«Το Ισλαμικό Κράτος αντέχει». Αυτό είναι το σύνθημα που ’ναι ακόμη γραμμένο στην είσοδο του σπιτιού του ιρακινού χριστιανού Τανούν Γιαχιά που ζει στην Μοσούλης και επί τρία χρόνια είχε καταληφθεί από τζιχαντιστές που κυβερνούσαν την πόλη.
Ο Γιαχιά, αρνείται να αφαιρέσει το σύνθημα, αφενός για να δείξει πως αψηφά τους τζιχαντιστές που τελικά ηττήθηκαν από τις ιρακινές δυνάμεις και αφετέρου εν είδη υπενθύμισης της επισφαλούς επιβίωσης της διάσπαρτης και αποδυναμωμένης χριστιανική κοινότητα του Ιράκ.
«Έφυγαν, δεν μπορούν να μας βλάψουν», λέει ο 59χρονος, καθισμένος στο σπίτι του, το οποίο διεκδίκησε μετά την εκδίωξη του Ισλαμικού Κράτους το 2017. «Αλλά δεν έχουν μείνει πολλοί από εμάς. Η νεότερη γενιά θέλει να φύγει».
Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν πολλοί χριστιανοί στο Ιράκ, όπου πλειονότητα των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι θα τονιστεί κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Πάπα στο «Βιβλικό έθνος». Η επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου από τις 5 έως τις 8 Μαρτίου περιλαμβάνει και μια στάση στη Μοσούλη.
Ο Γιαχιά πούλησε την οικογενειακή επιχείρηση -ένα μεταλλουργείο- για να πληρώσει λύτρα για τον αδερφό του, που απήχθη από μαχητές της Αλ Κάιντα το 2004, οπότε Χριστιανοί είχαν πέσει θύματα απαγωγών και εκτελέσεων.
Από τότε, βλέπει τα αδέλφια να φεύγουν για ξένες χώρες, τη δουλειά να μειώνεται και το εισόδημά του να συρρικνώνεται. Από 20 συγγενείς που κάποτε ζούσαν στη γειτονιά, τώρα έχει μείνει στην περιοχή μόνο η δική του εξαμελής οικογένεια.
Οι χριστιανοί στο Ιράκ ζουν σε ένα κλίμα αναταραχών και αβεβαιότητας εδώ και αλλά η μαζική έξοδος τους από τη χώρα ξεκίνησε μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2003 και επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της επικράτησης του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο βαιοπραγούσε σε βάρος μειονοήτων αλλά και σε βάρος μουσουλμάνων.
Εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανοί λοιπόν εγκατέλειψαν τα πάτρια εδάφη, άλλοι για πιο κοντινές περιοχές άλλοι για χώρες της Δύσης. Σε όλη τη βόρεια πεδιάδα της Νινευής του Ιράκ, όπου φιλοξενούνται μερικές από τις παλαιότερες εκκλησίες και μοναστήρια του κόσμου, οι εναπομείναντες χριστιανοί ζουν συχνά εκτοπισμένοι σε χωριά που έπεσαν εύκολα στα χέρια των τζιχαντιστών το 2014 ή σε θύλακες μεγαλύτερων πόλεων όπως η Μοσούλη και οι κοντινή αυτοδιοικούμενη περιοχή των Κούρδων.
Η εξουσία των τζιχαντιστών σχεδόν στο 1/3 του Ιράκ και με«πρωτεύουσα» του Ισλαμικού Κράτους τη Μοσούλη, έληξε το 2017 σε μια καταστροφική μάχη με τις δυνάμεις ασφαλείας.
«Μόνο ο θεός μπορεί να βοηθήσει»
Η φυσική και οικονομική καταστροφή που υπέστησαν οι περιοχές δεν έχει αποκατασταθεί.
Οι ιρακινές αρχές προσπαθούν να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση των αποδεκατισμένων από τον πολυετή πόλεμο περιοχών ενώ την ίδια στιγμή ομάδες ενόπλων που η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγξει ανταγωνίζονται διεκδικώντας εδάφη και πόρους συμπεριλαμβανομένων αυτών όπου ζουν πληθυσμοί χριστιανών.
Οι χριστιανοί λένε ότι αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: εάν θα επιστρέψουν στα κατεστραμμένα σπίτια τους και θα εγκατασταθούν στο Ιράκ ή εάν θα μεταναστεύσουν αφήνοντας πίσω μια χώρα που η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν μπορεί να τους προστατεύσει.
«Το 2014, οι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο εκτοπισμός τους θα διαρκέσει λίγες μέρες», δήλωσε ο Καρδινάλιος Λούις Σάκο, επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας των Χαλδαίων του Ιράκ.
Τελικά «διήρκεσε τρία χρόνια. Πολλοί έχασαν την ελπίδα και μετανάστευσαν. Δεν υπάρχει ασφάλεια ή σταθερότητα».
Οι ιθαγενείς χριστιανοί του Ιράκ υπολογίζονται σήμερα σε περίπου 300.000, το ένα πέμπτο δηλαδή από το 1,5 εκατ. των χριστιανών που ζούσαν στη χώρα πριν από την εισβολή του 2003 που ανέτρεψε τον Σαντάμ Χουσεϊν.
Επί της διακυβέρνησής του, υπήρχε ανεκτικότητα απέναντι στους χριστιανούς αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν στόχοι απαγωγών και δολοφονιών.
Ο Πάπας Φραγκίσκος πρόκειται να επισκεφθεί το Ιράκ σε ένα ιστορικό ταξίδι που οι προκάτοχοί του είχαν αποφύγει να κάνουν.
Αναμένεται να κάνει μια προσευχή για τα θύματα των συγκρούσεων στην περιοχή της Μοσούλης όπου συναντάμε τα ερείπια πολλών παλιών εκκλησιών που επί Ισλαμικού Κράτους είχαν μετατραπεί σε έδρες θρησκευτικών δικαστηρίων.
Οι χριστιανοί καλωσορίζουν την επίσκεψη, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα βελτιώσει τις συνθήκες γι αυτούς.
«Ο Πάπας δεν μπορεί να μας βοηθήσει, μόνο ο Θεός μπορεί», λέειο Γιαχια.
Εκτοπισμένοι και δύσπιστοι
Η οικογένεια του Γιαχιά, που κατέφυγε στην περιοχή του βόρειου Κουρδιστάν του Ιράκ κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Ισλαμικού Κράτους, είναι μία από τις λίγες δεκάδες που έχουν επιστρέψει στη Μοσούλη από έναν αρχικό πληθυσμό περίπου 50.000 χριστιανών, σύμφωνα με τοπικούς κληρικούς.
Οι δύο έφηβοι γιοι του βοηθούν στην τοπική εκκλησία, τη μόνη που επισκευάστηκε πλήρως στη Μοσούλη, η οποία γεμίζει μόλις κατά το ήμισυ τις Κυριακές.
Ο Φιράς, ο μεγαλύτερος γιος του, βρίσκει να κάνει μεροκάματο μια μέρα την εβδομάδα και δεν βλέπει κανένα μέλλον στη Μοσούλη παρότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ.
«Αν θελήσω να παντρευτώ, θα πρέπει να φύγω. Οι χριστιανές γυναίκες από εδώ εκτοπίζονται σε άλλες περιοχές και δεν θέλουν να επιστρέψουν», είπε.
«Ιδανικά, θα πήγαινα στη Δύση».
Τα βιώματα από την περίοδο της κυριαρχίας του Ισλαμικού Κράτους, που απαιτούσε να αλλαξοπιστήσουν να πληρώσουν φόρους ή να τους σκοτώσουν και η αδυναμία των ιρακινών και κουρδικών δυνάμεων ασφαλείας να αποτρέψουν τους τζιχαντιστές να διεισδύσει στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, έχει αφήσει έναν ανεξίτηλο σημάδι σε πολλούς χριστιανούς που πλέον δεν εμπιστεύονται κανέναν, εκτός από τους ομόθρησκούς τους.
Η κοντινή χριστιανική πόλη Χαμντανίγια διαθέτει τη δική της πολιτοφυλακή, η οποία κατά τους τοπικούς αξιωματούχους αξιωματούχοι είναι απαραίτητη λόγω του πολλαπλασιασμού των παραστρατιωτικών ομάδων Σιιτών μουσουλμάνων που επιδιώκουν να πάρουν τον έλεγχο της γης και των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους που παραμένουν σε κρησφύγετα στο βόρειο Ιράκ.
«Αν δεν υπήρχε χριστιανική πολιτοφυλακή εδώ, κανείς δεν θα επέστρεφε. Γιατί πρέπει να βασιστούμε σε εξωτερικές δυνάμεις για να μας προστατεύσουν;» λέει ένας αρχηγός της τοπικής πολιτοφυλακής, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Σχεδόν 30.000 Χριστιανοί, οι μισοί από τον πληθυσμό του στην Χαμντανίγια, επέστρεψαν, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού αριθμού από το εξωτερικό και άρχισαν την ανοικοδόμηση χάρη στην ξένη βοήθεια.
Είναι μια σπάνια, φωτεινή εξαίρεση.
Στο γειτονικό χωριό, ο χριστιανός τοπικός επικεφαλής Σάκο λέει ότι οι περισσότεροι ομόθρησκοί του δεν ήταν σε θέση ή είναι απρόθυμοι να επιστρέψουν εξαιτίας του φόβου της τοπικής παραστρατιωτικής ομάδας των σιιτών και επειδή οι μη χριστιανοί είχαν αγοράσει την περιουσία εν απουσία τους.
Ορισμένοι χριστιανοί που ζουν σε γύρω περιοχές έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να επανεγκατασταθούν στη Χαμνταγία, αλλά οι τοπικοί αξιωματούχοι αντιδρούν φοβούμενοι ότι κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε την παρουσία των Ιρακινών Χριστιανών.
«Εάν οι άνθρωποι μετεγκατασταθούν εδώ από τα χωριά τους, οι περιοχές που αφήνουν πίσω τους δεν θα έχουν πια χριστιανούς», σχολίασε ο Ισάμ Ντααμπύλ, δήμαρχος της Χαμντανίγια
«Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή μας σε περιοχές που έχουμε εδώ και γενιές».