Η κριτική στην Γκρέτα Τούνμπεργκ θα πρέπει να γίνει από την αντίθετη σκοπιά από την οποία την κάνει σήμερα το, ας το πούμε, φιλολαϊκιστικό ρεύμα.
Θα έπρεπε να υπενθυμίζει ότι η απλοϊκή θέση της, που όντως στηρίζεται σε μανιχαϊκά προτεσταντικά σχήματα, ο θεαματικός της ακτιβισμός με όλα αυτά τα εξώφυλλα, αλλά και ο κομφορμισμός της ― δεν υπάρχει κορυφαίος του κατεστημένου που να μην την έχει υποδεχθεί με διθυράμβους ― όλα αυτά είναι εξαιρετικά λίγα απέναντι σε μια καλπάζουσα οικολογική και ανθρωπολογική κρίση.
Δεν χρειαζόμαστε καμία Γκρέτα, για παράδειγμα, για να καταλάβουμε ότι το διατροφικό μοντέλο της 365 ημερών κρεοφαγίας, προϊόντων κατεργασμένων και υπερβιομηχανοποιημένων, σκοτώνει τον άνθρωπο, ωθεί στα οικολογικά της όρια την αγροκτηνοτροφία σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει μεταβάλει εν τέλει μια χώρα όπως η Ελλάδα, που άλλοτε διακρίνονταν για την ισορροπημένη μεσογειακή της δίαιτα, σε πρώτη χώρα σε παιδική παχυσαρκία στην Ευρώπη, αλλά και έχει διαλύσει την εγχώρια ποιοτική κτηνοτροφική παραγωγή που δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτές τις διατροφικές συνήθειες.Ούτε θα πρέπει να περιμένουμε κάποιον οικοχιλιαστή για να καταλάβουμε ότι η σε παγκόσμια κλίμακα οικονομική μεγέθυνση προκαλεί δυσβάσταχτο για την ίδια οικολογικό κόστος, το οποίο αδυνατεί σιγά σιγά να διαχειριστεί φέρνοντας την παγκοσμιοποίηση ενώπιον μιας θεμελιώδους αντίφασης. Ότι εν τέλει αδυνατεί να υλοποιήσει την ίδια την ευημερία και τον πλούτο που υπόσχεται. Και ότι αντίθετα, ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας όπου η βεβαιότητα, έστω η υπόσχεση της αφθονίας, θα έκλειψει, για λόγους που ξεπερνούν τον οικολογικό και αφορούν εξ ίσου τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για την κατανομή του πλούτου, την γεωπολιτική κοκ.
Αυτά δεν είναι ”συνωμοσίες φιλελέδων”. Αντίθετα, είναι παγκόσμια προβλήματα που θα σφραγίσουν την ύπαρξη του ανθρώπου στον 21ο αιώνα, μαζί με την απόπειρα να δοθεί μια απάντηση σε αυτά μέσω του τεχνοφασισμού, και της βιοτεχνολογικής μετάπλασής του. Η δε υστερία με την οποία εκδηλώνεται αυτός ο οικοχιλιασμός, ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίον απευθύνεται στις μεσαίες τάξεις, που άλλοτε αντιπροσώπευαν το θεμέλιο υποστήριξης της παγκοσμιοποίησης στην μπελ εποκ της, όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν μάλλον αδυναμία διαχείρισης και έναν κάποιο πανικό, παρά αποτελούν ενδείξεις παντοδυναμίας.
Απέναντι σε όλα αυτά λοιπόν, μια στάση του τύπου ”όλα θα έβαιναν καλώς”, που καταγγέλλει κάθε μορφή κριτικής και προβληματισμού για την βιωσιμότητα του πλανητικού μοντέλου ως ”τάχα αντιλαϊκή συνομωσία” δεν προωθεί μόνο την αμάθεια και την άγνοια ως αντιπολίτευση, αλλά και είναι η ίδια βαθύτατα κομφορμιστική. Και οδηγεί την κριτική της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο άτοπο της ταύτισης των αντιπολιτευόμενων με την Cevron Oil, τα McDonalds, και τον πολιτισμό των εποχούμενων στα θηριώδη SUV’s.