Πρώτιστη διευκρίνιση για το κείμενο που ακολουθεί είναι ότι καταπιάνεται ατελώς με έναν ανελεύθερο βραχίονα, ιδιαιτέρως δαιδαλώδη, που εκδηλώνεται σε κάθε πτυχή του κοινωνικού πράττειν με παροξυσμό. Εν προκειμένω, θα σκιαγραφήσουμε κατά το δυνατόν τη μορφή του προαναφερθέντος πνεύματος.
Δε χωρεί αμφιβολία ότι στην άτσαλη αυτή στροφή του 21ου αιώνα ο δυτικός κόσμος συσσωματώνεται στον συμπιεστή ενός ηθικοφανούς, πλαστού ‘‘ψευδό-φιλελευθερισμού’’, που ολοένα τιτρώσκει τη δημόσια σφαίρα. Βαπτίζω ‘‘ηθικοφανές’’ το αυτόκλητο τούτο ιδεολόγημα διότι μηρυκάζει δακρύβρεχτα την ανεκτικότητα – πάσης φύσεως, συγκαλύπτοντας στο μυγιάγγιχτο προσωπείο έναν διωκτικό προς την πνευματική ανεξαρτησία ζήλο.
Πιθανώς, η διαπίστωση να εγείρει κάποιες αντιπάθειες. Ουδείς μπορεί να αντιλέξει ότι το φαινόμενο της μονόπαντης ‘‘αλήθειας’’, ευρισκόμενο σε έξαλλη πορεία από τα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα μέχρι τα τηλεοπτικά παράθυρα, δένει σε πνιγηρή θηλιά τη πολυφωνία. Σε ένα τέτοιο αεροστεγές περιβάλλον, ασφυκτιά η ελεύθερη διάδοση των ιδεών (άκρως διαφωτιστικό και ολιστικό είναι το πρόσφατο βίβλιο του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Σπύρου Βλαχόπουλου: Πολιτική Ορθότητα – Η Σύγχρονη Λογοκρισία από τις εκδόσεις Ευρασία).
Θαρρώ πως το συμπέρασμα είναι κοινό κτήμα.
Μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα, το γνήσιο αίτημα περί κατοχύρωσης της ισότητας πρυτάνευε, οδηγώντας στην αισθητή άμβλυνση των διακρίσεων (λ.χ. χειραφέτηση της γυναίκας). Ήταν μια ευκταία και ειλικρινής αναζήτηση, ορατών επιτευγμάτων.
Βέβαια ξέχασαν συν τω χρόνω ότι αληθινά ανοιχτή κοινωνία αποτελεί μονό μια εθνικά και πολιτισμικά συνεκτική κοινωνία.
Πλέον, υπό τις ραδιενεργές ακτινοβολίες ενός αριστερόστροφου – κεντρογενούς μεταμοντερνισμού, έχει μεταλλαχθεί σε ένα είδος νεοπλαστικής κουλτούρας. Με άλλοθι την μειονοτική προστασία ή την ισότητα, κατασκευάζει τάχα θεραπευτικές φόρμουλες της «άρρωστης» κοινωνικής πλειοψηφίας, περιχύνοντας τες σε υγιείς νόρμες, παραδοσιακές κατά μείζονα λόγο, οι οποίες τσουβαλιάζονται ως στερεότυπα.
Με τι κριτήριο ή ορθότερα με τι θεώρηση γκρεμίζουν;
Κατά βάσιν, έναν χυλώδη και ακραίο μεταδομισμό, που ερμηνεύει την πραγματικότητα χωρίς φυσικά και αντικειμενικά δεδομένα. Η ιδανική θεώρηση προκειμένου να γεμίσεις το επιστητό με κατασκευαστικά λάθη και να παριστάνεις τον δεινό μάστορα. Εδώ η μαγική λέξη είναι η προκατάληψη.
Σημειωτέον, δεν υπάρχει πιο λαστιχένια λέξη στη σύγχρονη κοινωνιολογία από τον όρο προκατάληψη· από την πολυχρησία έχει αποξηραθεί η σημασία της, δύναται να περιλάβει τα πάντα ή και τίποτα, το κενό, χάνοντας το λειτουργικό και ερμηνευτικό της ρόλο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες λέξεις όπως ρατσισμός, φασισμός, πρόσφυγας, δημοκρατία κ.ο.κ.
Κατά τον Stuart Hall, η αστυνόμευση της γλώσσας περιστρέφεται γύρω από έναν ακραίο νομιναλισμό.
Η ισότητα απλώς χρησιμεύει σαν συγκινησιακό τοτέμ για την καπηλεία της συμπόνιας. Είναι ένα παρακαμπτήριο σύνθημα απέναντι στην λελογισμένη κριτική. Εξ ου και οποιοσδήποτε μεταμοντέρνες πρωτοβουλίες ορθοπολιτικού χαρακτήρα επικαλούνται καταχρηστικά την ισότητα. Τέτοιες επικλήσεις διαθέτουν εικονικότητα και αναιρούν την σημασία αυτής καθ’ εαυτής της ισότητας.
Ομάδες ακτιβιστών εν συμπνοία με μερίδα αριστερόχρωμων και κεντρογενών ελίτ υπερτονίζουν έναν ζυμαρώδη δικαιωματισμό προκειμένου να καταστρώσουν δεοντολογικούς εξαναγκασμούς – υπεράνω νομικής (και κοινής!) λογικής – που διαγράφουν ιλαρές ασυνέπειες.
Βιώνεται σαν υφέρπων εξουσιαστικός βολονταρισμός ή σύμφωνα με τον Umberto Ecco σαν «νέος φονταμενταλισμός».
Πως όμως πολλαπλασιάζεται μια ανάλογη διανοητική μονομανία; Πόθεν παλεύει να γίνει κυριολεκτικώς opinio juris; Επί του σημείου αυτού, ακουμπάμε αισίως τη προβληματική της ‘‘Πολιτικής Ορθότητας’’ .
Το δόγμα της πολιτικής ορθότητας – περί κλειστού συστήματος πρόκειται – χρειάζεται πέραν του αθώου προκαλύμματος, βαριά οπλισμένους δεσμοφύλακες. Ας δώσουμε ένα πρόχειρο σχήμα.
Πρώτον, ντύνει με ένα αόρατο συρματόπλεγμα το πεδίο του διαλόγου, με νήμα κάποιες αυθαίρετες κρίσεις (π.χ. η πολυπολιτισμικότητα ενισχύει την πρόοδο)· δεύτερον, το καθιστά δεοντολογία (π.χ. πρέπει να ενισχύεται η πολυπολιτισμικότητα), κατόπιν εισάγει την απαγόρευση (π.χ. καταδίκη οποιουδήποτε υπερασπίζεται εχεφρόνως την εθνική ταυτότητα – ΠΡΟΣΟΧΗ δεν αναφέρομαι σε σκοταδισμούς, το αποσαφηνίζω προκαταβολικά).
Αν και η κατηγορική συλλογιστική πορεία κινείται και ανάστροφα με αρνητικές προτάσεις, επι παραδείγματι: το έθνος είναι ένα παρελθοντικό και φαντασιακό κακό· πρέπει να φθείρουμε το έθνος, άρα επιτρέπεται η προώθηση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.
Το τι εγκυρότητα φέρει η ανωτέρω επιχειρηματολογική κατασκευή, θαρρώ πως καθίσταται κραυγαλέο το πόσο ελλιπής κρίνεται, διαδοχικά άλματα λογικής χωρίς στοιχειώδη ειρμό πάνω σε αμφίβολα αν όχι έωλα συμπεράσματα. Κατανοούμε λοιπόν, γιατί η πολιτική ορθότητα αφρίζει στον διανοητικό έλεγχο.
Ως εκ τούτου, το δόγμα της συκοφαντεί παντί τω τρόπω τον αντίλογο, σε κάθε δυνατή κλίμακα (πολιτική, ηθική, πνευματική, φιλοσοφική, θεολογική, θεσμική, επικοινωνιακή) – μηδενός του πανεπιστημίου εξαιρουμένου όπου ο λάκκος των λεόντων στήνεται σκαλωτά στις ακαδημαϊκές αίθουσες.
Ο Φράνσις Φουκογιάμα στο έργο του ‘‘Ταυτότητα. Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας’’ το διατυπώνει ευθέως «η πολιτική ορθότητα αναφέρεται σε πράγματα που δεν μπορούμε να λέμε δημόσια χωρίς να φοβηθούμε μια εξευτελιστική ηθική καταδίκη»
Ποια είναι όμως η ενδόμυχη βλέψη αυτής της λυσσώδους επίθεσης;
Μα να γιγαντωθεί το ένστικτο της αυτό-λογοκρισίας. Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι δεν τολμούν πια υπό τον ορυμαγδό αυτό να αρθρώσουν μιλιά, ειδάλλως στιγματίζονται, διασύρεται η προσωπικότητα τους, «ετικετοποιούνται» σαν «κερασφόροι ακροδεξιοί, φασίστες, θρησκόληπτοι, ψυχικά ανισόρροποι κ.α.».
Φιλήσυχοί μέχρι πρότινος πολίτες που ουδόλως διακατέχονται από τέτοιες νοσηρότητες, πλην όμως διέπραξαν ένα ανόσιο αμάρτημα: αντέδρασαν στον παραλογισμό που παρουσιάζεται σαν εξέλιξη προς τα εμπρός ή συνθηματικά «προοδευτισμός». Ο ορθοπολιτικός πυρετός ειρήσθω εν παρόδω ακουμπά μια σειρά θεματικές (π.χ. σεξουαλικότητα, κοινωνική θεωρία του φύλου, οικονομία, εξωτερική πολιτική).
Με άλλες λέξεις, η πολιτική ορθότητα παλεύει να ατροφήσει το οντολογικό θεμέλιο της ελεύθερης έκφρασης που είναι η παρρησία – το θάρρος της γνώμης.
Εδώ πρωταγωνιστές φιγουράρουν ο κυρίαρχος φόβος και η παραλυτική ενοχή. Μέσω των υπαρξιακών αυτών συμπληγάδων τα εσωτερικά κίνητρα συνθλίβονται. Δεν αρκεί απλώς να διστάζεις λόγω του κινδύνου αλλά και να υποχωρείς υπό το βάρος του πταίσματος. Όταν καλλιεργούνται ταυτόχρονα ενοχικά σύνδρομα και φοβικά αντανακλαστικά η βούληση γίνεται εύκολα χειραγωγήσιμη.
Επαναλαμβάνω, πρόκειται περί μιας πολύ ύπουλης απειλής κατά της ελευθεροφροσύνης και του γόνιμου σκεπτικισμού.
Αν οι άνθρωποι πάψουν να σκέπτονται ή να προβληματίζονται δεν θα χρειάζεται πια το «κυνήγι μαγισσών»· η φωνή θα έχει ξεψυχήσει στραγγαλισμένη στο ικρίωμα.