Μια ανάλυση για Ιράν και Τουρκία εκτός δυτικού πλαισίου

Μπορεί να φαίνονται «σύμμαχοι εν όπλοις» απέναντι στην Δύση, όμως το πρότυπο εξουσίας και επιρροής διαφέρει σημαντικά, και τους καθιστά περισσότερο αντιπάλους
SOCHI, RUSSIA - NOVEMBER 22: National flags of Turkey, Russia and Iran are pictured during the trilateral summit to discuss progress on Syria, between the Presidents of Turkey, Russia and Iran on November 22, 2017 in Sochi, Russia. Turkish President Recep Tayyip Erdogan, Russian President Vladimir Putin and Iranian President Hassan Rouhani attend the meeting. (Photo by Sefa Karacan/Anadolu Agency/Getty Images)
SOCHI, RUSSIA - NOVEMBER 22: National flags of Turkey, Russia and Iran are pictured during the trilateral summit to discuss progress on Syria, between the Presidents of Turkey, Russia and Iran on November 22, 2017 in Sochi, Russia. Turkish President Recep Tayyip Erdogan, Russian President Vladimir Putin and Iranian President Hassan Rouhani attend the meeting. (Photo by Sefa Karacan/Anadolu Agency/Getty Images)
Anadolu via Getty Images

Αποτελεί πάγια θέση μου πως για να μπορέσει κανείς να ερμηνεύσει δρώντες όπως η Τουρκία και το Ιράν, δηλαδή τα δύο μεγάλα κράτη του συμπλόκου της Μέσης Ανατολής, θα πρέπει να επιστρατεύσει ένα νοητικό «οπλοστάσιο» που να περιλαμβάνει συμπεράσματα από την γεωπολιτική μέθοδο, την ιστορία, την εθνογραφία, την θρησκειολογία, την σημειολογία καθώς και ζητήματα πολιτιστικών προτύπων. Η διεπιστημονική αυτή προσέγγιση είναι απαραίτητη διότι η περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου μέχρι και τον Υδάσπη ποταμό έχει διαμορφωθεί υπό την επίδραση κυρίως δύο βασικών χαρακτηριστικών: της γλώσσας και της θρησκείας, τα οποία συνιστούν τον Πολιτισμικό Πυλώνα Ισχύος.

Επειδή λοιπόν η Ελλάδα διαθέτει τεχνογνωσία της περιοχής, ασχέτως του γεγονότος πως δεν την αξιοποιεί, αποφάσισα να παραθέσω ορισμένα στοιχεία τόσο για την Τουρκία όσο και για το Ιράν, ώστε να γίνει κατανοητό με εύληπτο τρόπο το «ψυχο-πολιτισμικό προφίλ» και των δύο και μάλιστα σε αντιδιαστολή.

Κάτι που διαφεύγει της προσοχής πάρα πολλών στην Ελλάδα, που επιμένουν να αναλύουν την Τουρκία με δυτικά εγχειρίδια, είναι πως ο τουρκισμός ως απότοκο του οθωμανισμού, δεν αποτελεί εθνική ταυτότητα αλλά κυρίως τρόπο σκέψης και κυρίως δράσης. Η σκέψη αυτή διαμορφώθηκε σε πλήρη αντιδιαστολή προς το ελληνορωμαϊκό πρότυπο που είχε επικρατήσει για πάνω από 1000 χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο και σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής.

Μιλάω για τρόπο σκέψης διότι η σύγχρονη Τουρκία όπως και η Οθωμανική αυτοκρατορία αποτελείται από πρώην ελληνικούς και άλλους πληθυσμούς οι οποίοι εξισλαμίστηκαν και εκτουρκίστηκαν.

Η αντιστικτική αυτή θεώρηση διαμόρφωσε το πολιτισμικό πρότυπο των Τούρκων υπό το πρίσμα της άρνησης της συνεχούς ειρήνης και σε δεύτερο βαθμό σε μία πολιτική σημειολογία απόλυτα αναιρετική προς την ελληνορωμαϊκή παράδοση, την οποία συνάντησαν τα πρώτα τουρκικά φύλα. Ταυτόχρονα, η Τουρκία διατηρεί μέχρι και σήμερα αναλλοίωτες τις τουρανικές δομές οι οποίες αντιμετωπίζουν το ίδιο το κράτος ως «τέντα» ή ως «αντίσκηνο» (yurt).

Η σημειολογία αυτή του κράτους – σκηνή συνεπάγεται μία συνεχόμενη κατάκτηση, μία συνεχή πολιορκία και κυρίως μία διαδικασία διάβρωσης του κατακτημένου εδάφους με σκοπό την μετατροπή του σε ορμητήριο για τις επόμενες κατακτήσεις. Όμως, αυτό συνεπαγόταν και μία άρνηση του οθωμανικο-τουρκικού πλαισίου να αφομοιωθεί ή και να αφομοιώσει τα τρίμματα των 70 περίπου λαοτήτων και εθνοτήτων, πάνω στα οποία δομήθηκε και η Οθωμανική αυτοκρατορία και μετέπειτα η σύγχρονη Τουρκία.

Αυτή η αντισυμβατότητα οδήγησε σε αδυναμία σύνθεσης και σε αυξημένη επιθετικότητα, μιας και το νομαδικό πρότυπο των Τούρκων ενισχύεται με την συνεχή αφαίμαξη των κατεκτημένων μέσα από ένα ιδιαίτερα σκληρό πλαίσιο, στο οποίο ενσωματώθηκε και το Ισλάμ το οποίο μάλιστα δεν πέρασε στους Τούρκους μέσω επίσημων ισλαμικών φορέων αλλά κυρίως μέσω περιπλανώμενων διδασκάλων. Επομένως και η ίδια η πρόσληψη του Ισλάμ από πλευράς Τούρκων έγινε με τρόπο που ευνόησε την προαναφερόμενη αναιρετική φύση του τουρκισμού έναντι των υπόλοιπών πολιτισμών με τους οποίους ήρθε σε επαφή.

Χαρακτηριστικό είναι πως σε αντίθεση με ότι γράφεται από την ιστοριογραφία, ο Μωάμεθ ο Πορθητής ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του συνεχιστή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, παρότι ήξερε να γράφει και να μιλάει ελληνικά, να συζητά για την ορθόδοξη πίστη και κυρίως να έχει γνώση των αναγνωσμάτων της Ιλιάδας και των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μάλιστα η επίσημη ονομασία του ήταν «Μέχμεντ, γιος του Μουράντ Χαν, πάντα νικητής».

Οι Οθωμανικές ελίτ δηλαδή πάντα είχαν βαθιά στην συνείδηση τους πως ήταν συνεχιστές των χάνων και ότι η μορφή της εξουσίας τους συνεπαγόταν την ηγεσία των νομαδικών φύλων και ενός κράτους του οποίου η επιβολή είχε ως μόνο στόχο την επαύξηση και την συντήρηση του.

Οι Πέρσες από την άλλη, παρότι βρέθηκαν και αυτοί να έχουν επαφές με τους Τούρκους για αρκετά χρόνια και μάλιστα κατά καιρούς να έχουν αποκτήσει πολιτικές ελίτ που είχαν τουρκική καταγωγή, μέχρι και σήμερα διαθέτουν ένα πρότυπο επιρροής που διαφέρει σε αρκετά σημεία από αυτό των Τούρκων.

Το Ιράν διαχρονικά επεδίωξε την κυριαρχία μέσω μιας αποκεντρωμένης πολιτικής εξουσίας η οποία περιέχει περισσότερα στοιχεία πνευματικότητας, φορείς των οποίων αποτελούν οι κατά τόπους πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ, οι οποίες εκπαιδεύονται στο να μπορούν να ελέγχουν και να συντονίζουν λαούς διαφορετικού πολιτισμικού υποβάθρου. Η θρησκεία εδώ έχει έναν ρόλο περισσότερο καθοδηγητικό ρόλο, μιας και οι Πέρσες επιδιώκουν την διατήρηση ενός πολυσύνθετου δικτύου σιιτικών ομάδων, οι οποίες λαμβάνουν απευθείας καθοδήγηση, εκπαίδευση και συντονισμό από την Τεχεράνη.

Υπάρχει επομένως μία σύνθεση αυτοκρατορικής νοοτροπίας και μυστικιστικού Ισλάμ στην περίπτωση των Περσών, όπου ειδικά το δεύτερο προσδίδει στο ιρανικό κράτος μία ευελιξία, καθώς απευθύνεται περισσότερο στα ατομικά χαρακτηριστικά και την ψυχολογία του κατοίκου της Μέσης Ανατολής, σε αντιδιαστολή με το ορθόδοξο και δύσκαμπτο σουνιτικό δόγμα, αραβικής προέλευσης. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και το Ασασσινικό δόγμα του Νιζαριτικού Ισμαηλισμού, το οποίο ταυτίζεται απόλυτα με την ατομική τρομοκρατική δράση και την κεκαλυμμένη αυτοαναφορά του πιστού (τακίγια) όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις, πράγμα που προσδίδει στο ιρανικό καθεστώς μια ασυμμετρία στον τρόπο με τον οποίο καθοδηγεί τα ηνία των πληθυσμών στην Μέση Ανατολή.

Βασικό χαρακτηριστικό της περσικής επιρροής είναι η απόλυτη αφοσίωση τον Ανώτατο Ηγέτη, μιας και στο σιιτικό Ισλάμ ισχύει η αρχή του velayat e faqih, όπου ο ιμάμης αποτελεί την υψηλότερη μορφή αναφοράς όσον αφορά την ερμηνεία των θρησκευτικών νόμων. Μάλιστα ένας που δεν αποδέχεται τον ιμάμη του, αντιμετωπίζεται ως άπιστος εάν δεν το πράξει πριν τον θάνατο του.

Εδώ λοιπόν παρατηρείται μία σύνθεση του παλιού αυτοκρατορικού προτύπου του Μεγάλου Βασιλέα με τον σημερινό Ανώτατο Ηγέτη, ο οποίος έχει σκοπό την εξαγωγή της ισλαμικής επανάστασης, όπως και στους Αχαιμενίδες ο Βασιλιάς είχε στόχο την εξάπλωση της θείας εξουσίας της απόλυτης αλήθειας του Άχουρα Μάζντα, του οποίου εκπρόσωπος ήταν ο ίδιος επάνω στην γη.

Συμπερασματικά, Τουρκία και Ιράν μπορεί για την ώρα να φαίνεται πως αποτελούν «συμμάχους εν όπλοις» απέναντι στην Δύση, όμως το πρότυπο εξουσίας και επιρροής διαφέρει σημαντικά, και τους καθιστά περισσότερο αντιπάλους πάρα συνοδοιπόρους.

Κοινό τους σημείο είναι οι ισλαμικές αναφορές, οι οποίες όμως ξεκινούν από τελείως διαφορετική βάση μιας και οι πρώτοι έχουν μία νέο-οθωμανική χαλιφατική προσέγγιση, ενώ οι δεύτεροι προωθούν περισσότερο τους πνευματικούς δεσμούς με αυξημένες αποκεντρωτικές τάσεις. Και οι δύο δίνουν βάση στην ηγεσία ενώ επιδιώκουν ταυτόχρονα την ανάπτυξη δικτύων βασισμένων στο αυτοκρατορικό παρελθόν από το οποίο αντλούν ταυτοτικές αναφορές.

Σε κάθε περίπτωση αποτελούν δύο δρώντες τους οποίους πρέπει να εξετάζουμε ξεχωριστά και τρόπους διεπιστημονικούς κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι πρόγονοι μας καθώς τους αντιμετώπισαν αμφότερους και είχαν μάθει πολύ καλά κυρίως τον χαρακτήρα τους.

Δημοφιλή