Δεν ξεκίνησε καλά η συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση. Καθόλου καλά. Σε διόλου θετικό πολιτικό κλίμα, και με μάλλον κακούς οιωνούς ως προς την εξέλιξή της. Οι ιδιαιτέρως υψηλοί τόνοι, οι εντάσεις, οι σκληρές προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία ως τα όρια του πολιτικού εκβιασμού, αλλά και η εκατέρωθεν καχυποψία ως προς τους σκοπούς και τις σκοπιμότητες της κάθε πλευράς, δεν προοιωνίζονται τίποτα θετικό. Κι αν υπάρχει κάτι που, μόνο αυτό, θα μπορούσε να εγγυηθεί την επιτυχία του εγχειρήματος, δεν είναι άλλο από το καλό και γόνιμο πολιτικό κλίμα. Ως προϋπόθεση εξασφάλισης των αναγκαίων συναινέσεων. Των δεσμευτικά προβλεπομένων, άλλωστε, συναινέσεων από το Σύνταγμα. Για λόγους θεσμικά τυπικούς λοιπόν, επειδή η ίδια η αναθεώρηση απαιτεί αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Αλλά και για πολιτικά ουσιαστικούς λόγους, επειδή έχουμε να κάνουμε με μείζονος πολιτικής σημασίας εγχείρημα. Το καλό κλίμα είναι επειγόντως απαιτητό, ως όρος εξασφάλισης της ελάχιστης πολιτικής συνεννόησης…
Θα ρωτήσει κανείς. Είναι άραγε δυνατόν να διατηρηθεί καλό, θετικό και γόνιμο το πολιτικό κλίμα, όταν τώρα, στο καλημέρα της αναθεωρητικής διαδικασίας προφυλακίζονται παλαιά στελέχη σημερινών κομμάτων; Ή όταν βρισκόμαστε, πιθανότατα, μπροστά σε νέα προανακριτική επιτροπή, με αντικείμενο τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών στελεχών (εν ενεργεία στελεχών) κομμάτων, από κείνα που καλούνται να συνεισφέρουν στην αναθεώρηση την θετική τους συνδρομή; Και, επί τέλους, ήταν άραγε τώρα η ώρα η κατάλληλη για όλ’ αυτά;
Εδώ λοιπόν, επ’ αυτών των πράγματι εύλογων ερωτημάτων, χρειάζονται καθαρές κουβέντες και καθαρές εξηγήσεις. Για την προφυλάκιση πρώτα-πρώτα τον λόγο, τον πρώτο αλλά και τον τελευταίο λόγο, τον έχει η Δικαιοσύνη. Και άλλος ουδείς. Όσο για την ενδεχόμενη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής, τώρα μόλις ολοκλήρωσε το έργο της η Εξεταστική Επιτροπή, εκείνη που διερεύνησε τα σκάνδαλα στον χώρο της Υγείας. Και τι έπρεπε δηλαδή να κάνει η Επιτροπή; Να παγώσει τις από δω και πέρα διαδικασίες, προκειμένου να μην διαταραχθεί το κλίμα; Με τον ορατό κίνδυνο της παραγραφής τυχόν αδικημάτων, και εκείνων που δεν έχουν ήδη παραγραφεί; Ή μήπως έπρεπε, για τον ίδιο λόγο, να κουκουλώσει τα προκύψαντα, από τις πολύμηνες εργασίες, συμπεράσματά της, και να βγάλει τους πάντες αθώους του αίματος; Αλλά τότε δεν θα είχε απόλυτο δίκιο ο λαός αν εγκαλούσε το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του για συγκάλυψη; Για «συνδικαλιστικού» χαρακτήρα, και για «συνδικαλιστικής» στόχευσης συγκάλυψη;
Και επί τέλους δεν διαθέτει άραγε το πολιτικό σύστημα της Χώρας το ηθικό εκείνο ανάστημα, που θα του επιτρέψει να ξεχωρίσει τα πράγματα; Άλλο πράγμα η αναθεώρηση και άλλο η αναζήτηση ευθυνών για εγκλήματα κατά του δημοσίου συμφέροντος και του λαού. Και μήπως, ίσα-ίσα, είναι τώρα η καλύτερη και η καταλληλότερη ώρα, ώστε παράλληλα με τον διά της αναθεώρησης του Συντάγματος θεσμικό εκσυγχρονισμό της Πολιτείας, να προχωρήσει και η κάθαρση, η εξυγίανση του δημόσιου βίου της Χώρας; Δεν είναι άραγε αυτός ο καλύτερος τρόπος ώστε, μετά την έξοδο από τα μνημόνια και από την επιτροπεία, να ξεκινήσει η Χώρα την πορεία προς την κανονικότητα; Προς την πολιτική, την οικονομική, την θεσμική και την «ηθική» κανονικότητα;