Είχαν «γλιτώσει» για χρόνια ολόκληρα χωρίς να αποκαλυφθεί η παραμικρή υπόνοια για τις πράξεις τους και εκείνες που είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση πίστευαν ότι οι δράστες δεν θα αντιμετώπιζαν ποτέ καμία συνέπεια. Τον Οκτώβριο του 2017, οι New York Times δημοσίευσαν ένα άρθρο που παρουσίαζε με λεπτομέρειες τις καταγγελίες κατά του Χάρβει Γουάινσταιν για τις παρενοχλήσεις και σεξουαλικές κακοποιήσεις σε ηθοποιούς και παραγωγούς. Αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την «πτώση» του παραγωγού από τη υψηλή θέση και επιρροή του στο Χόλιγουντ.
Ένα χρόνο αργότερα και παρά τις όποιες αντιδράσεις δέχεται το κίνημα #MeToo, μπορεί να καταγραφεί ένας απολογισμός για το πώς η περίπτωση Γουάινσταιν άλλαξε την εξουσία. Μια νέα ανάλυση των New York Times διαπίστωσε ότι μετά τη δημοσιοποίηση της πρώτης καταγγελίας, τουλάχιστον 200 επώνυμοι άνδρες έχασαν τη δουλειά τους από δημόσιους ισχυρισμούς για σεξουαλική παρενόχληση. Ορισμένοι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και του Γουάινσταιν βρίσκονται αντιμέτωποι με ποινικές διώξεις. Τουλάχιστον 920 άτομα αποκάλυψαν ότι υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση από κάποιον στη λίστα των επωνύμων. Και σχεδόν οι μισοί από αυτούς που απολύθηκαν, αντικαταστάθηκαν από γυναίκες.
Αντίθετα, ένα χρόνο πριν τις δημόσιες καταγγελίες εναντίον του Γουάινσταιν, λιγότεροι από 30 άνθρωποι σε υψηλές επαγγελματικές θέσεις παραιτήθηκαν ή απολύθηκαν μετά από κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση. Η πτώση της καριέρας του παρουσιαστή του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου Fox, Μπιλ Ο’ Ράιλι τον Απρίλιο του 2017, αποδείχθηκε ότι ήταν απλώς προάγγελος των αλλαγών που επρόκειτο να συμβούν.
«Δεν έχουμε δει ποτέ έως τώρα παρόμοιο φαινόμενο», δήλωσε ο Τζοαν Γουίλιαμς, καθηγητής Νομικής-μελετητής του ρόλου των φύλων, στο Πανεπιστήμιο Hastings της Καλιφόρνια. «Η πρόσληψη γυναικών στην εργασία θεωρούνταν πάντα επίφοβη, επειδή κάποια στιγμή στο μέλλον ίσως να υπάρχει επιθυμία για δημιουργία οικογένειας. Σήμερα όμως, οι προσλήψεις ανδρών είναι εκείνες που θεωρούνται ότι ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο».
Η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο έχει σταματήσει μόνο σε πολύ μικρό βαθμό. Η ομοσπονδιακή νομοθεσία εξακολουθεί να μην προστατεύει πλήρως μεγάλες ομάδες γυναικών, συμπεριλαμβανομένων όσων εργάζονται ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες ή σε εταιρείες με λιγότερους από 15 υπαλλήλους. Οι νέες πολιτικές στο χώρο εργασίας έχουν μικρό αποτέλεσμα, αν δεν συνοδεύονται από βαθύτερες αλλαγές κουλτούρας. Και όπως έδειξε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μπρετ Κάβανο, οι Αμερικανοί πολίτες διαφωνούν για τον τρόπο με τον οποίο θα αποδίδεται ευθύνη στους ανθρώπους που κατηγορούνται για σεξουαλική κακοποίηση και για την αξιοπιστία των σχετικών ενδείξεων.
Αλλά η ανάλυση δείχνει ότι το κίνημα #MeToo συγκλόνισε και εξακολουθεί να ταρακουνά τις δομές εξουσίας στους πιο προβεβλημένους τομείς της κοινωνίας. Ένα ποσοστό 48% από αυτούς που απολύθηκαν, αντικαταστάθηκαν από γυναίκες. Από το ποσοστό αυτό, το ένα τρίτο αφορούσε όσους εργάζονται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, το ένα τέταρτο στην κυβέρνηση και το ένα πέμπτο στη βιομηχανία ψυχαγωγίας και στις τέχνες. Για παράδειγμα, η Ρόμπιν Ράιτ αντικατέστησε τον Κέβιν Σπέισι ως πρωταγωνίστρια στο «House of Cards», η Έμιλι Νεμενς αντικατέστησε τον Λόριν Στάιν στο «The Paris Review» και η Τίνα Σμιθ αντικατέστησε τον Αλ Φράνκεν, στη θέση του γερουσιαστή της Μινεσότα.
Οι αντικαταστάτριες
Οι γυναίκες αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος και δύναμη σε οργανώσεις που έχουν πληγεί από περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, γεγονός που ίσως να έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Η κατάληψη θέσεων εξουσίας από το γυναικείο φύλο δεν εγγυάται απαραίτητα την αλλαγή. Οι γυναίκες έχουν αντιμετωπίσει παρενοχλήσεις και έχουν καλύψει τέτοιες συμπεριφορές. Ορισμένες γυναίκες απειλούνται να βρεθούν αντιμέτωπες με «το κενό»- όταν καταλάβουν ηγετικές θέσεις σε περιόδους οργανωτικής κρίσης, όπου η πιθανότητα αποτυχίας είναι μεγαλύτερη. Κι ενώ ένας σημαντικός αριθμός γυναικών ανέβηκε στην ιεραρχία της εξουσίας μετά την πτώση του Γουάινσταιν, η υποεκπροσώπισή τους στην κορυφή των Αμερικανικών ιδρυμάτων παραμένει ιδιαίτερα ανεπαρκής.
Η έρευνα έχει επανειλημμένα δείξει ότι οι γυναίκες τείνουν να έχουν έναν διαφορετικό τρόπο διοίκησης. Σε γενικές γραμμές, δημιουργούν ένα εργασιακό περιβάλλον όπου επικρατεί ο σεβασμός και έτσι γίνεται λιγότερο πιθανό ένα περιστατικό παρενόχλησης. Σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, οι εργαζόμενες αισθάνονται πιο άνετα να το αναφέρουν. Οι γυναίκες σε ηγετικές θέσεις τείνουν να προσλαμβάνουν και να προωθούν περισσότερες γυναίκες. Να τις αμείβουν με πιο δίκαιο τρόπο και να καθιστούν τις εταιρείες πιο κερδοφόρες. Οι γυναίκες φέρνουν τις δικές τους εμπειρίες ζωής και προοπτικές στη λήψη αποφάσεων, κάτι που μπορεί να βοηθήσει την επιχείρηση. Σε κυβερνητικές θέσεις, έχει αποδειχθεί ότι οι γυναίκες είναι πιο συνεργάσιμες και αμερόληπτες και ότι προωθούν περισσότερες πολιτικές υποστήριξης των γυναικών, των παιδιών και της κοινωνικής πρόνοιας.
Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στη βιομηχανία ψυχαγωγίας, πολλές γυναίκες που αντικατέστησαν άνδρες σε θέσεις εργασίας έχουν αλλάξει τον τόνο και την ουσία αυτού που προσφέρουν στο κοινό - και σε μερικές περιπτώσεις, οι επιπτώσεις του #MeToo έχουν διαμορφώσει τις αποφάσεις τους. Οι προσωπικές εμπειρίες των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης αυτής της μητρότητας, μπορούν να προσφέρουν ένα πιο φιλόξενο χώρο εργασίας σε άλλες γυναίκες.
Οι αλλαγές όμως που μπορούν να κάνουν οι γυναίκες που έχουν εξελιχθεί επαγγελματικά και έχουν αναλάβει θέσεις μεγαλύτερης ευθύνης, φθάνουν μέχρι αυτό το στάδιο, γιατί εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα ανδροκρατούμενο σύστημα. Περισσότερο από το 10% των ανδρών που εκδιώχθηκαν έχουν προσπαθήσει να επιστρέψουν ή έχουν εκφράσει σχετική επιθυμία και πολλοί από αυτούς δεν έχασαν ποτέ την οικονομική τους δύναμη.
«Δεν έχουν βιώσει το ίδιο ”τραύμα” με αυτό που υπέστησαν τα θύματα της παρενόχλησης», δήλωσε η Ταράνα Μπερκ, ιδρύτρια του κινήματος #MeToo, το οποίο ξεκίνησε το 2006 για να υποστηρίξει αυτές που ξεπέρασαν το πλήγμα από σεξουαλική παρενόχληση και βίαιη συμπεριφορά (το hashtag έγινε viral πριν ένα χρόνο καθώς το χρησιμοποίησαν οι γυναίκες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μιλήσουν για την παρενόχληση και τη βία που βίωσαν). «Και πολύ λίγοι από αυτούς που έχουν αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις τους ζήτησαν προσωπικά συγγνώμη. Πού είναι η αυτοκριτική και η ανάληψη των ευθυνών τους; Ίσως, αν είχαμε κάποιες τέτοιες ενδείξεις, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια πιο σοβαρή συζήτηση για το δρόμο προς την ”εξιλέωση”», είπε η Μπερκ.
Πηγή: The New York Times