Το 1500 μια ισχυρή πορτογαλική αρμάδα απέπλευσε από τη Λισαβόνα με προορισμό την Ινδία. Στην αποστολή, εκτός από τα πληρώματα, συμμετείχαν λίγοι έμποροι, λίγοι φραγκισκανοί μοναχοί και είκοσι βαρυποινίτες καταδικασμένοι σε εκτοπισμό.
Στις 22 Απριλίου αντίκρισαν τις ακτές της σημερινής Βραζιλίας και μια μέρα αργότερα ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους αυτόχθονες. Εκεί, τότε, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του ευρωπαϊκού και του νοτιοαμερικανικού πολιτισμού.
Τι αντίκρισαν τελικά όχι οι πρώτοι θαλασσοπόροι που προσέγγισαν τη Βραζιλία, αλλά οι πρώτοι Ευρωπαίοι των οποίων έχουμε τη γραπτή μαρτυρία; Ο Πέρο Βας ντε Καμίνια, γραμματέας της αποστολής γράφει στην Επιστολή προς τον βασιλιά Μανουέλ Α′ της Πορτογολίας:
«Πρώτα ένα μεγάλο βουνό, πολύ ψηλό και στρογγυλό, και προς τη νότια πλευρά του άλλες οροσειρές πιο χαμηλές και πεδινή γη με πλούσια βλάστηση και ο ναύαρχος έδωσε στο ψηλό αυτό βουνό το όνομα Μόντε Πασκοάλ και στη στεριά το όνομα Τέρα ντε Βέρα Κρους».
Η Τέρα ντε Βέρα Κρους θα μετονομαστεί στη συνέχεια, με πρωτοβουλία του βασιλιά Μανουέλ Α΄, σε Τέρα ντε Σάντα Κρους και αργότερα σε Τέρα ντο Μπραζίλ, από το δέντρο Pau-brasil (Caesalpinia echinata), που ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του ερυθρού του χρώματος που θύμιζε αναμμένα κάρβουνα (brasa) και από το οποίο έβγαζαν μία κοκκινωπή χρωστική ουσία [...] Ένα άλλο όνομα που θα δοθεί στη νέα αυτή γη είναι Τέρα ντος Παπαγκάγιος, γιατί όπως αναφέρει ο Πέρο Βας ντε Καμίνια «Ενόσω βρισκόμασταν μέσα στο δάσος κόβοντας ξύλα, πετούσαν ανάμεσα στα δέντρα κάμποσοι παπαγάλοι, άλλοι πράσινοι κι άλλοι μαυριδεροί, μεγάλοι και μικροί...»
Εκτιμάται ότι την εποχή εκείνη ζούσαν στις βραζιλιάνικες ακτές μεταξύ 500.000 έως 1.000.000 ιθαγενείς. Η προσέγγιση είναι φιλική και ειρηνική και από τις δύο πλευρές, με αμοιβαία φιλοπερίεργη διάθεση».
Η Επιστολή του Πέρο Βας ντε Καμίνια από το Πόρτο Σεγκούρο στην Τέρα ντε Βέρα Κρους, με ημερομηνία 1η Μαΐου 1500, «έμεινε για αιώνες στην αφάνεια, καταχωρισμένη στα βασιλικά αρχεία του Torre de Tombo, και μόνο το 1817 ήρθε στο φως της δημοσιότητας από τον Μανουέλ Άιρες ντε Καζάλ (σ.σ. τον Πορτογάλο κληρικό, γεωγράφο και ιστορικό), ο οποίος τη συμπεριέλαβε στο έργο του Corografia Brasilica, που αποτελεί το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε στη Βραζιλία». Έκτοτε έχει επανεκδοθεί περισσότερες από εβδομήντα φορές, καθώς θεωρείται η ληξιαρχική πράξη γέννησης της Βραζιλίας -που το 2022 γιορτάζει τα 200 χρόνια ανεξαρτησίας της- και ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς της πορτογαλικής γλώσσας.
Το 2005 εντάχθηκε στον διεθνή κατάλογο «Μνήμη του κόσμου» της Unesco. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Οργανισμού: «Πρόκειται για το πρώτο γραπτό κείμενο στο οποίο περιγράφονται η χώρα και οι άνθρωποι που αργότερα αποτέλεσαν τη Βραζιλία. [...] Τα γεγονότα που εξιστορούνται, η ποιότητα των περιγραφών, τόσο των ανθρώπων όσο και της γης, και η καταγραφή του πολιτισμικού διαλόγου με έναν λαό μέχρι τότε άγνωστο στην Ευρώπη κάνουν αυτή την επιστολή ένα μοναδικό ντοκουμέντο. Οι άφθονες λεπτομέρειες και οι οξυδερκείς παρατηρήσεις μάς κάνουν να αισθανόμαστε αυτόπτες μάρτυρες αυτής της συνάντησης».
Η Επιστολή του Πέρο βας ντε Καμίνια (εκδόσεις Αιώρα, μετάφραση από τα πορτογαλικά Μαρία Παπαδήμα), με τίτλο «Μεγαλειότατε, βρήκαμε τη γη του Μπραζίλ», εμπλουτισμένη με εισαγωγή και χρονολόγιο της μεταφράστριας, καθώς και με την Επιστολή.του Δον Ζοάο Γ´ προς τον Μαρτίν Αφόνσο ντε Σόουζα σχετικά με τον αποικισμό της Βραζιλίας, είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, που ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας από τις 9 Μαρτίου 1500.
Όταν ένας στόλος αποτελούμενος από δεκατρία πλοία ξεκινάει από τη Μπελέν υπό τις διαταγές του Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ, προκειμένου να επιχειρήσει ένα δεύτερο ταξίδι στις Ινδίες. «Λίγους μήνες νωρίτερα, η αρμάδα του Βάσκο ντε Γκάμα, αν και αισθητά αποδεκατισμένη, είχε επιστρέψει στη Λισαβόνα επιβεβαιώνοντας την είδηση της πολυπόθητης ανακάλυψης των Ινδιών. Ωστόσο, από καθαρά εμπορική άποψη, το πρώτο αυτό ταξίδι δεν είχε στεφθεί από ιδιαίτερη επιτυχία […] Αν ο φανερός στόχος του δεύτερου αυτού ταξιδιού ήταν η εγκαθίδρυση εμπορικών σχέσεων με τα λιμάνια του Ινδικού Ωκεανού Κοχίν και Κανούρ και στην περιοχή Σοφάλα στη Μοζαμβίκη, υπήρχε παράλληλα, όπως υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί, και ένα μυστικό σχέδιο: η προσχεδιασμένη «ανακάλυψη της Βραζιλίας», η ύπαρξη της οποίας ως «άγνωστης ηπείρου» ήταν με διάφορους τρόπους ήδη γνωστή...»
Εννοείται ότι στην Επιστολή γίνεται μεταξύ άλλων πολλών και αναφορά στο χρυσό και το ασήμι -«μέχρι στιγμής δεν μάθαμε αν έχει χρυσό ή ασήμι και δεν είδαμε κανένα αντικείμενο από μέταλλο ή σίδηρο». Άλλωστε, πέρα από την τόλμη των θαλασσοπόρων που έπλεαν στο άγνωστο, βρισκόμαστε στην εποχή των ανακαλύψεων, των υπερπόντιων εξερευνήσεων και των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που έθεσαν τα θεμέλια των αποικιακών αυτοκρατοριών -με όλα τα δεινά που ακολούθησαν.