«Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή» αναφωνεί ο 24χρονος Μάνος Χατζιδάκις στην περίφημη ομιλία που έδωσε για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο του Κουν (Γενάρης του ’49) και το προτάσσει για να δείξει «το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας». Κι αν πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τότε, η εποχή δείχνει απαράλλαχτη σε τούτο: τα κούφια συνθήματα εναλλάσσονται με ταχύτητα φωτός. Τρεις χαράκτες, έξω από τις σειρήνες της εποχής, συνθέτουν τη δική τους μελωδική γραμμή. Σ’ ένα σπίτι αστικό αλλά δεμένο με την παράδοση της πόλης, στο κέντρο Τεχνών «Μετς» (Ευγ. Βουλγάρεως 6), συγχορδίζονται τρεις γενιές δημιουργών: οι Α. Τάσσος, Γιώργος Κόρδης και Φώτης Βάρθης.
Τον τόνο στη συνάντηση των τριών δίνει η εμβληματική ενότητα με τις «Αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών» του Α. Τάσσου (1914 – 1985). Ο Δάσκαλος της Χαρακτικής που έζησε στη συνοικία του Μετς, σε ένα σπίτι που συνεχίζει ως οργανισμός αφιερωμένος στο έργο του (Αρδηττού 34), αγάπησε το ρεμπέτικο τραγούδι και το ύμνησε σε μια μνημειακή πομπή. Μας χάρισε σε τέσσερις ξυλογραφίες, ισάριθμες κόρες-ιέρειες που κάνουν σπονδή στα χώματα της προσφυγιάς, εκεί όπου γεννήθηκε το ρεμπέτικο: Ανατολή, Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Καισαριανή παίρνουν γυναικεία μορφή κρατώντας προσφορά το αρχετυπικό σύμβολο του μουσικού είδους: το μπαγλαμαδάκι.
«Παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή (ενν. του ρεμπέτικου), διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία» έλεγε ο Χατζιδάκις και με όρους εικονογραφικούς μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει την ίδια ακριβώς ρίζα στο χαρακτικό έργο του Τάσσου. Το βυζαντινό ύφος, όπου «βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένου, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει η ζωή με την πιο πλατιά έννοια». Υπάρχει η ζωή που ξορκίζει τον θάνατο, συμπληρώνουμε εμείς στο λόγο του Χατζιδάκι. Απόηχοι της βυζαντινής τέχνης μεταφέρονται στην έκφραση των μορφών, στη γεωμετρική διάταξη των χαρακτηριστικών του προσώπου και του σώματος, που διαγράφεται σαν παράθεση σχημάτων.
Μεγαλωμένος σε αυτή την παράδοση, ο Γιώργος Κόρδης (γενν. 1956) δημιούργησε μια σειρά από 15 έργα που έγιναν με τον τρόπο της χάραξης, αλλά ψηφιακά, σε οθόνη υπολογιστή. Ο ανήσυχος δημιουργός πέρασε όλη την οντογένεση της χαρακτικής, σαν ένα γραφικό είδος, και εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες που δίνει το άσπρο-μαύρο προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι φανερό, όμως, πως δεν εγκατέλειψε ποτέ, σ′ ολόκληρη την εφαρμοσμένη περιπλάνηση της τέχνης του, την αναζήτηση της χαρακτικής ποιότητας. Σ′ αυτήν την κατεύθυνση, τόσο η θητεία του στον Φώτη Μαστιχιάδη (γεννημένος στο Αϊβαλί και μαθητής του Κόντογλου), όσο και η δική του χαρακτική εξέλιξη, έφεραν μια σειρά από ψηφιακά χαρακτικά. Στα έργα αυτά το άσπρο-μαύρο κερδίζει σε οργάνωση και σε δύναμη. Το σχέδιό του αδρό, «λαξεμένο και άτσαλο», όπως είναι όλα τα επιτεύγματα του χεριού, δεν είναι ένα άψογο γραφικό επίτευγμα, μια τέλεια ψηφιακή αποτύπωση. Είναι ένα σχέδιο απλό, πρωταρχικό που παραπέμπει στις χαρακτικές αποτυπώσεις του Τάσσου. Κι εδώ είναι η καινοτομία του Κόρδη: χρησιμοποιεί το ψηφιακό εργαλείο, αλλ’ αδιαφορεί για την «τελειότητά» του∙ αντιθέτως, με μέσα λιτά και αδρά, αποδίδει τα απολύτως απαραίτητα που επιδρούν ενεργητικά στην οργάνωση.
Το θεματογραφικό του επίκεντρο δεν είναι απλά η ανθρώπινη μορφή, είναι ο άνθρωπος σαν σύγχρονο πρόβλημα, που βρίσκει την έκφρασή του στο πονεμένο πρόσωπο ενός ρεμπέτη. Μορφές ανύπαρκτες πια στον ψηφιακό μας κόσμο, οι ρεμπέτες προβάλλουν ως άγιοι, προκειμένου να τραγουδήσουν το δράμα μιας γενιάς που θέλει να εξεγερθεί, αλλά δεν ξέρει πώς.
Κι εδώ ο καθαρός λόγος του Χατζιδάκι μοιάζει όχι απλώς επίκαιρος, αλλ’ απολύτως συντονισμένος με τις προθέσεις του Κόρδη: «Η εποχή μας», γράφει ο Μάνος, «δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία[…] του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά - θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο. Ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα».
«Ένας καημός ασπρόμαυρος» θα πει ο Κόρδης. Στηριγμένος στις μεγάλες κατακτήσεις της τέχνης του, ο δημιουργός δεν είχε ανάγκη να δανειστεί ούτε τόνους απ’ τη ζωγραφική, ούτε ματιέρες από παράπλευρες επιδιώξεις. Κι ενώ αυτά τα έργα – όπως ολόκληρη η παραγωγή του -, έχουν μία συνέχεια, μία συνοχή στη πρόθεσή του, υπάρχει κάτι το εντελώς καινούργιο σε αυτήν τη φάση της εργασίας του, κι ίσως να είναι αυτό ώριμος καρπός της αναζήτησής του. Δεν εγκατέλειψε καθόλου το συγκρατημένο λυρικό στοιχείο που αναβλύζει από τις μορφές του, αλλά είναι απολύτως ενταγμένο σε μία αυστηρή οργάνωση του έργου. Υπάρχει δηλαδή και συγκίνηση-λυρισμός μα υπάρχει μαζί και σκέψη-οργάνωση. Υπάρχει μία εκφραστική αρχιτεκτόνηση, όπως υπάρχει και μια ήρεμη ένταση. Την ανανέωση ο Κόρδης τη ζήτησε μέσα στα όρια της τέχνης του, όχι έξω απ’ αυτήν.
Βγαλμένος από τη μήτρα των μεγάλων μαστόρων της χαρακτικής, ο νεότερος Φώτης Βάρθης (γενν. 1983) είναι ένας γνήσιος δημιουργός που προτίμησε να εκφράσει με ένταση κι ευθύνη τα στοιχεία που κάνουν την τέχνη του τόσο παλιά και τόσο καινούργια. Τα «Ταμπαχανιώτικα» είναι μια σειρά έργων που αντλούν έμπνευση από τον ιδιαίτερο μουσικό χώρο των ρεμπέτικων όπως αυτά εκφράστηκαν στα αστικά κέντρα της Κρήτης και σαν εξέλιξη ενσωματώθηκαν στην μουσική παράδοση του νησιού.
Κριτήριο για την επιλογή τους αποτέλεσε η θεματική των στίχων που εκφράζουν τον πόνο και την απώλεια. Η βαθιά ηθική τους μετουσιώνεται σε αισθητική. Χαράσσοντας επάνω στο ξύλο, ο Βάρθης επιχειρεί να βρει τις δυναμικές που θα μεταφέρουν την αδρότητα και την αμεσότητα των τραγουδιών. «Η χαρακτική», λέει ο δημιουργός, «είναι ένα μέσο ικανό να ψιθυρίζει και να κραυγάζει παρέα με αυτά τα ρεμπέτικα, να αγκαλιάσει και να αναδείξει το μεγαλείο και την ταπεινότητα της ποιητικής τους».
«Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;» επισημαίνει ο μεγάλος Μάνος Χατζιδάκις.
Κι όπως ολοκλήρωσε την ιστορική διάλεξή του, έτσι κι εδώ τον επικαλούμαι για το ρυθμό που ειπώθηκαν τούτα τα χαρακτικά. «Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.
Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας».
Το γεγονός πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Εταιρείας Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος.
«Ρεμπέτικο από το ξύλο στο τάμπλετ» εγκαίνια Σάββατο 23 Φεβρουαρίου στις 19.30. Διάρκεια έως 6 Απριλίου 2019. Κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 18.00 – 21.00, Τετάρτη 11.00 – 14.00, Σάββατο 11.00 – 15.00. Κυριακή και Δευτέρα κλειστά. Είσοδος ελεύθερη, metsartscentre.com