Η Κορίνα Λεγάκη γεννήθηκε από Ελληνα πατέρα και Σουηδή μητέρα (κάτι που δεν είναι απλό βιογραφικό στοιχείο αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία όπως θα δούμε στη συνέχεια) στην Κρήτη όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μέχρι τώρα δίχως όμως αυτό να την εμποδίσει αρχικά να καλλιεργήσει και μετά να αξιοποιήσει την κλίση και το ταλέντο της στην μουσική και ιδιαίτερα βέβαια το τραγούδι κυκλοφορώντας τρία CD από το ’10 μέχρι το ’14. Η μετοίκηση της στην Αθήνα πριν λίγα χρόνια της επέτρεψε να επικεντρωθεί πολύ περισσότερο σε αυτό που κάνει, γεγονός φυσικά το οποίο έδωσε μεγάλη ώθηση στην καριέρα της, με αποτέλεσμα τον τέταρτο δίσκο της «Mosaic» (ένα πολυσυλλεκτικό album με παλαιότερα και μη, κυρίως ελληνικά και μερικά ξένα, τραγούδια εκλεκτών δημιουργών) και τον πέμπτο, το «Νέος Κόσμος» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, μια εξαιρετικά φροντισμένη εργασία με τραγούδια των Γιώργου Ανδρέου και Νίκου Ξυδάκη σε στίχους σπουδαίων ποιητών/στιχουργών μας.
Εδώ και αρκετά μεγάλο διάστημα η Κορίνα Λεγάκη ανήκει στους/στις λίγους/ες ερμηνευτές/ιες που έχουν μπει στον κόπο να σχηματίσουν ένα συγκεκριμένο και σταθερό ενόργανο σύνολο το οποίο την συνοδεύει σε όλες τις, τουλάχιστον προσωπικές, ζωντανές εμφανίσεις της. Το σύνολο αυτό έχει την ολιγομελή αλλά και εξαιρετικά ευέλικτη ως προς το να προσαρμόζεται σε πολλά διαφορετικά ιδιώματα μορφή του πιανιστικού τρίο ή piano trio όπως αποκαλείται στην jazz όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά και αποτελείται από τον πιανίστα - και επίσης υπεύθυνο των ενορχηστρώσεων σε αυτή την περίπτωση - Θωμά Κοντογεώργη, τον κοντραμπασίστα Στέργιο Μητρούση και τον ντράμερ Βαγγέλη Καλαμάρα, άπαντες βιρτουόζους στα όργανα τους.
Το εν λόγω τρίο φυσικά την συνοδεύει και στις εμφανίσεις της υπό τον τίτλο «Πάμε...Orient Express!» στην αμαξοστοιχία – θέατρο «Το Τρένο Στο Ρουφ» οι οποίες ξεκίνησαν την πρώτη Νοεμβρίου και πραγματοποιούνται κάθε Παρασκευή, με αφορμή βέβαια το νέο album της αλλά κάθε άλλο παρά μόνο με τα τραγούδια αυτού ως ρεπερτόριο τους. Μία Παρασκευή τον μήνα όμως την θέση στο πιάνο του Θωμά Κοντογεώργη έπαιρνε ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου ο οποίος όχι μόνον έχει γράψει περισσότερα από τα μισά τραγούδια του τελευταίου δίσκου της Κ. Λεγάκη αλλά ήταν και ο παραγωγός και ενορχηστρωτής τόσον αυτού όσο και του προηγούμενου ενώ είναι επίσης η ερμηνεύτρια με την οποία κατά κύριο λόγο συνεργάζεται τα τελευταία χρόνια, τόσο δισκογραφικά όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις του. Χωρίς να υποτιμώ καθόλου την κανονική σύνθεση του σχήματος που άλλωστε την έχω εκτιμήσει και απολαύσει στο παρελθόν αυτήν ακριβώς την πρώτη από τις παρουσίες/συμμετοχές του Γ. Ανδρέου στο πρόγραμμα επέλεξα να παρακολουθήσω.
Οποιος/α έχει παρακολουθήσει έστω και μία θεατρική ή μουσική παράσταση στο «Τρένο Στο Ρουφ» γνωρίζει πολύ καλά πόσο ιδιαίτερος χώρος είναι, ξεκινώντας από το γεγονός ότι πρόκειται για βαγόνια με μικρή επιφάνεια και άρα εξαιρετικά ολιγάριθμου κοινού το οποίο παρακολουθεί το θέαμα ή το ακρόαμα κυριολεκτικά από...απόσταση αναπνοής. Ακόμα περισσότερο ισχύει αυτό για το λεγόμενο «μουσικό βαγόνι» στο οποίο πραγματοποιούνται οι συναυλίες, ένα αυθεντικό βαγόνι του 1924 του θρυλικού Όριαν Εξπρές που διαθέτει μια σπάνια ατμόσφαιρα και βέβαια μια σαγηνευτική πατίνα του χρόνου ενώ η χωρητικότητα του είναι μόλις τριάντα δύο (!) ατόμων δίνοντας σε οποιαδήποτε συναυλία εκεί την αίσθηση μιας εμφάνισης σε μια μικρή φιλική παρέα. Τα σημαντικά αυτά όμως προτερήματα του «Το Τρένο Στο Ρουφ» συνιστούν ταυτόχρονα και μεγάλες προκλήσεις που για να ανταποκριθεί όποιος/α παρουσιάζει οτιδήποτε εκεί, να τις υπερβεί με το να προσαρμοστεί σε αυτές και να τις μετατρέψει σε πλεονεκτήματα υπέρ του/της δεν είναι και τόσο εύκολο και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από αυτό εξαρτάται η επιτυχία της παράστασης του/της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η προετοιμασία ήταν αυτή ακριβώς που έπρεπε, αρχικά με τον τόσο έμπειρο παραγωγό αλλά και ηχολήπτη Γ. Ανδρέου και την τεχνική ομάδα του να μελετούν ηχητικά τον χώρο ώστε το ακουστικό αποτέλεσμα να είναι το άριστο δυνατό και μετά με την διαμόρφωση του προγράμματος έτσι ώστε να αξιοποιεί ιδανικά τις ιδαιτερότητες/δυνατότητες του σχεδόν...«αιωνόβιου» πια «μουσικού βαγονιού».
Η Κορίνα Λεγάκη δεν είναι απλώς μια εξαίρετη ερμηνεύτρια, προικισμένη με μια φωνή με πολλά χαρίσματα (καθαρότητα, λαμπρότητα και μεγάλη σοπράνο έκταση) και ήδη κατακτηθείσα δεξιοτεχνία η οποία αυξάνεται συνεχώς με το πέρασμα του χρόνου και βέβαια την ωρίμανση της, Διαθέτει το σπάνιο προσόν να χρησιμοποιεί όλα τα προαναφερθέντα για να αναδείξει τα τραγούδια που ερμηνεύει και όχι ματαιόδοξα τον εαυτό της, στην κυριολεξία θέτει τον εαυτό της και τις δυνατότητες της στην υπηρεσία κάθε τραγουδιού το οποίο ερμηνεύει θεωρώντας ως πρώτιστη αποστολή της το να το επικοινωνήσει στο κοινό. Τέλος στο ότι τα γονίδια της κατά το ήμισυ δεν είναι ελληνικά μπορεί να μην οφείλει μεν το ταλέντο της αλλά (εκτός φυσικά από το ότι έχει...δύο μητρικές γλώσσες και, όντας γλωσσομαθής, εκτός από αυτές τραγουδά άνετα και σε τρεις – τέσσερις άλλες) σίγουρα το ότι διαπνέεται από μια θεώρηση και προσέγγιση συνολικά της ζωής, άρα και της μουσικής, αρκετά διαφορετική από οποιουδήποτε/οποιασδήποτε αμιγώς Ελληνα/ίδας.
Πέραν από αυτό που χαρακτηρίζει μόνιμα την Κ. Λεγάκη δύο είναι τα στοιχεία τα οποία καθορίζουν την ταυτότητα του συγκεκριμένου προγράμματος και του προσδίδουν την επιπλέον και καθόλου μικρή αξία του. Το πρώτο το έχω συναντήσει πολύ λίγες φορές τα τελευταία χρόνια και μόλις την δεύτερη εφέτος μετά από το πρόγραμμα του Στέφανου Κορκολή στην «Σφίγγα» και, όπως είχα σημειώσει και για εκείνο, δεν είναι παρά η μουσικότητα (musicianship). Η μουσικότητα είναι κάτι αρκετά σύνθετο, για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα πω πολύ απλά ότι μπορεί να έχεις έναν/μια πολύ καλό ερμηνευτή/ια που να συνοδεύεται από ένα σχήμα βιρτουόζων και όμως το τελικό αποτέλεσμα να είναι απλά ευπρεπές. Ο κομβικός παράγοντας για να γίνει ξεχωριστό είναι ακριβώς η μουσικότητα που σημαίνει ότι κάθε μουσικός δεν αρκείται στο να παίζει άψογα αλλά και σε συνεχή επαφή, αλληλεπίδραση και συνέργεια με τους/τις υπόλοιπους/ες. Το τρίο της Κ Λεγάκη – ακόμα και όταν δεν παίζε πιάνο ο Θωμάς Κοντογεώργης αλλά ο τουλάχιστον ισάξιος του Γ. Ανδρέου – το έχει κατακτήσει αυτό προ πολλού και έρχεται να «κουμπώσει» με την προαναφερθείσα αφοσίωση της ιδίας στην ουσία των τραγουδιών και της ανάδειξης της. Οι τέσσερις άνθρωποι που βρίσκονται στην σκηνή επικοινωνούν απόλυτα μεταξύ τους και, χωρίς ούτε στιγμή να χαλαρώνει στο ελάχιστο η προσοχή τους σε αυτό το οποίο παίζουν/ερμηνεύουν ως μονάδες, έχουν ως πρώτο μέλημα και προτεραιότητα τους το σύνολο του ακροάματος και όχι την προσωπική συμβολή καθενός/ίας τους σε αυτό, κάτι που θα μπορούσε ακόμα και να αποτελέσει τον ορισμό της μουσικότητας!
Το δεύτερο στοιχείο φαίνεται και από το ότι το πρόγραμμα περιλαμβάνει και μερικά μη ελληνικά τραγούδια αλλά, ακόμα περισσότερο, από το πως προσεγγίζεται ο κορμός του, η μεγάλη πλειοψηφία τους η οποία φυσικά προέρχεται από την μουσική της χώρας μας καθώς η προσέγγιση αυτή δεν γίνεται με «ορμητήριο» μόνο την ελληνική μουσική θεώρηση και συνολική κουλτούρα. Υπάρχουν επίσης η, παρά την λιτότητα των ερμηνειών, αισθαντικότητα του γαλλικού chanson, όπως επίσης και η «show» - δίχως ίχνος υπερβολής! – παράμετρος συγκεκριμένων περιπτώσεων ρεπερτορίου του αγγλοσαξονικού τραγουδιού στην φωνή της Κ. Λεγάκη, όπως υπάρχει και η «ρέουσα», μελωδική και όχι μόνον ρυθμική, αίσθηση του latin ιδιώματος, ορατή πριν από όλα στο πως ενορχήστρωσε ο Γ. Ανδρέου το γνωστό - και γραμμένο από τον Antonio Pinto για την Shakira, σε δικούς της μάλιστα στίχους - «Despedida» για τον προηγούμενο δίσκο της «Mosaic» και το οποίο έκτοτε αποτελεί σταθερό μέρος του ρεπερτορίου των ζωντανών εμφανίσεων της όπως βέβαια υπάρχει και πολλή jazz. Οχι πάντα και όχι μόνον ως τεχνοτροπία αλλά και σαν διάθεση ή στο πως παίζονται συγκεκριμένα μέρη ορισμένων τραγουδιών, κάτι που η σύνθεση και η δεξιοτεχνία των μουσικών του – ούτως ή άλλως jazz καταβολών! – τρίο της υποστηρίζει υποδειγματικά και η εγγύτητα του ακροατηρίου στη σκηνή η οποία επιτρέπει να ακούς αλλά και να βλέπεις ακόμα και την τελευταία λεπτομέρεια του τι συμβαίνει σε αυτήν δίνει την ευκαιρία να το απολαύσεις ακόμα πληρέστερα.
Η συγκεκριμένη βραδιά επιφύλασσε μια μικρή έκπληξη, με μιαν άλλη έκπληξη εντός της που ανάδειξε ακόμα περισσότερο αυτή την, τουλάχιστον...πανευρωπαϊκή, διάσταση και θεώρηση του προγράμματος. Την συναυλία παρακολουθούσε ο νεαρός και ταλαντούχος Ελληνογάλλος ερμηνευτής Γκοτιέ Βελισσάρης και, πριν ερμηνεύσουν μαζί το τραγούδι από το «Νέος Κόσμος» στο οποίο κάνουν ντουέτο και στον δίσκο, ερμήνευσαν το «Swallow» με το οποίο αντίστοιχα η Lady Gaga και ο Bradley Cooper κέρδισαν το εφετινό Όσκαρ τραγουδιού. Η παρουσία του Γιώργου Ανδρέου επέτεινε ακόμα περισσότερο αυτή την μη ακραιφνώς «ελληνική» διάσταση του προγράμματος καθώς μια ακόμα μουσική ιδιότητα του είναι ότι πρόκειται για πιανίστα κλασικής παιδείας αλλά και σολιστικού επιπέδου ο οποίος επιπλέον διαθέτει εποπτική γνώση αλλά και εκτελεστική ευχέρεια σε ουκ ολίγα ιδιώματα, στοιχείο που κάθε άλλο παρά αποτελεί κανόνα για την πλειοψηφία των σημερινών Ελλήνων δημιουργών τραγουδιών, Ως τέτοιος όχι μόνο αγαπά αλλά και γνωρίζει καλά και το lieder, τα τραγούδια δηλαδή για φωνή και πιάνο της ρομαντικής περιόδου της κλασικής μουσικής και αυτή η αγάπη και η γνώση εμφορεί συχνά την συνθετική γραφή του και ακόμα περισσότερο τις ζωντανές εμφανίσεις του. Η παράμετρος αυτή ήταν ορατή σε όλη την διάρκεια της βραδιάς και έγινε ακόμα περισσότερο την στιγμή που οι άλλοι δύο μουσικοί αποσύρθηκαν προσωρινά και η Κ. Λεγάκη ερμήνευσε μερικά τραγούδια μόνο με την δική του συνοδεία στο πιάνο.
Όλη αυτή η ευρωπαϊκή φινέτσα του προγράμματος δεν θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο με την ατμόσφαιρα και την αισθητική του «Το Τρένο Στο Ρουφ». Έτσι το συνολικό αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε «μουσική μυσταγωγία» αλλά ένα επίσης άκρως ψυχαγωγικό – σε αντίθεση με το διασκεδαστικό – πρόγραμμα και ταυτόχρονα υψηλότατης αισθητικής και αληθινά απολαυστικό, μια ακουστική εμπειρία που αληθινά σε αφήνει...«χορτάτο» από πολύ καλά και πολύ όμορφα επίσης τραγούδια! Ενα πρόγραμμα στο οποίο ακόμα και η αλληλουχία των λέξεων στους στίχους, δίχως να χάνει τίποτα από το περιεχόμενο και το νόημα της, εντέλει αναδεικνύει την μουσική διάσταση του λόγου όπως αυτή εκφράζεται με την ερμηνεία και επενδύεται με τον ήχο των οργάνων, αυτό ακριβώς με άλλα λόγια που αποτελεί την ουσία αλλά και το κριτήριο για κάθε επιτυχημένη μελοποίηση. Σε όσους και όσες εκτιμούν ιδιαιτέρως το τελευταίο προτείνω...μετ’ επιτάσεως να το παρακολουθήσουν, είτε τις επόμενες Παρασκευές με τον Θωμά Κοντογεώργη είτε στις 26 Δεκεμβρίου που την θέση του θα πάρει και πάλι ο Γιώργος Ανδρέου.