Η εβδομάδα που διανύσαμε, ήταν γεμάτη από διπλωματικά γεγονότα που ωστόσο εμμέσως ήταν συνδεδεμένα με τον Πόλεμο στην Ουκρανία, έχοντας επίκεντρο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η επίσημη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και η ομιλία του στις 17 Μαΐου ενώπιον της αμερικανικής Γερουσίας ήταν η συνθήκη εκείνη που ουσιαστικά διαμόρφωσε τις εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας σε διεθνές, διπλωματικό επίπεδο. Κι αυτό συνέβη, διότι είδαμε την άκαμπτη στάση του τουρκικού Κράτους απέναντι στη νατοϊκή Συμμαχία όσον αφορά την προσχώρηση των δύο σκανδιναβικών χώρων στο στρατιωτικό συνασπισμό, καθώς η ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο δεν παύει να αποτέλεσε μία επικοινωνιακή ήττα για το ίδιο, καθώς ως είναι γνωστό, η γειτονική χώρα επενδύει πολλά στο επικοινωνιακό κομμάτι σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο, διαμορφώνοντας την προπαγάνδα της.
Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού πρέπει να ιδωθεί σε δύο πλαίσια, καθώς τα μηνύματα που εκπέμπονται τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και κυρίως από την αμερικανική είναι διαφορετικά όσον αφορά το Κράτος, Τουρκία.
Αρχικά είναι η συνάντηση των ηγετών, Μητσοτάκη και Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο και το δεύτερο ”σκέλος” είναι η παρουσία του Έλληνα ηγέτη στην Εθνική Γερουσία των ΗΠΑ... Και γιατί πρέπει αυτά τα ίδιας διπλωματικής διάστασης γεγονότα να τα προσεγγίσουμε σε διαφορετικό πρίσμα; Γιατί η συνάντηση στο Λευκό Οίκο έχει να κάνει με τα μηνύματα που ήθελε να δώσει η αμερικανική πλευρά στην τουρκική, προκειμένου η δεύτερη να επανέλθει στην ”ευταξία” τής νατοϊκής ”επιταγής”, ενώ η ομιλία του κ.Μητσοτάκη ήταν η προβολή της Ελλάδας στην αμερικάνικη Εθνοσυνέλευση και εν γένει σε διεθνές επίπεδο.
Αυτό που πρέπει να απαντηθεί τώρα, είναι αν η επίσκεψη αυτή, της εθνικής αντιπροσωπείας, πέτυχε τον στόχο της...Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, ούτε να προσεγγιστεί με διθυράμβους, αλλά αντίθετα να αποτελέσει το έρεισμα πάνω στο οποίο μεθοδικά, βλέποντας τα αποτελέσματα της επόμενης ημέρας, να κινηθεί από εδώ και πέρα η Ελληνική Διπλωματία...
Και αυτό γιατί, όλα θα παιχτούν, αν το αμερικανικό Κράτος κινήθηκε απέναντι στην Ελλάδα με μοναδικό γνώμονα να ταρακουνήσει την Τουρκία ή οι συναντήσεις αυτές ανάμεσα στις ηγεσίες των δυο συμμάχων ήταν η επιδίωξη να αποδειχθεί, όχι μόνο με λόγια, αλλά κυρίως με πράξεις (που δεν αφορούν μόνο το πλαίσιο της ελληνοαμερικανικής , αμυντικής συνεργασίας) ότι η χώρα μας αποκτά ηγετικό ρόλο στην περιοχή μας για την αμερικανική Διπλωματία.
Και πώς θα φανεί όλο το παραπάνω; Αρχικά με το να μην παραδοθούν νέα οπλικά, αμερικανικά συστήματα στο τουρκικό κράτος, μία άλλωστε συνθήκη που έθεσε και ο Έλληνας πρωθυπουργός. Φυσικά, θα πρέπει να σημειώσουμε κι αυτό. Η Ελλάδα μετά την αναμφισβήτητα σημαντική παρουσία της στο Κογκρέσο (γιατί ο Έλληνας πρωθυπουργός μιλώντας στην αμερικάνικη Βουλή, εκείνη την στιγμή εκπροσωπούσε τη χώρα Ελλάδα) κάθε άλλο παρά από εδώ και πέρα πρέπει να φανεί, ότι ορίστηκε ως η ”θεραπαινίδα” της αμερικανικής παρουσίας στην ανατολική περιφέρεια, αλλά αντίθετα με έρεισμα τη σημασία που φέρει ως Κράτος για τις ισχυρές χώρες να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα και το δικό της ρόλο στην περιοχή της.
Οι ΗΠΑ, και τουλάχιστον αυτό δείχνει από τη συνάντηση Μπλίνκεν- Τσαβούσογλου την επομένη της παρουσίας Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, θέλουν να κρατήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς ο Αμερικανός ΥπΕξ λειτούργησε ως ”πυροσβέστης” στο καταγγελτικό λογύδριο τού Τούρκου ομολόγου του, λέγοντας, όπως τουλάχιστον ανακοίνωσε η τουρκική διπλωματία, ότι η αμερικανική Κυβέρνηση θα κρατήσει ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.
Ωστόσο οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι στο Twitter του ο κ.Μπλίνκεν αναφέρει εμφατικά τη συνάντηση που είχε στις 18 Μαΐου με τον κ. Νίκο Δένδια, χωρίς αντίθετα να γνωστοποιεί με κάποιο tweet τη διπλωματική συνεργασία του την ίδια ημέρα με τον κ.Τσαβούσογλου, κάτι που αφενός πρέπει να προβληματίσει, αν η ανακοίνωση της τουρκικής Διπλωματίας είναι στα πλαίσια της προπαγάνδας που τόσο αγαπά, αφετέρου το ποιο ήταν το αποτέλεσμα της συνάντησης των δύο επικεφαλής της αμερικανικής και τουρκικής διπλωματίας θα φανεί εν καιρώ.
Συγχρόνως, οφείλουμε να σταθούμε σε αυτό, που η Ελληνική Διπλωματία οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της, ώστε να μην χρησιμοποιηθεί, όπως αυτήν την στιγμή η Τουρκία από τις δυο χώρες, ως το μέσο ενός αμερικανορωσικού bras de fer στον ανατολικό-μεσογειακο χώρο...
Στις 19 Μαΐου, ημέρα μνήμης για τον Ελληνισμό (Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους και τα κεμαλικά στίφη), η ρωσική Πρεσβεία στην Άγκυρα έβγαλε επίσημη ανακοίνωση, χαρακτηρίζοντας τη συγκεκριμένη ημερομηνία ως επέτειο της εθνικής απελευθέρωσης των Τούρκων, που το τότε σοβιετικό κράτος είχε συμβάλλει σε αυτήν, αποτίοντας παράλληλα μέσω της ανακοίνωσης τιμή στον γενοκτόνο Κεμάλ.
Φυσικά η στάση αυτή της ρωσικής Διπλωματίας έριχνε ευθεία βέλη στην Ελλάδα, θέλοντας να την πονέσει. Και ήθελε να την πονέσει, με επίκεντρο τη θερμή υποδοχή του Έλληνα πρωθυπουργού από την αμερικανική Κυβέρνηση.
Αυτό που πρέπει να πούμε, και στη βάση των παραπάνω είναι, ότι η Ελληνική Διπλωματία, όπως ακριβώς συνηθίζει να πράττει εδώ και τρία χρόνια, οφείλει να δει με ψυχραιμία το συγκεκριμένο γεγονός, που ήταν αναμφισβήτητα ”χτύπημα κάτω από τη μέση”... Και να το δει ψύχραιμα, γιατί κάθε άλλο παρά πρέπει να αποτελέσει σε συνδυασμό με την Τουρκία ο αποδιοπομπαίος τράγος στην προκρούστεια κλίνη του αμερικανο-ρωσικού bras de fer στην ανατολικό-μεσογειακή περιοχή... Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχει και για μία Κύπρο να ενδιαφερθεί, όπως επίσης και για τις ιστορικές μειονότητές μας σε Ρωσία και Ουκρανία.
Και τι πρέπει να πράξει μετά την απαράδεκτη αυτή στάση της ρωσικής πλευράς; Η Ελλάδα οφείλει να προωθήσει με το γαλλικό και το ιταλικό Κράτος μία συνδιάσκεψη λύσης για την Ουκρανία. Οφείλει για το ρόλο και τη θέση της όχι μόνο στο μεσογειακό χώρο, αλλά και στο βαλκανικό να τεθεί επικεφαλής κατ’ουσίαν στη γεωγραφική περιοχή της και να οργανώσει μία τριμερή με Γαλλία και Ιταλία (τα δύο κράτη εξισορροπιστές της ρωσο-ουκρανικής κρίσης) έχοντας ως άμεσο στόχο την οργάνωση Συνδιάσκεψης για τον τερματισμό του Πολέμου στην Ουκρανία, παρόμοιας διάστασης με αυτή τη Διάσκεψη που είχε διεξαχθεί το Νοέμβριο του 2021 για τη Λιβύη.
Η Ελλάδα οφείλει να φανεί από εδώ και πέρα ως η ρυθμίστρια και η εγγυήτρια της ασφάλειας όχι μόνο στη γεωγραφική περιοχή της, αλλά σε διεθνές επίπεδο.