
″Από τα 830 ευρώ που είναι σήμερα, ο κατώτατος μισθός ανεβαίνει από την 1η Απριλίου στα 880 ευρώ”, ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην εισαγωγκή του τοποθέτηση στο υπουργικό συμβούλιο.
Όπως είπε, πρόκειται για την 5η κατά σειρά αύξηση και από τα 650 ευρώ μικτά του 2019 ο κατώτατος ανεβαίνει στα 880 ευρώ μικτά.
Αυτή η αύξηση επηρεάζει τις αποδοχές 575.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, 600.000 δημοσίους υπαλλήλους και ανεβάζει μία σειρά από επιδόματα, συνολικά 19 όπως εξήγησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την αύξηση του κατώτατου μισθού
Συνολικά από το 2019, ο κατώτατος έχει αυξηθεί κατά 35,4%, όπως εξηγούν κυβερνητικά στελέχη. Το κέρδος για τους εργαζόμενους ισοδυναμεί πλέον με περίπου 5 επιπλέον κατώτατους μισθούς του 2019 ανά έτος.
Η αύξηση από τα 830 στα 880 σημαίνει ποσοστιαία αύξηση 6,02%- και θα υπάρξει ανάλογη αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου από 37,07 ευρώ σε 39,30 ευρώ.
Από την κυβέρνηση τονίζουν ότι βασικός στόχος είναι η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών και της αγοραστικής τους δύναμης, η στήριξη των εργαζομένων, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Αυτό που επίσης τονίζουν από το Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι επιπλέον, η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019, κατά 35,4%, είναι σχεδόν διπλάσια από τον σωρευτικό πληθωρισμό της ίδιας περιόδου, που διαμορφώθηκε σε 18,1%. Προστατεύεται, δηλαδή, σημαντικά το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων.
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στις 11η θέση ανάμεσα στα 22 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν κατώτατο μισθό. Στόχος της κυβέρνησης είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει τα 950 ευρώ το 2027.
Από την αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου ωφελούνται άμεσα πάνω από 1,6 εκατομμύρια πολίτες μεταξύ των οποίων:
- περισσότεροι από 575 χιλιάδες εργαζόμενους που αμείβονται με κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα,
- δημόσιοι υπάλληλοι που επίσης θα δουν αύξηση,
όσοι λαμβάνουν επιδόματα που εξαρτώνται από τον κατώτατο μισθό (όπως το επίδομα μητρότητας, γάμου, γονικής άδειας, ανεργίας), ενώ συμπαρασύρονται και οι τριετίες.
Μία σημαντική παράμετρος, όπως εξηγούν κυβερνητικά στελέχη, είναι ότι για πρώτη φορά η προστασία του κατώτατου μισθού επεκτείνεται στο Δημόσιο, καθώς θα αποτελεί το εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο για δημοσίους υπαλλήλους. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης είναι ότι οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων θα αυξηθούν οριζοντίως κατά 30 ευρώ φέτος και θα ακολουθήσουν περαιτέρω αυξήσεις τα επόμενα χρόνια.
Συνυπολογίζοντας όλες τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων από το 2023, η μεσοσταθμική αύξηση ανέρχεται στα 2.283 ευρώ ανά έτος, που ισοδυναμεί με 1,3 επιπλέον μισθούς τον χρόνο
Εμμέσως, ο κατώτατος μισθός επηρεάζει και την διαμόρφωση του μέσου μισθού
Από το 2028, ο κατώτατος μισθός θα αυξάνεται αυτόματα με μαθηματικό τύπο, λαμβάνοντας υπόψη αντικειμενικό στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Παραδείγματα
Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα για το πως επηρεάζονται οι αποδοχές διαφορετικών κατηγοριών εργαζομένων:
- Η μικτή αύξηση στον κατώτατο μισθό που θα ισχύσει από 1η/4/2025 θα ανέλθει στα 50 €:
- Αυτό αντιστοιχεί σε μηνιαία καθαρή αύξηση 34 € για εργαζομένους χωρίς παιδιά, χωρίς άλλα εισοδήματα και 43 € για εργαζομένους με 2 ή περισσότερα παιδιά χωρίς άλλα εισοδήματα, μετά από πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών και φόρο εισοδήματος.
- Σε ετήσια βάση (14 μισθοί), το καθαρό όφελος των εργαζομένων είναι 473 € (χωρίς παιδιά) και 606 € (με 2 ή περισσότερα παιδιά).
- Συνολικά από τον Δεκέμβριο 2019, οι εργαζόμενοι αυτοί λαμβάνουν επιπλέον καθαρά 195 € (χωρίς παιδιά) και 215 € (με 2 ή περισσότερα παιδιά) κάθε μήνα, και 2.735 € (χωρίς παιδιά) έως 3.010 € (με 2 ή περισσότερα παιδιά) ετησίως.



«Η προεκλογική μας δέσμευση, παραμένει: κατώτατος μισθός στα 950 ευρώ το 2027 και μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ»
Συνεχίζοντας την τοποθέτηση του ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι αυτή η απόφαση φέρνει την Ελλάδα στην 11η θέση μεταξύ 22 ευρωπαϊκών χωρών που έχουν καθεστώς κατώτατου μισθού.
«Προφανώς, δεν ανακουφίζει όσο θα θέλαμε όλες τις ανάγκες, νομίζω, όμως, ότι αναδεικνύει αυτή η απόφαση τα σταθερά βήματα ώστε να υλοποιείται η κεντρική μας προεκλογική δέσμευση, που δεν είναι άλλη από τη συνεχή βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος», υπογράμμισε ενώ έκανε εκτενή αναφορά στις αυξήσεις που θα δουν και οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και επανέλαβε την προεκλογική του δέσμευση για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ το 2027 και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ.
«Η ανεργία έχει ήδη πέσει στο 8,7%»
«Αλλά το σημαντικό δεν είναι μόνο να αυξάνονται οι μισθοί, είναι αυτό να έχει και μια θετική συνολική επίπτωση στην αγορά εργασίας, διότι πρέπει πάντα να γνωρίζουμε ότι κάθε αύξηση του κατώτατου μισθού δεν πρέπει να υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των εργοδοτών μας», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης σημειώνοντας ότι η ανεργία έχει ήδη πέσει στο 8,7%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία. «Είναι χαμηλότερη από την ανεργία σε χώρες, όπως η Σουηδία, η Ισπανία, η Φινλανδία. Μόλις πέρυσι δημιουργήσαμε πάνω από 93.000 νέες θέσεις εργασίας. Συνολικά έχουμε δημιουργήσει 500.000 νέες θέσεις εργασίας από το 2019».
Παράλληλα διαβεβαίωσε ότι θα συνεχιστεί η πολιτική μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, μία πολιτική που έχει επίσης ξεκινήσει πριν από περίπου έξι χρόνια.
«Το 2027 η μείωση στο μη μισθολογικό κόστος θα ξεπερνά τις 6 μονάδες. Άρα, το βασικό μας πρόταγμα «περισσότερες και καλύτερες δουλειές, στήριξη στο διαθέσιμο εισόδημα, αύξηση των ονομαστικών μισθών, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης», υλοποιείται σε κάθε έκφανση της πολιτικής μας», τόνισε.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο κομμάτι της δημοσιονομικής συνέπειας, έτσι ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να υλοποιήσει και άλλες σημαντικές προτεραιότητες για καλύτερη υγεία, πιο σύγχρονη παιδεία, ένα πιο αποτελεσματικό και πιο ψηφιακό κράτος.
«Έχοντας εξασφαλίσει τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο, μπορούμε πια να σχεδιάζουμε σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε να θωρακίσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις και να τις φέρουμε στο επίπεδο το οποίο αρμόζουν οι γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής», ανέφερε στη συνέχεια, υπογραμμίζοντας ότι «τα γεγονότα εκτός συνόρων έχουν πλέον συνέπειες και έχουν συνέπειες στις ζωές όλων μας: από τους πολέμους στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, μέχρι τη διαφαινόμενη νέα αντιπαράθεση στο επίπεδο των δασμών που θα επηρεάσει σίγουρα την παγκόσμια οικονομία.»

«Η Ελλάδα οφείλει να κατοχυρώσει το κεκτημένο της πολιτικής σταθερότητας»
Τονίζοντας την ανάγκη κατοχύρωσης του κεκτημένου της πολιτικής σταθερότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε αιχμές κατά της αντιπολίτευσης:
«Η Ελλάδα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ομφαλοσκοπεί. Οφείλει καταρχάς να κατοχυρώσει το κεκτημένο της πολιτικής σταθερότητας, η οποία σε πολλές χώρες σήμερα ακόμα αποτελεί ζητούμενο, να διατηρήσει σε θετική τροχιά τα δημόσια οικονομικά της, ώστε οι πόροι να ανακουφίζουν την κοινωνία, ενώ, ταυτόχρονα, χρειάζεται και μια ευρύτερη στρατηγική για την παρουσία μας στους διεθνείς γεωπολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς. Δυστυχώς, είναι κάτι το οποίο φαίνεται να μην απασχολεί καθόλου κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης».
«Η Ελλάδα ασκεί στην πράξη τα κυριαρχικά της δικαιώματα»
Ως αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς και έμπρακτης αναγνώρισης της ελληνικής ΑΟΖ από μία αμερικάνικη πολυεθνική χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός το νέο ενδιαφέρον της Chevron για έρευνες υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης κα υπενθύμισε ότι νοτιοδυτικά της Κρήτης και της Πελοποννήσου, δραστηριοποιείται παράλληλα ήδη η Exxon Mobil.
«Είναι μία απόδειξη ότι η Ελλάδα ασκεί στην πράξη τα κυριαρχικά της δικαιώματα, σε πείσμα της κακόβουλης σπερμολογίας κάποιων. Αλλά είναι επίσης μία απόδειξη ότι η χώρα μας αναγνωρίζεται ως ένας ενεργειακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή, τόσο στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όσο και στο πεδίο των υδρογονανθράκων», είπε μεταξύ άλλων .
«Οι πολίτες ζητούν ορατή βελτίωση στην καθημερινότητά τους και σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε»
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε την τοποθέτηση του σημειώνοντας ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού «είναι μόνο η αφετηρία του νέου στοιχήματος για το οποίο μιλήσαμε και στο προηγούμενο Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το χειροπιαστό αποτέλεσμα. Οι πολίτες ζητούν από εμάς σιγουριά, αλλά ζητούν, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ορατή βελτίωση στην καθημερινότητά τους και σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.»