Οι Έλληνες προσήλθαν ξανά στις κάλπες μόλις ένα μήνα μετά την ήττα που υπέστη στις ευρωεκλογές ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς από τη Νέα Δημοκρατία.
Οι χθεσινές εκλογές ήταν οι εκλογές «των φανερών και των χαμένων εαυτών» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του εξαιρετικού τραγουδιού. Των «φανερών» που εδώ και καιρό βρίσκονταν σε εγρήγορση, είχαν διαυγή και συγκροτημένη άποψη, ήταν αντίθετοι στον διχαστικό και μεταιχμιακό λόγο και είχαν την πεποίθηση ότι η χώρα ακολουθούσε λάθος πορεία· και των «χαμένων εαυτών» που βρίσκονταν σε φάση αναστοχασμού και προβληματισμού για τις λάθος επιλογές που έκαναν στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Και οι δύο δείχνουν να εμπιστεύονται πλέον τη συνετή σκέψη και τον ορθό λόγο και να αναζητούν «τη γνώση που βούλεται και τη βούληση που γνωρίζει», άρα, και τους άξιους πολιτικούς που θα προχωρήσουν, χωρίς αγκυλώσεις στη θεσμική επανεκκίνηση που έχει ανάγκη η χώρα μας, αλλά και στην αλλαγή πολιτικής με σκοπό το όφελος της κοινωνίας.
Το αποτέλεσμα των χθεσινών εκλογών, των έκτων κατά σειρά από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, πασίδηλα, αφενός δικαίωσε τη Νέα Δημοκρατία και τα πολιτικά της προτάγματα, επαυξάνοντας τις ευθύνες της, αλλά και τις προσδοκίες των πολιτών και, αφετέρου, μας επανέφερε στην κανονικότητα που υφίστατο μέχρι το 2009, δηλαδή στις ισχυρές, αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Επιπρόσθετα έθεσε τις βάσεις για έναν νέο δικομματισμό ανάμεσα στην κεντροδεξιά-αστικολαϊκή Νέα Δημοκρατία και έναν ΣΥΡΙΖΑ που σε σύντομο χρονικό διάστημα θα προσπαθήσει να μετασχηματισθεί «από ένα κόμμα με τεράστια αναντιστοιχία μελών και ψηφοφόρων» σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, αλλά και από την εποχή που εξελέγη πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ο κύριος Μητσοτάκης, ο πολιτικός και αντιπολιτευτικός του λόγος, νοηματοδοτήθηκε από την αντίληψη ότι «Η Ελλάδα είναι έτοιμη για μία κυβέρνηση που θα φέρει περισσότερες επενδύσεις, καλύτερες δουλειές, λιγότερους φόρους και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» και ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Ελλάδας στις Διεθνείς Αγορές».
Σήμερα, τη μεγάλη εικόνα της αμείλικτης πραγματικότητας κατασκευάζουν ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της ανησυχίας των πολιτών και αναμφίβολα είναι ικανά να συντηρούν μακροχρόνιες κρίσεις χαμηλής ή υψηλής έντασης, οι οποίες θα πυροδοτούνται από το εκρηκτικό πλαίσιο που έχουν κατασκευάσει: οι αδύναμοι θεσμοί, η ανασφάλεια, τα μεγάλα και πιεστικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να επιτυγχάνουμε μέχρι το 2060 (3,5% έως το 2022), τα δεκατέσσερα προαπαιτούμενα που πρέπει να υλοποιηθούν συν ένα που είναι η ΔΕΗ, η τρύπα στον προϋπολογισμό, οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να αποκτήσει η χώρα ένα νέο, βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης που, σε ονομαστικές τιμές, στο τέλος του 2018 ανήλθε στα 334,6 δισ. ευρώ, δηλαδή 181,1% επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και θα αποπληρωθεί έως το 2070 (σημ.: το 2014 ήταν 317,1 δισ., δηλαδή στο 171,1% του ΑΕΠ).
Σε αυτό τον «καιρό», για να χρησιμοποιήσω τον όρο με τον οποίο ο Αριστοτέλης εννοεί τη συγκυρία, καλείται η νέα κυβέρνηση να δείξει τις δυνατότητές της.
Και αφού αρχικά καταπολεμήσει τα τέσσερα κακά, επιφανειακότητα, επιπολαιότητα, αλαζονεία, δημαγωγία, που ενδημούν σήμερα στην πολιτική, να ασκήσει πολιτική όχι στη βάση της περιβόητης φράσης του Μπίσμαρκ «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού». Γιατί πίσω από το εφικτό κρύβεται το άλλοθι για περιορισμένη δράση, ενισχύεται ο τυχοδιωκτισμός, οδηγούμαστε σε μία φαταλιστική παρακολούθηση των γεγονότων, σε μία αδράνεια και αδυναμία αλλαγής.
Σήμερα, είναι επιβεβλημένο, και λόγω των εξαιρετικά δύσκολων καταστάσεων που βιώνει η χώρα μας, η πολιτική πραξεολογία της Νέας Δημοκρατίας να έχει όραμα μεγαλύτερο από το εφικτό. Καθ’ υπερβολήν, θα λέγαμε, να ταυτίζεται με τη συνειδητή και υπεύθυνη διεκδίκηση του ανέφικτου.
Για να το επιτύχει αυτό ο νέος πρωθυπουργός κύριος Μητσοτάκης, χρειάζεται να ασκήσει ένα μείγμα συναλλακτικής και μετασχηματιστικής ηγεσίας.
Σε επίπεδο συναλλακτικής ηγεσίας, για να είναι αποτελεσματικός ένας ηγέτης χρειάζεται ιδιοσυγκρασιακή πίστωση και σχέσεις ανταλλαγής υψηλής ποιότητας.
Η ιδιοσυγκρασιακή πίστωση αφορά πρωτίστως στη σχέση του με τους πολίτες. Στην ιδιοσυγκρασιακή πίστωση χρειάζεται οι πολίτες να επιτρέπουν στον ηγέτη να είναι καινοτόμος, να μπορεί να εφαρμόσει νέες ιδέες και νέες κατευθύνσεις, να ακολουθεί δηλαδή την ιδιοσυγκρασία του.
Ποιες συνθήκες εξυπηρετούν και ενθαρρύνουν μια τέτοια σχέση μεταξύ ηγέτη και πολιτών και πότε παίρνει καλή βαθμολογία πίστωσης, δηλαδή επιβράβευσης, ο ηγέτης από τους πολίτες;
Η απάντηση είναι, όταν οι πολίτες πείθονται ότι ο ηγέτης επιδιώκει την επίτευξη ομαδικών στόχων, ταυτιζόμενος με τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες της κοινωνίας, και ότι ενσαρκώνει την πεποίθηση ότι είναι «ένας από εμάς», ότι ταυτίζεται ισχυρά με την κοινωνία και ενσωματώνει τις νόρμες και τις φιλοδοξίες της.
Στο εντυπωσιακό, θα λέγαμε ιστορικό, αποτέλεσμα των χθεσινών εκλογών (πιστεύουμε ότι θα πιστοποιηθεί και από την ποιοτική ανάλυσή του) αποτυπώνεται το γεγονός ότι οι πολίτες πείστηκαν ότι ο κύριος Μητσοτάκης μπορεί να υλοποιήσει τις προσδοκίες τους. Μένει να τον ανταμείψουν, λογικά πολύ σύντομα, και με την απαραίτητη ιδιοσυγκρασιακή πίστωση.
Οι σχέσεις ανταλλαγής υψηλής ποιότητας αφορούν και βασίζονται στην ικανότητα του ηγέτη να αναπτύσσει καλής ποιότητας προσωπικές σχέσεις με μεμονωμένα μέλη-δρώντες. Αυτό που χαρακτηρίζει τις «σχέσεις ανταλλαγής υψηλής ποιότητας» είναι ότι τα δομικά τους στοιχεία, δηλαδή οι πόροι, όπως είναι ο σεβασμός, η εμπιστοσύνη, η αξιοπιστία, ανταλλάσσονται μεταξύ ηγετών και μελών.
Μία τέτοιας ποιότητας σχέση πρέπει να καλλιεργηθεί ει δυνατόν να «χτιστεί», εν προκειμένω, με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Δ.Ν.Τ ώστε ο κύριος Μητσοτάκης να μπορέσει να διαπραγματευτεί και να πετύχει όσα ο ίδιος οραματίζεται και όσα προτάσσονται στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Σε επίπεδο, τώρα, μετασχηματιστικής ηγεσίας, ο ηγέτης εμπνέει τους πολίτες να υιοθετήσουν ένα όραμα που περιλαμβάνει περισσότερα από το ατομικό συμφέρον.
Πρέπει μέσα από τις ιδέες του, τη συμπεριφορά του και το πρόγραμμά του, δηλαδή το πρότυπο που ο ίδιος ο ηγέτης προβάλλει, να εμπνέει και να παρέχει την ενέργεια, τον τρόπο σκέψης και την αίσθηση του επείγοντος που μετασχηματίζει τους πολίτες και τους ωθεί να αμφισβητήσουν τον βασικό τρόπο σκέψης τους, τις πεποιθήσεις τους και τις πρακτικές τους με σκοπό να αναπτύξουν καινούργιες και καλύτερες.
Πάντως, μελετώντας τη μέχρι τώρα στάση του κυρίου Μητσοτάκη και με βάση τον λειτουργικό του κώδικα, για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: Ότι δεν είναι ο τύπος του ηγέτη που θα ασκήσει μια laissez-faire ηγεσία, δηλαδή μία ηγεσία μη πραγματοποίησης επιλογών, αποφάσεων ή εφαρμογής κρίσιμων μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Επιτρέψτε μου και μια μη τεκμηριωμένη εκτίμηση που στηρίζεται περισσότερη σε μια διαισθητική προσέγγιση. Θα είναι μια ηγεσία «πλήρους φάσματος», που μάλιστα θα επιβραβεύει όλους τους stake holders.
Κλείνοντας, σε μια εποχή όπου στη φρασεολογία της πολιτικής αντιπαράθεσης κυριάρχησαν, με ευθύνη της απελθούσας κυβέρνησης, τα αντιθετικά και διχαστικά δίπολα, όπως «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ή «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», η λαϊκή ετυμηγορία επαναδιατύπωσε το δίλημμα επί το ορθόν και απάντησε εμφατικά στο ερώτημα ποιος πιστεύει ότι μπορεί να καταστήσει την Ελλάδα πολιτιστικά, αξιακά, γεωστρατηγικά, και οικονομικά ισχυρότερη.