Μεταψυχροπολεμική αποσταθεροποίηση με την υπογραφή των νικητών

Η μεταψυχροπολεμική εξέλιξη του διεθνούς συστήματος βρίθει παραδειγμάτων επίδειξης αλαζονείας και διατάραξης της διεθνούς τάξης
Wong Yu Liang via Getty Images

Η ισορροπία ισχύος συνιστά τη διϊστορική διέξοδο προς τη σταθερότητα, όπως καταδεικνύεται από την ιστορία της διεθνούς πολιτικής, αλλά και κατά πως επαληθεύεται από την αύξηση της έντασης της απειλής εναντίον ενός δρώντα κάθε φορά που η ισορροπία ανατρέπεται εις βάρος του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνίσταται στη διαρκώς κλιμακούμενη αναθεωρητική ρητορική και πρακτική της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας, ενόσω η χώρα μας αντιμετώπισε τη δημοσιονομική – και όχι μόνο – μέγγενη των μνημονίων και την περιστολή των εξοπλιστικών προγραμμάτων και από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα ανέπτυσσε το Α.Ε.Π. και αυτονομούσε την αμυντική βιομηχανία της.

Όπως επεσήμανε ο Kenneth Waltz σε ένα από τα σπουδαία έργα του: «Η ισορροπία ισχύος δεν επιβάλλεται τόσο από τους κρατικούς αξιωματούχους στα γεγονότα, όσο από τα γεγονότα στους κρατικούς αξιωματούχους. Δεν μπορεί να εξαλειφθεί με διακηρύξεις αλλά, αν πρόκειται να εξαλειφθεί, αυτό θα γίνει μεταβάλλοντας τις συνθήκες που τη δημιουργούν. Οι συνθήκες αυτές είναι απλώς η ύπαρξη μιας σειράς ανεξάρτητων κρατών που επιθυμούν να παραμείνουν ανεξάρτητα. Η λέξη «ανεξαρτησία» υπονοεί την ελευθερία, αλλά υπονοεί και την αναγκαιότητα να στηρίζεσαι στον εαυτό σου».

Γι’ αυτό το λόγο, μία επιτυχής αποτρεπτική στρατηγική οφείλει να καλλιεργεί την αντίληψη ότι η διατήρηση της ισορροπίας συνυφαίνεται με το κοινό συμφέρον. Αντιστρόφως, η διατάραξη της ισορροπίας ισχύος ταυτίζεται με την αποτυχία της αποτροπής. Για τον ίδιο λόγο, στο ευρύτερο πεδίο του διεθνούς συστήματος αλλά και υπό μακροπρόθεσμη οπτική, είναι προς το συμφέρον του νικητή «να μην τα παίρνει όλα», αλλά να αποκομίζει όσα του προσφέρουν τη δυνατότητα να θεμελιώσει ένα πλέγμα ισορροπίας, το οποίο εύλογα και προφανώς θα ελέγχει, χωρίς όμως αυτό να επιτείνει τα διλήμματα ασφαλείας του ηττημένου.

Οι μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις δε συνάδουν με τις ως άνω επιταγές. Η Ε.Σ.Σ.Δ. κατέρρευσε, ο διπολισμός ξεπεράστηκε, τη δεκαετία του ’90 γίναμε μάρτυρες της ανάδυσης της «μονοπολικής στιγμής» των Η.Π.Α., τα ευρωπαϊκά κράτη καθώς και εκείνα του ευρασιατικού δακτυλίου απαλλάχθηκαν από διλήμματα ασφαλείας δεκαετιών, αλλά τα επόμενα βήματα δεν ήταν αρκούντως συνετά. Η άκρατη υπερεξάπλωση με την άκριτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η απουσία συνοχής εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας συνέτειναν στην ύβρι προς τους θεμελιώδεις κανόνες της διεθνούς πολιτικής. Υπερεξάπλωση και πορεία ολοταχώς προς το θουκυδίδειο αδιέξοδο κόντρα στις προειδοποιήσεις – μεταξύ πολλών άλλων – του George Kennan, του Henry Kissinger, του John Mearsheimer έως ακόμη και του Richard Nixon.

Κατά την επαύριον της λήξης ενός ανταγωνισμού ισχύος πλανητικών διαστάσεων, όπως του Ψυχρού Πολέμου, τα πιθανά σενάρια έγκεινται είτε στη στρατηγική εκμηδένιση του ηττημένου είτε στην προσπάθεια ευθυγράμμισής του με τις μείζονες στρατηγικές κατευθύνσεις του νικητή με ταυτόχρονο σεβασμό στη γεωπολιτική υπόστασή του. Παρενθετικά, επισημαίνεται ότι η στρατηγική ευθυγράμμιση δε σημαίνει απαραίτητα κάποιου είδους τυπική σχέση ή συμμαχία, αλλά αφορά την εκ των πραγμάτων σύγκλιση αντιλήψεων, διακυβευμάτων και συμφερόντων.

Στις περιπτώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το πρώτο σενάριο ήταν ανέφικτο εξαιτίας τόσο του τεράστιου ειδικού βάρους (ιστορία, πόροι, επικράτεια κ.α.) που φέρει στη διεθνή αρένα, όσο και του πυρηνικού οπλοστασίου το οποίο διαθέτει. Το πυρηνικό όπλο βρέθηκε στο επίκεντρο των ανησυχιών των Η.Π.Α. σε τέτοιο βαθμό, που η Ουάσιγκτον προτίμησε να συμπαραταχθεί μεταψυχροπολεμικά με τη Μόσχα στην προσπάθεια της τελευταίας να συγκεντρώσει τέτοιας ιδιοσυστασίας όπλα στη δική της επικράτεια και να αποσοβηθεί η διασπορά σε άλλα κράτη της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών.

Το δεύτερο σενάριο απαιτούσε στρατηγική σύνεση, αλλά κυρίως προϋπέθετε την ύπαρξη μιας ορατής «τρίτης» απειλής. Αν η Κίνα, το 1991, βρισκόταν στην κλίμακα ισχύος που βρίσκεται σήμερα, είναι εξαιρετικά πιθανό οι Η.Π.Α. με τη Ρωσία να είχαν συγκλίνει. Βέβαια, πρόκειται για μια ακροβατική (!) υπόθεση καθώς, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα είχαμε τριπολικό διεθνές σύστημα και η πορεία των γεγονότων θα ήταν τελείως διαφορετική.

Ωστόσο, η ουσία του επιχειρήματος παραμένει. Η ύπαρξη μιας κοινής απειλής θα οδηγούσε στην αμερικανορωσική σύγκλιση υπό ανεκτούς όρους για το αδύναμο μέρος, που κατά τη δεδομένη ιστορική συγκυρία ήταν η Μόσχα. Εξάλλου, η σοφή διαχείριση της Γερμανίας μετά το 1945 ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής προτεραιότητας ανάσχεσης της Ε.Σ.Σ.Δ.. Αντιθέτως, η ανυπαρξία ορατής απειλής το 1919 οδήγησε στη Συνθήκη των Βερσαλλιών και κατ’ ουσία στην καλλιέργεια των αναγκαίων προϋποθέσεων για το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, η πολιτική του Μπίσμαρκ ήταν μια διακριτή περίπτωση στρατηγικής σύνεσης, όταν η επίτευξη νικών εναντίον των μείζονων αντιπάλων του (Αυστροουγγαρία, Γαλλία) δε συνοδευόταν από ανάλογη επέκταση, υπό το φόβο των αντισυσπειρώσεων από πλευράς τρίτων (Αγγλία, Ρωσία). Δε χρειαζόταν η ύπαρξη πυρηνικού όπλου ώστε να επιδειχθεί στρατηγική σύνεση. Αρκούσε η πεποίθηση και η γνώση ότι η Μεγάλη Δύναμη δεν εξαφανίζεται από προσώπου γης μετά την ήττα της, αλλά παραμένει σε καταστολή και εν αναμονή, εκτός αν ο νικητής κατανοήσει ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» και ως εκ τούτου, η νίκη του συνιστά ένα αποφασιστικό μεν, όμως ότι τελικό, βήμα. Σε αυτή την περίπτωση, αποκομίζει κέρδη αλλά όχι στο επίπεδο, κατά το οποίο θα θίξει τις στρατηγικές ευαισθησίες της εν υπνώσει Μεγάλης Δύναμης.

Η μεταψυχροπολεμική εξέλιξη του διεθνούς συστήματος βρίθει παραδειγμάτων επίδειξης αλαζονείας και διατάραξης της διεθνούς τάξης, η οποία αποτελεί το κέλυφος της ειρήνης και της σταθερότητας μετά το 1945. Διεθνής τάξη, η οποία συνάδει αφενός με τις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου και αφετέρου με το σεβασμό των σφαιρών επιρροής, όπως διαμορφώθηκαν κατόπιν της τελευταίας χρονικά μείζονος πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων.

Δημοφιλή