Ι. Η μεταστροφή των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) από ασφαλιστική δικλείδα και ισχυρό όργανο ελέγχου του συστήματος σε γιγαντιαίο και παντοδύναμο μηχανισμό παραπληροφόρησης και ιδεολογικής χειραγώγησης αποτελεί γεγονός. Από αυτήν την άποψη, η τοποθέτηση των πανίσχυρων και συντεχνιακά ελεγχόμενων ΜΜΕ απέναντι στο ζήτημα της εγκληματικότητας αποκτά μεγάλη σημασία.
Η αποτύπωση της «πραγματικής» βίας στην τηλεοπτική μετάδοση και στα δελτία ειδήσεων έχει αυξηθεί κατά πολύ, τόσο σε συχνότητα όσο και σε διάρκεια προβολής. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί ανταγωνίζονται για την κατ’ αποκλειστικότητα κάλυψη δραματικών γεγονότων βίας στο τηλεοπτικό πεδίο, συνοδευόμενη από την επιστημονικοφανή ανάλυσή τους από «ειδικούς» αναλυτές στα «παράθυρα».
ΙΙ. Με την δραματοποιημένη παρουσίαση της εγκληματικότητας από τα παντοδύναμα πλέον Μ.Μ.Ε., μια παρουσίαση επεξεργασμένη, συμπυκνωμένη και έτοιμη προς κατανάλωση, ο πολίτης - θεατής δυσφορεί, αγωνιά, αισθάνεται να πολιορκείται.
Ειδικότερα στην περίπτωση της κτητικής αλλά και της βίαιης εγκληματικότητας, αυτή συχνά παρουσιάζεται κατά τρόπο αποπροσανατολιστικό, προκαλώντας ανησυχία και φόβο στο κοινό, συχνά αδικαιολόγητο, μέσα από την εγκαθίδρυση μιας ιδεολογίας του φόβου και την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων για όλα τα δεινά της κοινωνίας μας1. Όπως υπογράμμισε ο Καθηγητής Αλεξιάδης «πολλές φορές ο καθημερινός ‘Τύπος’ μας σερβίρει εντυπωσιακά ερεθίσματα για να μας κερδίσει ως καταναλωτές του, μας παραπλανά σκόπιμα ή από αδιαφορία αναφορικά με το έγκλημα, επιχειρεί να καλλιεργήσει το έδαφος εκείνο που είναι κατάλληλο για να περάσουμε απόψεις ή λύσεις (για την εγκληματικότητα, τους εγκληματίες, την αντιμετώπισή τους), οι οποίες αλλιώς θα συναντούσαν δυσκολίες. Αν ο ‘Τύπος’ ήταν απλά ειλικρινής κι αν η πληροφόρηση που μας προσφέρει για το έγκλημα και την εγκληματικότητα ήταν σκέτα αντικειμενική, η προσφορά του θα μπορούσε να είναι πολύτιμη»2.
Περαιτέρω, τα παντοδύναμα Μ.Μ.Ε. αφενός έχουν αναδειχθεί σε συνδιαμορφωτή των κυρίαρχων ορισμών για το έγκλημα και τον εγκληματία και, αφετέρου, έχουν αναγκάσει ή, για να το διατυπώσουμε ορθότερα, έχουν σύρει στην κυριολεξία τα πολιτικά κόμματα σε μια κατάσταση διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας, κατά την οποία το ένα συναγωνίζεται το άλλο σε πλειοδοσία για θέματα «ασφάλειας» και «τήρησης του νόμου και της τάξης».
Το ζήτημα της εγκληματικότητας αποτελεί πλέον παράμετρο των εκλογικών αναμετρήσεων. Η διαχείριση και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας έχει αναδειχθεί σε κομβικό σημείο του κομματικού και εκλογικού ανταγωνισμού. Όπως υπογράμμισε ο David Garland, για το μεγαλύτερο χρονικό τμήμα του εικοστού αιώνα, το ζήτημα της αντεγκληματικής πολιτικής ελάχιστα αναδείχθηκε κατά την διάρκεια των προεκλογικών περιόδων σε εθνικό επίπεδο στις περιπτώσεις των Η.Π.Α. και της Βρετανίας. Η εγκληματικότητα και η αντιμετώπισή της αναδείχθηκαν ως κεντρικά σημεία της προεκλογικής agenda Ρεπουμπλικάνων και Συντηρητικών μόλις στη δεκαετία του ’60 και τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αντίστοιχα3.
ΙΙΙ. Συναφής είναι η προβληματική της δραματοποιημένης παρουσίασης της εγκληματικότητας από το λεγόμενο δικαστικό ρεπορτάζ. Το δικαστικό ρεπορτάζ των ΜΜΕ αποτελεί ένα από τα κυριότερα μέσα πληροφόρησης του κοινού σχετικά με το γενικότερο ζήτημα της εγκληματικότητας και πλέον έχει καταστεί το κύριο αίτιο πρόκλησης του αισθήματος ανασφάλειας του πολίτη για την πιθανότητα θυματοποίησής του.
Φόβος που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα της ζωής του4. Από αυτήν την άποψη κρίσιμη καθίσταται η ανάγκη για λήψη μέτρων για την ορθή λειτουργία του δικαστικού ρεπορτάζ. Όπως σημείωσε εύστοχα ο Καθηγητής Αλεξιάδης «πρέπει να καταβάλλεται προσοχή, ώστε ο δέκτης τηλεθεατής να μη σχηματίζει την εντύπωση ότι όσα εγκλήματα παρουσιάζονται είναι τα μόνα που διαπράττονται κι έτσι να κοιμάται ήσυχος, ούτε ότι όλα τα εγκλήματα που τελούνται στην χώρα μας, ή έστω, η πλειοψηφία τους είναι σαν αυτά που παρουσιάζονται στο δελτίο ειδήσεων κι έτσι να μην κοιμάται καθόλου»5.
Η ενημέρωση του κοινού για τα θέματα της εγκληματικότητας πρέπει να γίνεται με πληρότητα, διαφάνεια και χωρίς διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να αναληφθούν ανανεωτικές πρωτοβουλίες με στόχο την επίτευξη ποιοτικότερων και απροκατάληπτων παρουσιάσεων των γεγονότων που σχετίζονται με το εγκληματικό φαινόμενο με αίσθημα ευθύνης και συναίσθηση της υψηλής αποστολής τους από την πλευρά των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Τέλος, η “tough on crime” πολιτική από μόνη της δεν είναι ικανή για πολλά πράγματα στο ζήτημα της πρόληψης του εγκλήματος. Αυστηρότητα απέναντι στο εγκληματικό φαινόμενο σημαίνει πρωτίστως ουσιαστική αντιμετώπιση των κοινωνικο-οικονομικών αιτιών που το προκαλούν: “Tough on crime – Tough on the causes of crime”.
***
Χαράλαμπος Μ. Καραγιαννίδης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
MA, PhD, PostDoc in Criminology
1 Garland, D. (2000). “The Culture of High Crime Societies – Some Preconditions of Recent ‘Law and Order’ Policies”. British Journal of Criminology, vol. 40, no. 3, σελ. 353.
2 Αλεξιάδης, Σ. (1994). «Έγκλημα και Τύπος: Πανόραμα». Στο: Αντιχάρισμα στη Μνήμη του Καθηγητού Ιωάννου Κ. Παπαζαχαρίου. Τόμος Α’. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, σελ. 53.
3 Garland, D. (2000). “The Culture of High Crime Societies – Some Preconditions of Recent ‘Law and Order’ Policies”. British Journal of Criminology, 40/3, σελ. 352.
4 Ζαραφωνίτου, Χ. (1996). «Πόλη και φόβος του εγκλήματος: παραγοντικές εμπειρικές προσεγγίσεις και τοπικές πολιτικές πρόληψης» Στο: Μνήμη ΙΙ: Ι. Δασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Φ. Μπάκα. Τομέας Ποινικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών, Τόμος Γ΄. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 801-817.
5 Αλεξιάδης, Σ. (1999). «Το Δικαστικό Ρεπορτάζ στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης». Στο: Ποινικό Δίκαιο – Ελευθερία – Κράτος Δικαίου. Τιμητικός Τόμος για τον Γ.-Α. Μαγκάκη. Επιμέλεια: G. Bemmann – Δ. Σπινέλλης. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 602.