Μήπως ήρθε πια η ώρα να συζητήσουμε για το τι ανάπτυξη θέλουμε;

Το κράτος πρέπει να γίνει αναπτυξιακό - επιχειρηματικό,,,να μην υποβοηθά απλά τον ιδιωτικό τομέα..
Milos Bicanski via Getty Images

Του Λόη Λαμπριανίδη, Οικονομικού γεωγράφου, καθηγητή ΠΑΜΑΚ π. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης- Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ

Η συζήτηση σε όλη την προεκλογική περίοδο πριν από την κάλπη της 21ης Μαΐου, με κύρια και καίρια κυβερνητική ευθύνη, ήταν κατά βάση απογοητευτική. Επικεντρώθηκε στην αδυναμία συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης και στη διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019. Την περίοδο αυτή, που οδηγούμαστε στις δεύτερες εκλογές, η συζήτηση έχει βελτιωθεί με την έννοια ότι αρχίζει να αναφέρεται στα ουσιαστικά ζητήματα και αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Και πάλι όμως επικεντρώνεται αποκλειστικά σε κάποια επιμέρους ζητήματα της φορολογικής πολιτικής, ενώ βασικό μέλημα της κυβέρνησης είναι να προσάψει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ ότι έχουν «κρυφή ατζέντα» για την υπερφορολόγηση των πάντων.

Στο σημείωμα αυτό θα ήθελα να προσθέσω στη συζήτηση το θέμα της ίδιας της παραγωγής πλούτου και του χάσματος που κατά την άποψή μου χωρίζει την αντίληψη της ΝΔ από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ 1.

Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας βασίζεται, ως προς την προσφορά, κυρίως στον τουρισμό, στο real estate, και γενικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας, και ως προς τη ζήτηση σε υπερκατανάλωση ιδίως εισαγόμενων και πολυτελών αγαθών. Ένα υπόδειγμα που έχει επανειλημμένα οδηγήσει τη χώρα στα βράχια και δεν προέκυψε τυχαία.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ζούμε, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας διαμορφώνεται με κάποιες χώρες που προσφέρουν φτηνά προϊόντα και τις άλλες που παράγουν ποιοτικά - τεχνολογικά προϊόντα. Οι όροι ανταλλαγής είναι άνισοι. Με συνέπεια, ένα υψηλότατο ποσοστό της τελικής τιμής ενός προϊόντος να το καρπώνονται αυτοί που διαθέτουν την τεχνολογία και την «ετικέτα», ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό καταλήγει στη φτηνή εργασία.

Επομένως για μια χώρα όπως η Ελλάδα η «φτηνή ανάπτυξη» ως μέσο βελτίωσης της θέσης της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της, αφενός είναι αδύνατη (υπάρχουν πολύ περισσότερες χώρες που προσφέρουν φτηνή εργασία, χαμηλό επίπεδο ασφαλιστικής κτλ. προστασίας, χαμηλή φορολόγηση και αναξιόπιστα περιβαλλοντικά στάνταρτς) αφετέρου δεν πρέπει να είναι επιθυμητή!

Και όμως αυτό είναι το αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθούμε διαχρονικά. Δηλαδή, χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς, περιορισμένη έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία κ.ά. Η επιλογή για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της φτηνής εργασίας έχει ως αποτέλεσμα η οικονομία να διολισθαίνει σε δραστηριότητες που χρειάζονται κυρίως φτηνή εργασία, οι οποίες, όντας συγχρόνως λιγότερο ανταγωνιστικές, την παγιδεύουν σε ένα φαύλο κύκλο.

Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε ούτε τις φτωχές χώρες παράγοντας φτηνά προϊόντα, αλλά ούτε και τις αναπτυγμένες παράγοντας ποιοτικά προϊόντα με ενσωματωμένη τεχνολογία. Έχουμε πέσει στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος (middle income trap) και είναι βέβαιο πως, όσοι πόροι και αν μας δοθούν, δε θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο αν δεν στοχεύσουν στον ποιοτικό παραγωγικό μετασχηματισμό. Η μόνη λύση είναι να αλλάξουν τα βασικά δεδομένα που μας ωθούν στην παγίδα αυτή, δηλαδή, να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα, με παραγωγή προϊόντων μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας/τεχνολογίας/καινοτομίας.

Όντας μια χώρα με τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος δεν επαρκούν απλά κάποιοι σχετικά καλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι θα αρκούσαν για μια αναπτυγμένη χώρα2. Χρειάζονται πολύ υψηλότεροι ρυθμοί, ένα «αναπτυξιακό άλμα» που θα προκύψει από μια τολμηρή αλλαγή κοινωνικο-οικονομικού παραδείγματος και θα στοχεύει στην «οικονομία της γνώσης» με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, με μια νέα βιώσιμη ισορροπία μεταξύ κατανάλωσης-αποταμίευσης-επένδυσης και μια νέα δημογραφική προοπτική. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσα από μια επιθετική πολιτική καινοτομίας και αύξησης του αριθμού και της συνθετότητας των παραγομένων εγχωρίως προϊόντων και υπηρεσιών.

Χρειάζεται μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται κυρίως στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και της αγροτικής, και των υπηρεσιών προς υπηρεσίες (Ε&Α, …), των εξαγωγών, με παράλληλη μείωση των πολυτελών και εισαγόμενων καταναλωτικών ειδών και αύξηση της αποταμίευσης.

Όμως, η ανωτέρω πορεία προς την ποιοτική ανάπτυξη δεν προκύπτει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς των αγορών. Δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις και υπάρχει αναγκαιότητα για μια αλλαγή σε τρία επίπεδα, δηλαδή:

  • Χρειάζονται ριζικές αλλαγές στο μέτωπο των

    οικονομικών πολιτικών, στην κατεύθυνση που αναφέραμε παραπάνω.

  • Χρειάζονται πολιτικοθεσμικές μεταρρυθμίσεις δηλ. μεγάλες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στα ζητήματα χρήσεων γης –κτηματολόγιο-, στη συγκρότηση αναπτυξιακών θεσμών κτλ. Χρειάζεται ριζική αναβάθμιση του κράτους και του ελεγκτικού/εποπτικού του ρόλου (π.χ. επιτροπή ανταγωνισμού, επανεξέταση της απόδοσης των ανεξάρτητων αρχών κτλ.).

Το κράτος πρέπει να γίνει αναπτυξιακό3). Τ (developmental state)/ επιχειρηματικό (υπό την έννοια να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που περιέχουν λελογισμένο ρίσκο, να μην υποβοηθά απλά τον ιδιωτικό τομέα).

Το δικό μας κράτος ουδέποτε υπήρξε «αναπτυξιακό» και επιπλέον λίγα μόνο εργαλεία έχουν απομείνει στη διάθεσή του για άσκηση πολιτικής, ενώ και η κυβέρνηση πυρετωδώς φροντίζει να του τα στερήσει και αυτά, ώστε να το καταστήσει παντελώς ανάπηρο (starving the beast). Aπαιτείται επιστροφή υπό νέα και απαλλαγμένη από τα παλαιά αμαρτήματα στο κράτος μέρους της κοινής ωφέλειας, των τραπεζών, της υγείας, ασφάλισης, παιδείας κτλ., ενώ η θεσμική υποδομή για άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής είναι ανύπαρκτη και συνεπώς χρειάζεται δημιουργία εκ του μηδενός.

  • Για να αποφευχθούν τα ανωτέρω δυσμενή, χρειάζεται δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να στηρίξουν τις απαιτούμενες αλλαγές. Χρειάζεται να χτιστεί ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορέσει να ηγεμονεύσει για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από έναν εκλογικό κύκλο, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα οφέλη. Ο συσχετισμός αυτός θα προκύψει από τις κοινωνικοοικονομικές εκείνες ομάδες που συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τη διάγνωση αλλά και τους τρόπους επίλυσης των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων.

Δυνάμεις που θα συμφωνούν στην ανάγκη για αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος με στροφή στην «ποιοτική ανάπτυξη», μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, βελτίωση της ζώνης των κοινών, διακοπή της πορείας απαξίωσης του δημοσίου, αναβάθμιση των υπηρεσιών σε υγεία και παιδεία, επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς με όρους όμως αξιοκρατίας και όχι κομματοκρατίας, ανάγκη πολιτικών βελτίωσης του δημογραφικού και περιορισμού της διαρροής εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain).

Όλα αυτά απαιτούν πόρους και είναι ακριβώς γι΄ αυτό εν τέλει πιο παραπλανητική και επιζήμια η κυβερνητική υπόσχεση περί «δωρεάν γεύματος» (όλα καλά μέσω της μείωσης της φορολογίας του πλούτου). Θα έρθει ο καιρός που όσοι συμμετέχουν – δυστυχώς επιτυχώς- στο «κυνήγι μαγισσών» εναντίον αυτών που επιχειρούν να ανοίξουν την συζήτηση γύρω από τα αναπτυξιακά προβλήματα της χώρας και τα κόστη τους, δε θα είναι υπερήφανοι για την τωρινή τους επιτυχία, αλλά φοβόμαστε ότι θα είναι πλέον αργά.

Τα δυο επιστημονικά συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα δείχνουν σαφώς προς αυτή την κατεύθυνση «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας». 27-29.1.23 οργάνωση ΜΕΤΑΒΑΣΗ, ΕΝΑ, ΕΤΕΡΟΝ, και «Για μια Προοδευτική Ατζέντα της Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι – Προτεραιότητες – Πολιτικές», 27-28.3.23 οργάνωση ΕΝΑ.

2 Μια ανάπτυξη περί το 2% ετησίως (παραλείποντας βέβαια πολλά σχετικά με την αξία του ΑΕΠ ως δείκτη κοινωνικής ευημερίας, ένα θέμα που δεν μπόρεσε, παρά την κρισιμότητα του, ούτε ακροθιγώς να αγγίξει τις συζητήσεις στα ΜΜΕ) είναι ικανοποιητική αναμφίβολα, εφόσον μοιράζεται δίκαια, καθώς προσφέρει μια έστω και μετρημένη οδό προς την πρόοδο, σε χώρες ήδη αναπτυγμένες. Δυστυχώς, για την Ελλάδα αυτό το ποσοστό είναι απολύτως ανεπαρκές αν υπολογίσουμε τα ανειλημμένα επί 40ετία πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους, χωρίς καν να μιλήσουμε για τα κόστη της κλιματικής προσαρμογής, τα εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς δυστυχώς δεν παράγουμε πρακτικά τίποτα απ΄ αυτά: ούτε αυτό μπόρεσε να συζητηθεί έστω και επιφανειακά στις εκλογές) και τα κόστη μιας γηράσκουσας κοινωνίας (υγειονομικά, συνταξιοδοτικά κτλ.). Μια υποτυπώδης άθροιση των ανωτέρω, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστον διπλάσια επίπεδα ανάπτυξης απ΄ αυτά των αναπτυγμένων χωρών, για ένα διάστημα τουλάχιστον 15-25 ετών, ώστε να τα αντιμετωπίσουμε και παράλληλα να επανέλθουμε, έστω και αργόσυρτα, σε μια τροχιά σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά μεγέθη. Χωρίς την αναγκαία σύγκλιση σε μεσομακροχρόνιο επίπεδο, οι νέοι της χώρας θα την εγκαταλείπουν επιτείνοντας το δημογραφικό της πρόβλημα και εκπτωχεύοντάς την περαιτέρω.

3 Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι από την παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος τρείς κατηγορίες χωρών μπόρεσαν να διαφύγουν ως τώρα. Η πρώτη αφορά χώρες με μεγάλες εναποθέσεις πρώτων υλών και ιδίως υδρογονανθράκων. Η χώρα μας δεν φαίνεται να ανήκει σ΄ αυτές ενώ είναι συζητήσιμο αν κανείς πρέπει να το εύχεται καν, καθώς τα οφέλη συνοδεύονται και από προβλήματα όπως είναι η «κατάρα των πόρων» και η «ολλανδική ασθένεια». Η δεύτερη κατηγορία χωρών που διέφυγαν την παγίδα αναφέρεται ιδίως σε ορισμένες χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού που επωφελήθηκαν από την ένταξή τους στην ΕΕ, από τα κονδύλια της και την μεταφορά επενδύσεων σ΄ αυτές (π.χ. Τσεχία, Πολωνία). Βεβαίως μένει να δούμε αν το επίτευγμα αυτό είναι διατηρήσιμο σε βάθος χρόνου. Δυστυχώς ούτε απ΄ αυτήν την πηγή μπορεί πλέον να αντλήσει πολλά η χώρα μας, καθώς μάλλον έχει εξαντλήσει τα οφέλη της ένταξης, χωρίς να μπορέσει να σταθεροποιήσει την θέση της ως ισότιμο μέλος έως τώρα. Υποχρεώνεται συνεπώς να οδηγηθεί στην τρίτη κατηγορία χωρών που απέφυγαν την παγίδα, που αναφέρεται σ΄ αυτές που ανέπτυξαν τους μηχανισμούς του «αναπτυξιακούς» κράτους. Πρόκειται για χώρες ιδίως της Ανατολικής Ασίας, αλλά και της Βόρειας Ευρώπης, όπου στην αναπτυξιακή προσπάθεια αποφασιστικός ήταν ο κρατικός ρόλος, τόσο σχεδιαστικά όσο και ρυθμιστικά, ελεγκτικά και υποβοηθητικά. Αλλά βέβαια αναπτυξιακό κράτος και τρέχον ελληνικό κράτος είναι έννοιες μάλλον ασύμβατες, εξ ου και η ανάγκη επανίδρυσης» ή ριζικής αναδόμησής του.

Δημοφιλή