Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ή κατευναστική διολίσθηση;

Η εικόνα στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο προσήκει περισσότερο στην εφαρμογή, εκ μέρους της Τουρκίας, μίας στρατηγικής πειθαναγκασμού και αλλαγής του status quo.
Eurokinissi

Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), ως πρακτική διεθνούς πολιτικής, μας προέκυψαν μετά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου του 1987. Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες, μεταξύ των τότε Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας Κάρολου Παπούλια και της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ για την υιοθέτηση ΜΟΕ, ξεκίνησαν τον Μάιο του 1988 στην Βουλιαγμένη. Κατόπιν διαπραγματεύσεων, οι δυο πλευρές κατέληξαν στο ομώνυμο μνημόνιο το οποίο προέβλεπε: i) αμφότερα τα μέρη θα αναγνώριζαν το δικαίωμα στη χρήση της ανοιχτής θάλασσας και του διεθνούς εναέριου χώρου. ii) Κατά την διεξαγωγή εθνικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων, θα επιδίωκαν την αποφυγή της παρακώλυσης της ομαλής ναυσιπλοΐας και εναέριας κυκλοφορίας. iii) ο σχεδιασμός ασκήσεων, που απαιτούν έκδοση ΝΟΤΑΜ, να υλοποιείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η απομόνωση περιοχών. iv) Με στόχο την επίτευξη των ανωτέρω, οι δυο πλευρές θα επικοινωνούσαν δια της διπλωματικής οδού.

Λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο του 1988, υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη ένα δεύτερο μνημόνιο, το οποίο περιείχε τις παρακάτω πρόνοιες. i) Τα πλοία και αεροσκάφη θα δρούσαν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής συμπεριφοράς. ii) Οι ναυτικές μονάδες των μερών θα απείχαν από πράξεις παρενόχλησης. iii) Οι ναυτικές μονάδες επιτήρησης δεν θα παρεμπόδιζαν τα πλοία του άλλου μέρους, κατά διάρκεια ασκήσεων, με ή χωρίς πυρά. iv) Οι πιλότοι των αεροσκαφών των δυο πλευρών θα επιδείκνυαν την ύψιστη προσοχή, όταν θα βρίσκονταν πλησίον σε αεροσκάφος της άλλης πλευράς και δεν θα έκαναν επικίνδυνους ελιγμούς για την ασφάλεια της πτήσης ή της αποστολής τους. v) Οι δυο πλευρές θα ενημέρωναν κατ’ αρχήν η μία την άλλη μέσω διπλωματικών διαύλων, προτού προβούν σε επίσημες δηλώσεις.

Η τριακονταετής πρακτική κατέδειξε ότι τα ΜΟΕ, δεν εφαρμόζονται στη βάση της αμοιβαιότητας, αλλά παραβιάζονται κατά το δοκούν από την Τουρκία χωρίς ουσιαστικές συνέπειες, ούτε κατά την διάρκεια της παραβίασής τους, ούτε μετέπειτα. Προς αποφυγή παρανοήσεων, εν γένει τα ΜΟΕ αποτελούν εργαλείο που επιδρά θετικά στην πρόληψη κρίσεων, μόνο όταν ισχύουν αμοιβαίως, διαφορετικά λειτουργούν ετεροβαρώς και συνιστούν αυτοπεριορισμό της μίας πλευράς. Προφανώς, η τήρηση των τωρινών ΜΟΕ οφείλει να είναι πρόκριμα για την σύναψη νέων. Εκτός κι αν διαπραγματευόμαστε για την σύναψη νέων διευρυμένων ΜΟΕ, ενώ δεν τηρούνται τα συμφωνημένα. Αν συμβαίνει αυτό, θα συνιστά παγκόσμια πρωτοτυπία˙ είναι περιττό να αναφέρουμε το πώς θα εκλάβει η Τουρκία ένα τέτοιο γεγονός.

Μετά την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, υιοθετήθηκε από την τότε πολιτική ηγεσία το στρατήγημα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, ως μέσο εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η βασική του σύλληψη ήταν ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα οδηγούσε την τουρκική εξωτερική πολιτική σε κανονιστικές ατραπούς. Πέραν των λανθασμένων υποθέσεων του εν λόγω στρατηγήματος, είκοσι έτη μετά η ενταξιακή πορεία της Τουρκιάς πνέει τα λοίσθια, αλλά κυρίως η συγκεκριμένη πολιτική εξελίχθηκε σε μία θύραθεν διαδικασία αποδοχής του τουρκικού ηγεμονισμού. Το παράδοξο είναι, ότι αντί να μειώνεται η επιρροή τέτοιων αντιλήψεων, διότι εκλείπει ο βασικός παράγοντας μεταστροφής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής -δηλαδή η διαδικασία εξευρωπαϊσμού της- παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία μία τάση αποδοχής ενός διαρκώς αυξανόμενου τουρκικού ηγεμονισμού. Τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά τα βήματα προς την εκλογίκευση και την αποδοχή του τουρκικού αναθεωρητισμού εννοιολογήθηκαν στη βάση κάποιων δήθεν αντικειμενικών κριτηρίων και αμοιβαίων δικαιωμάτων. Βέβαια, η συγκεκριμένη διαδικασία δρομολογήθηκε από την κορυφή προς την βάση της κοινωνίας, συνδιαμορφώνοντας ένα ιδιάζον συλλογικό «σύνδρομο της Στοκχόλμης», σχετικά με την αποδοχή της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας από την Ελλάδα και την Κύπρο.

Στην παρούσα συγκυρία, όπου η Τουρκία αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από το δυτικό στρατηγικό πλαίσιο, οι θιασώτες της αποδοχής του τουρκικού ηγεμονισμού δεν πτοούνται, ούτε από την αυταρχική της μετεξέλιξη, ούτε βέβαια από την επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Οι πρόσφατες ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ δεν χρήζουν μόνο διαφορετικής -της συνηθισμένης- αντιμετώπισης, αλλά αποδομούν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις κυρίαρχες αντιλήψεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, σχετικά με την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η μεταστροφή της τουρκικής κοινωνίας και η ανάδειξη ενός νέου -με πιο αμιγή χαρακτηριστικά- τουρκικού αναθεωρητισμού, λογικά θα έκαμπταν τα επιχειρήματα της εν λόγω στρατηγικής. Δύο δεκαετίες μετά τον «εξευρωπαϊσμό» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η εσωτερίκευση της τουρκικής επιθετικότητας στην ελληνική κοινωνία σταδιακά λαμβάνει τη μορφή εκείθεν δικαιωμάτων και ενός εντεύθεν (εξ)ορθολογισμού. Η απευκταία απεμπόληση, σαφών και προσδιορισμένων από το διεθνές δίκαιο, κυριαρχικών δικαιωμάτων ενδέχεται να θεωρηθεί ως έντιμος και δίκαιος συμβιβασμός˙ ίσως και αντι-ιμπεριαλιστική συμφωνία έναντι των αμερικανικών στοχεύσεων.

Ο Τούρκος Πρόεδρος, λόγω της αμετροέπειάς του, βρίσκεται εντός μίας «γεωπολιτικής μέγγενης»˙ όσο χρόνο κι αν κέρδισε ο Ερντογαν έχει να αποφασίσει ανάμεσα στο κόστος που μπορούν να του επιβάλουν οι ΗΠΑ ή αυτού που μπορεί να του επιφέρει η Ρωσσία. Προφανώς, η Ουάσιγκτόν δύναται - και το κάνει ήδη- να του προκαλέσει πολλαπλάσια ζημία. Μία όμως ορθολογική υποχώρηση του Τούρκου Πρόεδρου έναντι των ΗΠΑ, θα του «τσαλακώσει» την εικόνα στο εσωτερικό, πως υποχώρησε έναντι ενός υπέρτερου αντιπάλου. Σ’ αυτήν την άσχημη για την γείτονα συγκυρία, γιατί τέτοια ζέση ανάταξης ή διεύρυνσης των ΜΟΕ, πόσο μάλλον από μία απερχόμενη κυβέρνηση;

Ας μην συγχέουν οι νυν αλλά και οι επόμενοι, αρμόδιοι υπουργοί, την στοχευόμενη προσπάθεια της Άγκυρας να αλλάξει προς όφελός της το status quo στο Αιγαίο και να επιβάλει της θέσεις της στην ανατολική Μεσόγειο, στη βάση των στρατιωτικών συσχετισμών, με την αποφυγή ενός ατυχήματος και μίας κρίσης. Η εικόνα στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο προσήκει περισσότερο στην εφαρμογή, εκ μέρους της Τουρκίας, μίας στρατηγικής πειθαναγκασμού – αλλαγή του status quo μέσω της απειλής χρήσης βίας- παρά στην αμοιβαία επιδίωξη αποφυγής ενός ατυχήματος.

Δημοφιλή