Αρχαιολόγοι του University College Dublin σε συνεργασία με συναδέλφους τους από τη Σερβία και τη Σλοβενία βρήκαν ένα μέχρι πρότινος άγνωστο δίκτυο γιγανταίων αρχαιολογικών χώρων στην καρδιά της Ευρώπης που θα μπορούσε να εξηγήσει την εμφάνιση των θρυλικών μεγάλων φρουρίων της Εποχής του Χαλκού- των μεγαλύτερων προϊστορικών κτισμάτων που υπήρξαν πριν την Εποχή του Σιδήρου.
Χρηισμοποιώντας δορυφορικές εικόνες και φωτογραφίες από αέρος για να συνθέσουν το προϊστορικό τοπίο του νότιο τμήματος της Λεκάνης των Καρπαθίων στην κεντρική Ευρώπη, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν πάνω από 100 αρχαιολογικούς χώρους, που ανήκαν σε πολύπλοκες, ανεπτυγμένες κοινωνίες. Η ευρεία χρήση οχυρώσεων αποτέλεσε προάγγελο και πιθανώς επιρροή για τα φρούρια σε λόφους που θα συναντώνταν αργότερα στην Ευρώπη, τα οποία χτίστηκαν για την προστασία πληθυσμών πιο μετά στην Εποχή του Χαλκού.
«Κάποιοι από τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους, τους αποκαλούμε μεγα-φρούρια, ήταν γνωστοί εδώ και λίγα χρόνια, όπως το Γκραντίστε Ίντος, η Τσαναντπαλότα, η Σαντάνα ή το Κορνέστι Ιάρκουρι, που περιτριγυριζόταν από 33 χλμ τάφρων και έκανε να ωχριούν οι ακροπόλεις και τα φρούρια των Χετταίων, των Μυκηναίων ή των Αιγυπτίων» είπε ο Μπάρι Μόλοϊ, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Αρχαιολογίας του UCD και lead author της έρευνας. «Αυτό που είναι νέο, ωστόσο, είναι η ανακάλυψη πως αυτοί οι γιγαντιαίοι χώροι δεν ήταν μόνοι τους, ήταν μέρη ενός πυκνού δικτύου στενά συνδεόμενων και αλληλοεξαρτώμενων κοινοτήτων. Στο ζενίθ τους, οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτό το δίκτυο της κάτω Πανοννίας πρέπει να ήταν δεκάδες χιλιάδες».
Η Λεκάνη των Καρπαθίων εκτείνεται σε τμήματα της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης, με την αχανή Πεδιάδα της Πανοννίας να βρίσκεται στο κέντρο της και τον Δούναβη να διέρχεται από μέσα της.
Το επιστημονικό άρθρο δημοσιεύτηκε στο PLOS ONE. Συλλογικά αυτές οι προηγουμένως άγνωστες κοινότητες αποκαλούνται TSG (Tisza Site Group, από τον ποταμό Τίσα). Σχεδόν όλοι αυτοί οι χώροι είναι σε απόσταση 5 χλμ ο ένας από τον άλλον και ευθυγραμμίζονται με τον Τίσα και τον Δούναβη. Η νέα έρευνα έδειξε ότι αποτελούσαν σημαντική εστία καινοτομίας και δικτύωσης στην περιοχή όταν οι Μυκηναίοι, οι Χετταίοι και το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου ήταν στην ακμή τους, το 1500-1200 πΧ. Η ανακάλυψη αυτή παρέχει πολύτιμα νέα στοιχεία για τη διασύνδεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά τη δεύτερη χιλιετία πΧ. Φαίνεται πως οι εξελιγμένες τεχνολογίες στον στρατιωτικό τομέα και στα χωματουργικά έργα αυτής της κοινωνίας εξαπλώθηκαν ανά την Ευρώπη μετά την κατάρρευση του 1200 πΧ. Αυτό εξηγεί τις ομοιότητες που παρατηρούνται στην εικονογραφία και την υλική κουλτούρα ανά την Ευρώπη αργότερα, σημειώνει ο Μόλοϊ. «Αυτά που κατανοούμε για το πώς η κοινωνία τους λειτουργούσε αμφιβητούν πολλές πτυχές της ευρωπαϊκής προϊστορίας. Θα ήταν εξαιρετικά απίθανο αυτοί οι 100 και άνω χώροι να ήταν μεμονωμένα “βασίλεια” που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους» πρόσθεσε- συμπληρώνοντας ωστόσο πως δεν επρόκειτο για μια περίοδο αφθονίας και ειρήνης, καθώς τότε πραγματοποιήθηκαν πολλές καινοτομίες στον πόλεμο. «Η κλίμακα αυτής της κοινωνίας υποδεικνύει ότι ήταν σημαντική και ισχυρή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και, με στρατιωτική ισχύ και μεγάλες οχυρώσεις σε οικισμούς, ήταν καλά εξοπλισμένη για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της».
Πέρα από τη χρήση προηγμένων τεχνολογιών για τους σκοπούς της έρευνας αυτής, που περιελάμβανε εικόνες από δορυφόρους στο Διάστημα, οι αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν και έρευνες και ανασκαφές επί τόπου. Η μεγάλη πλειονότητα των αρχαιολογικών αυτών χώρων δημιουργήθηκαν μεταξύ του 1600 και του 1450 πΧ και πρακτικά όλοι κατέρρευσαν κατά το 1200 πΧ, και εγκαταλείφθηκαν μαζικά. «Το 1200 πΧ ήταν ένα κομβικό σημείο στην προϊστορία του παλιού κόσμου, με βασίλεια, αυτοκρατορίες, πόλεις και ολόκληρες κοινωνίες να καταρρέουν σε λίγες δεκαετίες σε μια τεράστια περιοχή μεταξύ νοτιοδυτικής Ασίας, βόρειας Αφρικής και νότιας Ευρώπης. Είναι συναρπαστικό να ανακαλύπτουμε αυτές τις νέες πολιτείες και να βλέπουμε πώς σχετίζονταν με γνωστές κοινωνίες με επιρροή, και συνάμα ανησυχητικό να βλέπουμε πώς στο τέλος είχαν μια παρόμοια μοίρα, στο κύμα κρίσεων που έπληξε την ευρύτερη περιοχή».