Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, θέλοντας να δείξει ότι το μεταναστευτικό – προσφυγικό δεν αποτελεί πλέον μείζον πρόβλημα, προέβη, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της, στην κατάργηση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Η κίνηση αυτή ήταν εσφαλμένη από κάθε άποψη και κατέδειξε την διάσταση με την πραγματικότητα του κυβερνητικού επιτελείου που προκύπτει από ελλιπή και ανεπαρκή ενημέρωση ως προς την έκταση του προβλήματος και των διαχειριστικών αναγκών που σχετίζονται με αυτό.
Επιπλέον, δείχνει την διαχρονική αδυναμία του «κράτους των Αθηνών» να συνομιλήσει με την περιφέρεια και να έχει πλήρη εικόνα για τα ζητήματα και τις προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει. Με δεδομένο ότι στις τελευταίες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές η Νέα Δημοκρατία σημείωσε πανηγυρική επιτυχία, με στελέχη της να κερδίζουν τις περισσότερες μάχες, προκύπτει ένα εσωτερικό κομματικό ζήτημα για το κατά πόσο το κυβερνών κόμμα μπορεί να επικοινωνήσει και να συνεννοηθεί με τα στελέχη του για ένα ζήτημα που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εικόνα της κυβέρνησης, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις.
Ανεξάρτητα από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που βρέθηκαν στη χώρα μας – ο χαρακτηρισμός μετανάστης ή πρόσφυγας είναι κατ’ αρχήν νομικός, η βασική τους ιδιότητα είναι η ανθρώπινη, το πρόβλημα της διαχείρισής τους είναι υπαρκτό και χρήζει απάντησης, συντονισμένης και οργανωμένης δράσης. Δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής ανάφλεξης και αποσταθεροποίησης στο εσωτερικό. Είναι ένα ζήτημα που απαιτεί εθνική συνεννόηση και δεν προσφέρεται για εκατέρωθεν μικροπολιτικές και λαϊκιστικές συμπεριφορές. Υποστήκαμε τρία μνημόνια γιατί τα κόμματα εξουσίας, αντί να διαμορφώσουν ένα κοινό μέτωπο προς το συμφέρον της πατρίδας και του Ελληνικού λαού, αναλώθηκαν σε αχρείαστους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, γιατί τάχα η λύση του ενός ήταν καλύτερη από του άλλου. Το μεταναστευτικό δεν μπορεί να εξελιχθεί σε έναν ακόμη ανταγωνισμό για το ποιος μπορεί καλύτερα και πρέπει να αποφευχθούν οι (ρητορικές) ακρότητες εκατέρωθεν. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να δημιουργήσουμε άλλη μία διαιρετική τομή εντός της κοινωνίας, άλλον έναν διχασμό, και μάλιστα επ’ αυτού του ζητήματος.
Από τη μία, δεν μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία έχει στο ενεργητικό της σωρεία διαχειριστικών λαθών ως προς το προσφυγικό, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η Ειδομένη και είναι η Μόρια, να χαρακτηρίζει ως φασίστες τον τοπικό πληθυσμό ο οποίος έχει αναλάβει ένα δυσανάλογο βάρος ήδη από το 2015. Ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που δεν μερίμνησε αφενός για τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών φιλοξενίας, αφετέρου για την διαχειριστική επάρκεια των υπηρεσιών ασύλου. Στα νησιά – υποδοχείς, αυτή τη στιγμή ο μεταναστευτικός πληθυσμός είναι αριθμητικά ίσος με τον μόνιμο πληθυσμό. Αυτό δημιουργεί ζητήματα ασφάλειας. Και είναι λάθος -οριακά ιδεοληψία- να μην αναγνωρίζεις ως δικαιολογημένη και θεμιτή την ανησυχία και τον φόβο των κατοίκων. Οι τοπικές κοινωνίες καλούνται να συμβιώσουν με έναν πληθυσμό, ο οποίος δεν μιλάει την ίδια γλώσσα και έχει ένα τελείως διαφορετικό πολιτισμικό πρότυπο. Η «ενσωμάτωση των προσφύγων – μεταναστών» ως προγραμματική θέση εξειδικεύεται μέσα από την εκπόνηση ενός συγκεκριμένου, ρεαλιστικού πλαισίου δράσης και απαιτεί αυστηρό προγραμματισμό και μακρόχρονη προσπάθεια που αφορά σε δομές υγείας, παιδείας, εργασίας. Επομένως, όταν η αξιωματική αντιπολίτευση αναλίσκεται σε αυτή τη γενικολογία χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται την έκταση του προβλήματος.
Από την άλλη, η κυβέρνηση δεν μπορεί να υιοθετεί μία ακροδεξιά ρητορική, η οποία υποκινεί τη βία εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων που ζει εξαθλιωμένη και για την κατάσταση της οποίας την ευθύνη φέρει στο ακέραιο το ελληνικό κράτος. Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονται, το κράτος είναι συνεχές και αυτό οφείλουν οι ασκούντες την εξουσία να το αντιληφθούν. Περαιτέρω, η στοχοποίηση των ΜΚΟ, εκτός του ότι είναι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, δεν συμβάλλει στην ανεύρεση λύσεων. Οι ΜΚΟ δρουν στο πεδίο, έχουν εξειδικευμένα στελέχη τα οποία μπορούν να αντλήσουν από δεξαμενές στις οποίες το ελληνικό κράτος δεν έχει πρόσβαση και ακόμα και αν είχε πρόσβαση, δεν έχει την δυνατότητα να αναπτύξει οργανωμένους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς διαχείρισης στο πεδίο. Σε μία δομή φιλοξενίας, ένας φορέας απαρτίζεται από στελέχη διαφόρων ειδικοτήτων (ενδεικτικά ιατρούς, ψυχολόγους, νομικούς, κοινωνιολόγους, μεταφραστές και οικονομικούς διαχειριστές), οι οποίοι συγκροτούν μία ευέλικτη ομάδα με ξεκάθαρους ρόλους που δρα στη βάση συγκεκριμένης δέσμης κανόνων, ενώ υπάγεται στον έλεγχο του μητρικού φορέα που συνήθως εδρεύει στο εξωτερικό. Μπορεί το ελληνικό κράτος να αναπτύξει τέτοιες δομές; Με ποια εμπειρία; Και με ποιο μακροπρόθεσμο πλάνο; Οι ΜΚΟ από το 2015 ασκούν καθήκοντα που το ελληνικό κράτος λόγω των γνωστών παθογενειών του δεν μπορεί να φέρει εις πέρας.
Υπάρχει και κάτι στο οποίο τα δύο κόμματα εξουσίας συμφωνούν: φταίει η Ευρώπη. Έστω ότι είναι έτσι. Γνωρίζουμε – αν όχι όλοι, τουλάχιστον αυτοί που εμπλέκονται στις δομές εξουσίας, ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αλλαγές παίρνουν χρόνο, απαιτούν διαπραγματεύσεις και συγκλίσεις. Αλλά η Ευρώπη είναι αυτή που είναι. Το ξέρεις. Στο μεσοδιάστημα, τι κάνεις ως ελληνικό κράτος; Δείχνεις απλώς με το δάχτυλο τους κακούς Ευρωπαίους και αυτό σε απαλλάσσει από την ευθύνη σου; Ας ενηλικιωθούμε επιτέλους. Υπάρχει μία κατάσταση, ένα δεδομένο. Πρέπει ως ελληνικό κράτος, κυβέρνηση, σύστημα εξουσίας να το διαχειριστείς. Υποχρεούσαι να βρεις τρόπο γιατί για αυτό εκλέχτηκες. Αρκετά με την παραλυτική μεμψιμοιρία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Βρισκόμαστε σε κρίσιμη ιστορική καμπή και υπάρχει ανάγκη εθνικής συνεννόησης για την εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου για την μετανάστευση που θα ακολουθηθεί από όλες τις κυβερνήσεις από ’δω και στο εξής.