Το έργο με την παραλλαγμένη ελληνική σημαία κατέβηκε από το Γενικό Προξενείο της Νέας Υόρκης επειδή ενόχλησε σχετικά την κυβέρνηση ένας υπερσυντηρητικός αρχηγός κόμματος.
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν προκαλούν έκπληξη, το ίδιο και η πατριδοκαπηλία. Όμως τέτοιου είδους νοοτροπίες εμποτίζουν ιδεολογίες που οδηγούν στη μισανθρωπία.
Το θέμα όμως δεν είναι το ποια ατζέντα προωθούν τα διάφορα μορφώματα αλλά το τι πρεσβεύει μία δημοκρατική κυβέρνηση.
Επίσης, οφείλει να ξέρει, ότι πολλά έργα τέχνης έχουν στηριχθεί πάνω σε χρωματικές ή γενικότερα εικαστικές παρεμβάσεις της ελληνικής σημαίας. Έχουμε δει αξιόλογα έργα με ελληνικές σημαίες φθαρμένες, χρωματιστές, γκρι, μαύρες, ασπρισμένες, με χρωματιστά σημάδια και σύμβολα ή ότι άλλο. Κάποια από αυτά τα έργα μάλιστα, χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους κρατικούς θεσμούς και ο λόγος είναι απλός· η όποια παρέμβαση επάνω στη σημαία φέρει συνήθως ένα τιμητικό η νοσταλγικό μήνυμα για τους αγώνες των Ελλήνων.
Άρα το πρόβλημα δεν ήταν η παραλλαγή, ούτε το χρώμα τι σημαίας, ούτε τα όποια σύμβολα έφερε επιπροσθέτως πάνω της. Το πρόβλημα ήταν ξεκάθαρα το μήνυμα που έφερε η συγκεκριμένη σημαία. Κι εδώ, είναι η διαφωνία μου με την καλλιτέχνιδα και την δήλωση της ότι «παρερμηνεύτηκε το μήνυμα του έργου».
Το έργο, η περιγραφή του, καθώς και το γενικότερα νόημα που εξέπεμπε ήταν απολύτως ξεκάθαρο. Ήταν μία κραυγή αγωνίας των γυναικών που κακοποιούνται και πεθαίνουν στα χέρια βάναυσων ανδρών. Ανδρών που τις αντιμετωπίζουν σαν κτήμα τους με απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε μία αύξηση της ευαισθητοποίησης γι’ αυτό το θέμα αλλά και μία παράλληλη αύξηση των ίδιων τον φαινομένων κακοποίησης! Σαν έναν πατριαρχικό επιθανάτιο ρόγχο.
Ειλικρινά, λίγο με ενδιαφέρει το κατά πόσο είναι επιτυχής ή όχι η ανάδειξη του θέματος μέσα από ένα έργο. Πρόκειται για μια υπόθεση του κοινού που το βλέπει. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προτεραιότητα στη συζήτηση που γεννήθηκε με αφορμή το περιστατικό, είναι το τι θεωρεί αυτό το κράτος ότι πρέπει να προβάλει, και τι όχι στους κόλπος του.
Έχουμε λοιπόν ένα κράτος που ενώ ξέρει πάρα πολύ καλά ότι η παρέμβαση στη σημαία δεν είναι το πρόβλημα, κατεβάζει από τους τοίχους του ένα έργο με ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα· αυτό της κακοποίησης και δολοφονίας των γυναικών.
Λες και οι γυναίκες δεν είναι μέρος της κοινωνίας μας, λες και αυτές δεν πάλεψαν για το έθνος, λες και η ισότητα και η ελευθερία τους είναι εκτός εθνικής ατζέντας. Λες και η ισότητά τους δεν ήταν κομμάτι των ζητούμενων στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Αυτή βέβαια ήταν πάντα και η ατζέντα όσων ήθελαν να μας πείσουνότι η επανάσταση είχε μόνο εθνικά αλλά όχι κοινωνικά ζητούμενα. Ο λόγος είναι ότι λίγο τους απασχολεί η ελευθερία μας. Το μόνο που ήθελαν (και ακόμα θέλουν) είναι να αντικατασταθεί ο πασάς από τον κοτζαμπάση.
Εμείς όμως, ως κοινότητα, τι θέλουμε; Τι τέχνη, και κυρίως, τι κράτος;