Μεθεόρτια - Σημαιοφόροι, Χρήστος Αντωναρόπουλος

Μουσείο Βορρέ, Παιανία. Ως το τέλος Φεβρουαρίου. Αυτή την Κυριακή στη μία το μεσημέρι ξενάγηση από τον επιμελητή της έκθεσης Μ. Στεφανίδη.
.
.
.

Κάθε πραγματικότης μού ήταν αποκρουστική.

21.7.28 Καρυωτάκης

Στον τόπο αυτό που περισσεύουν οι γιορτές και η πανηγύρεις ελάχιστοι σκέφτονται τα μεθεόρτια. Δηλαδή το τέλος των πανηγυρισμών και την ώρα του υλικού ή συμβολικού λογαριασμού της ”εορτής”. Αφού στον τόπο μας το θρίαμβο κάποιου ’21 ακολουθεί σχεδόν νομοτελειακά τραγωδία ενός ’22. Ο Χρήστος Αντωναρόπουλος τα τελευταία τέσσερα χρόνια δουλεύει μία συνταρακτική σειρά έργων, ένα δοκίμιο πάνω στη βία, κοινωνική, πολιτική, ψυχολογική, έχοντας ως θέμα του μοναχικές φιγούρες που οδηγούν τεράστια σκυλιά, αστυνομικούς, γυναίκες και άντρες, σε ασκήσεις βακχικής οχείας και τέλος σημαιοφόρους. Μοναχικές φιγούρες, εξπρεσιονιστικά παραμορφωμένες, πρόσωπα σαφώς αποκλίνοντα, σαλοί του σήμερα που κραδαίνουν με υπερηφάνεια ή απόγνωση κάτι κουρασμένες, ταλαιπωρημένες από το σημασιολογικό τους υπερφορτίο, σημαίες.

Πρόκειται για αυτό που συμβαίνει όταν σβήνουν οι προβολείς, όταν κατεβαίνουν οι ρήτορες από τις εξέδρες και όταν σταματούν οι μπάντες να παιανίζουν. Όταν τελειώσουν οι εορτασμοί και τα επινίκια.

Τί συμβαίνει τότε; Τότε εμφανίζονται οι σημαιοφόροι του ζωγράφου γεμάτοι υπερηφάνεια και απόγνωση. Κυρίως γιατί ελλείπει από την κοινωνία μας η ουσιαστική συνείδηση ιστορίας. Ή, ακόμη χειρότερα, ο τρόμος της ιστορίας. Θα μπορούσα να υποτιτλίσω την συγκεκριμένη ενότητα ”Μεθεόρτια - Σημαιοφόροι” ως ”Πρόσωπα που κοιτούν την ιστορία τους”.

Πρόσωπα δηλαδή και όχι προσωπεία που διαθέτουν συνείδηση ιστορίας και δεν επιβιώνουν απλώς στον συγκεκριμένο χώρο χρόνο τυχαίοι, αθώοι κι ανεύθυνοι. Είναι μάλιστα πολύ σημαδιακή η σύμπτωση πως η έκθεση συμπίπτει με μία προεκλογική περίοδο.

Ο Αντωναρόπουλος μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα σε πειραματικά έργα με φωτισμούς LED και plexiglass επιστρέφει στην καθαρόαιμη ζωγραφική και μάλιστα με έναν θριαμβευτικό όσο και δραματικά βαρυσήμαντο τρόπο. Εξπρεσιονιστής στην παράδοση του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου και της εποχής του. Έρχεται λοιπόν να μιλήσει για το τώρα, για την κρίση, τον ανώφελο εθνικισμό αλλά και την ανάγκη για μία πατρίδα ανέγγιχτη από τα κούφια λόγια εξουσίας και την αδυναμία των ”υπηκόων” της εξουσίας αυτής να ζήσουν με αξιοπρέπεια και πνεύμα αντίστασης. Με άλλα λόγια την παράνοια των ημερών δηλαδή, κάτι που δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο.

.
.
.

Από την άλλη διερωτώμαι συχνά σε ποιούς απευθύνεται σήμερα η ζωγραφική; Σε πόσους η ποίηση; Απέναντι στην γοητεία της κινούμενης εικόνας, του σινεμά ή της τηλεόρασης, πόσους οπαδούς διατηρεί ακόμα η στατική ζωγραφιά; Για ποιούς κυματίζουν τα λάβαρα τους οι σημαιοφόροι του Αντωναρόπουλου; Πόσους αναγνώστες δικαιούται εκείνη η λογοτεχνία που δεν γράφτηκε για να γίνει ανώδυνο bestseller. Απέναντι στον εργαλειακό, τον εύκολα επικοινωνιακό λόγο πόσες πιθανότητες έχει εκείνος ο λόγος που υπερβαίνει την επικοινωνία; Για ποιούς άραγε ζωγραφίζονται σήμερα οι πίνακες που εξακολουθούν να ζωγραφίζονται; Πόσοι γοητεύονται όχι από τις απαντήσεις αλλά από τα ερωτήματα που θέτουν οι εικόνες; Τα βιβλία που εκδίδονται με τόσο μόχθο;

Το κοινό παρά την τερατώδη αγορά τέχνης ή το κοσμικό boom των εικαστικών, παρά τις διασημότητες της γραφής λιγοστεύει δραματικά απομακρύνεται από την τέχνη, η οποία υπαρξιακός τον αφορά όλο και λιγότερο. Σαν να στρέφει τα νώτα του στην ομορφιά από απόγνωση και αντικαθίσταται από βιαστικούς καταναλωτές που προτιμούν αντί της αισθητικής τη χρησιμότητα και, ακόμα χειρότερα, τη διακόσμηση.

.
.
.

Οι αληθινοί δημιουργοί, δηλαδή οι ευαίσθητοι και οι προβληματισμένοι, αυτοί που έχουν συνείδηση όλης της ματαιότητας της εποχής μας ασφυκτιούν αλλά, όπως θα ήθελε κι ο Μπέκετ, συνεχίζουν. Είναι αυτοί που η ευθύνη ή κι ο τρόμος της ομορφιάς, τούς κατακαίει τα σπλάχνα συχνά διαπιστώνοντας πως δεν έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.

Πως δεν παρεμβαίνουν στο κοινωνικό σώμα, δεν το καθοδηγούν όπως είναι ο πραγματικός τους ρόλος. Παρόλα αυτά συνεχίζουν ελπίζοντας πώς τα σημερινά τους έργα, τα βιβλία, τα ποιήματα, οι ζωγραφικές θα βρουν φιλικά βλέμματα και αποδοχή από τους θεατές του αύριο. Πως θα κερδίσουν δηλαδή το παιχνίδι με την Ιστορία. Πως οι καταληκτική σαλοί του Αντωναρόπουλου με τις σημαίες μιας πατρίδας καθημαγμένης μπορούν να ελπίζουν σ′ ένα είδος δικαίωσης. Αν και δεν υπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη ουτοπία από την επένδυση στον αναγνώστη ή τον θεατή του μέλλοντος.

Στον ”συνένοχο” που δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Πεσιμισμός; Όχι κατ′ ανάγκην. Ρεαλισμός της απόγνωσης καλύτερα. Για την ομορφιά που όλο δραπετεύει. Κι όλο και περισσότερο την αποζητούμε...

Μάνος Στεφανίδης

Δημοφιλή