«τό πιθανότερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καί μέθην·
ὑπεροψίαν καί μέθην θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος».
Κ. Καβάφης, Ὁ Δαρεῖος
Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών υπήρξαν ένα ράπισμα στην υπεροψία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Υπεροψία που οδήγησε το κυβερνητικό στρατόπεδο σε μία πληθώρα σφαλμάτων, συχνά τόσο πρόδηλων ώστε πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τα διαπράξει κανείς εν νηφαλιότητι. Και όμως, η κυβερνώσα κεντροδεξιά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός τα διέπραξαν.
Αρχικώς, αποφάσισαν ετσιθελικά να επιβάλουν σε όλες τις περιφέρειες υποψηφίους της στενής επιλογής του κομματικού κέντρου, αγνοώντας τις διαθέσεις των ίδιων των περιφερειακών μηχανισμών της Νέας Δημοκρατίας και των τοπικών κοινωνιών. Έτσι επέμειναν στον Κασαπίδη, στη Δυτική Μακεδονία, στον Ζέρβα, στη Θεσσαλονίκη, και, ακόμα χειρότερα, στον Αγοραστό στη Θεσσαλία, παρότι ήταν φανερό πως επρόκειτο για επιλογές ιδιαίτερα προβληματικές.
Στη Θεσσαλία, η εμμονή στον Αγοραστό υπήρξε κυριολεκτικά καταστροφική, και εξελήφθη ως ύβρις από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όχι μόνο της Θεσσαλίας αλλά ολόκληρης της Ελλάδας. Διότι βαρύνεται, τουλάχιστον, με τεράστιες παραλείψεις που επιδείνωσαν τις συνέπειες της καταστροφικής πλημμύρας και επομένως θα έπρεπε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τις καταστροφές.
Στη δε Θεσσαλονίκη, η επιμονή στον Ζέρβα, που, σύμφωνα με τις απόψεις όλων των Θεσσαλονικέων, ήταν ένας κακός δήμαρχος και δεν μπόρεσε να λύσει ούτε καν το πρόβλημα των σκουπιδιών, υπήρξε απόλυτα λανθασμένη. Πολλώ μάλλον αν ληφθεί υπόψιν ότι ο ανθυποψήφιός του, Αγγελούδης, δεν εμφανίστηκε με κομματικό χρίσμα και περιλαμβάνει στο ψηφοδέλτιό του γνωστά νεοδημοκρατικά στελέχη, τα οποία μάλιστα και εξελέγησαν.
Τέλος, και το χειρότερο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός ακολούθησε μια πολιτική εντελώς αλαζονική και απόλυτα λανθασμένη πολιτικά με το να επιλέξει στον δεύτερο γύρο να δεσμευτεί ανοιχτά υπέρ των συγκεκριμένων υποψηφίων, γεγονός που προκάλεσε άσχημη εντύπωση στην πλειοψηφία των Ελλήνων και κυρίως μετέβαλε τον δεύτερο γύρο των εκλογών σε μία μάχη: η Νέα Δημοκρατία εναντίον όλων των υπολοίπων.
Αντίθετα, εάν, στον δεύτερο γύρο, επέλεγε –μετά την περιφανή πολιτική νίκη του πρώτου γύρου, όπου οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις καταγράφηκαν με το δικό τους ποσοστό– να μείνει αποστασιοποιημένος και να καλέσει τους Έλληνες ψηφοφόρους να επιλέξουν με βάση αυτοδιοικητικά και προσωπικά κριτήρια, τα αποτελέσματα θα ήταν ίσως πολύ καλύτερα. Προπαντός, δεν θα δημιουργούσε ένα κλίμα αντισυσπείρωσης, όπου όλες οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν απέναντι στην επίσημη επιλογή της Νέας Δημοκρατίας. Και ως γνωστόν, η Νέα Δημοκρατία είχε εκλεγεί με το 41% των ψήφων, ενώ ακόμα και αυτό το ποσοστό δεν το έχει στο τσεπάκι. Η τακτική της έστρεψε τουλάχιστον το 60% εναντίον της και υπήρξε κυριολεκτικά αυτοκτονική.
Επί πλέον, επέτεινε τις τάσεις αποχής των νεοδημοκρατών από τις εκλογές ενώ, αντίθετα, αποτέλεσε κίνητρο συμμετοχής για ένα μεγάλο μέρος των αντιπολιτευόμενων. Αν σε όλα αυτά προστεθούν οι άκομψες, τουλάχιστον, παραινέσεις του ανεκδιήγητου Αυγενάκη στους Θεσσαλούς ψηφοφόρους, και ίσως και του Άδωνι Γεωργιάδη στο Χαλάνδρι, που εξελήφθησαν –και δικαίως– ως έμμεσοι εκβιασμοί, η εικόνα ολοκληρώνεται.
Άφησα τελευταία την περίπτωση του Δήμου της Αθήνας για την οποία έχω άμεση εικόνα, μια και εξακολουθώ να είμαι μέλος του δημοτικού συμβουλίου, εκλεγμένος με την παράταξη Αθήνα για την Ελλάδα. Εδώ η υπεροψία και η μέθη δεν υπήρξαν απλώς κυβερνητική πολιτική αλλά βαρύνουν προδήλως τον ίδιο το Δήμαρχο Κώστα Μπακογιάννη.
Η εμμονή του μέχρι το τέλος στη λανθασμένη επιλογή του «Μεγάλου Περιπάτου» δεν ήταν παρά μόνο η ορατή όψη του παγόβουνου μιας ολόκληρης πολιτικής. Μιας πολιτικής που επικέντρωνε όλες τις προσπάθειες και τους πόρους του Δήμου στην τουριστική βιτρίνα της Αθήνας, γύρω από την πλατεία Συντάγματος, έχοντας εγκαταλείψει κυριολεκτικά στο έλεός τους όλες τις υποβαθμισμένες συνοικίες. Κανένα μέτρο ενίσχυσης των νέων ζευγαριών, αντιμετώπισης της φτώχειας με μείωση των δημοτικών τελών, και καμιά μέριμνα απέναντι στη μαζική εγκατάσταση μεταναστών. Εγώ προσωπικά ήρθα επανειλημμένα σε σύγκρουση με τον Δήμαρχο και την παράταξή του γύρω από αυτά τα ζητήματα.
Και αξίζει να θυμηθούμε ότι, στις προεκλογικές του δεσμεύσεις, το 2019, υποστήριζε ότι η Αθήνα δεν μπορεί να αποτελέσει το hotspot της Ελλάδας, και ότι θα πρέπει να υπάρχει μια προσπάθεια αποτροπής της δημιουργίας γκέτο και μία διασπορά στο σύνολο του λεκανοπεδίου και της Ελλάδας. Και όμως, σε συνεργασία με τις ΜΚΟ, που κάποτε διευθύνονται και από στενά συγγενικά του πρόσωπα, έκανε το ακριβώς αντίθετο και άφησε την κατάσταση να επιδεινωθεί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πραγματικό νοικοκύρεμα στον τομέα των απορριμμάτων δεν ήταν αρκετό για επιτρέψει την επανεκλογή Μπακογιάννη. Το 70% των ψηφοφόρων της Αθήνας, στον πρώτο γύρο, και σχεδόν το 75% στον δεύτερο επέλεξαν να ψηφίσουν με τα πόδια, δηλαδή αποφεύγοντας συστηματικά τις κάλπες. Έτσι και τα ακροδεξιά ψηφοδέλτια συγκέντρωσαν στον πρώτο γύρο των εκλογών το 12,5% των ψήφων ενώ στον δεύτερο γύρο κινητοποιήθηκαν περισσότερο από τους ψηφοφόρους του δημάρχου για να στηρίξουν τον όποιο αντίπαλό του. Στην Αθήνα ηττήθηκε η νεοφιλελεύθερη και ελιτίστικη Νέα Δημοκρατία, σε στενή συνάφεια με το Μαξίμου και την οικογένεια του Πρωθυπουργού.
Και οι συνέπειες είναι γενικότερες. Ανέστησαν κυριολεκτικά τα δύο ελάσσονα κόμματα της αντιπολίτευσης, που είδαν σε αυτή την εξέλιξη μία πρωτοφανή ευκαιρία. Ακόμα και ο ίδιος ο απαξιωμένος Κασσελάκης μπορεί να θριαμβολογεί μαζί με τον Πολάκη, ενώ γίνεται όλο και ισχυρότερη η πίεση για συμμαχία ΠΑΣΟΚ νεο-ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον που στις ευρωεκλογές δεν τίθεται ζήτημα αρχηγού.
Ο Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία ξέχασαν πως, στην πραγματικότητα, «δικό τους» είναι περίπου το 25-30% των Ελλήνων ψηφοφόρων. Οι υπόλοιποι προέρχονται από διάφορους πολιτικούς ορίζοντες, και τους στήριξαν, το 2019 και το 2023, επειδή αποστρέφονται το σκιάχτρο του ΣΥΡΙΖΑ, και με την προσδοκία να μπει μία τάξη σε μία χώρα διαλυμένη από τουλάχιστον 10 χρόνια κρίσης.
Αναμφίβολα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ψηφοφόρων δεν στηρίζει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως φάνηκε από τα τραγικά ποσοστά τους στον πρώτο γύρο των εκλογών. Ωστόσο, αυξάνονται τα ερωτηματικά για την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες – από τη γενικευμένη αισχροκέρδεια στις τιμές των τροφίμων μέχρι την «ελληνοτουρκική προσέγγιση» και τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών. Και αυτά τα ερωτηματικά αναδείχθηκαν αιφνιδίως στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, και πήραν τη μορφή κατ’ εξοχήν της αποχής αλλά και της αποδοκιμασίας πολλών κυβερνητικών υποψηφίων. «Μηδέν άγαν, Αύγουστε».