Η Αβάνα για μένα είναι προορισμός ζωής. Την επισκέπτομαι κάθε χρόνο προσπαθώντας να αποτυπώσω την ομορφιά μαζί και την ασχήμια της. Πρόκειται για μια πόλη μαγική που αναπέμπει κάτι απο τη γοητεία του πελάγους της εκεί στην παραλία του Μαλεκόν αλλά και μια δόξα των παλιών αμερικάνικων ημερών της. Η ατμόσφαιρα μυρίζει Ερνεστ Χεμινγουέι με τα μπαράκια της floridita και την Bodegua del Medio να σερβίρουν τα αγαπημένα ποτά του έλκοντας πλήθος τουριστών.
Από χρόνο σε χρόνο η Αβάνα διαφέρει προς το καλύτερο και προς το χειρότερο όμως. Τα παλιά ιστορικά της κτήρια ανακαινίζονται και μετατρέπονται σε πολυτελή ξενοδοχεία. Την ίδια ώρα μεταλλάσσεται και ο χαρακτήρας των Κουβανών που έχουν μετατατραπεί σεανελέητους άρπαγες του δολαρίου.
Περάσαμε απο την ελληνική πρεσβεία, που παραμένει στην ίδια κατάσταση εδώ και μερικά χρόνια. Η πρέσβυς της Ελλάδας στην Αβάνα Στέλλα Μπεζιρτζόγλου μας εντυπωσίασε με τις πολλαπλές δραστηριότητες που έχει αναλάβει για την προβολή της εικόνας της χώρας μας στην Κούβα. Στα αμέσως επόμενα σχέδιά της είναι η τοποθέτηση προτομής του ποιητού Γιάννη Ρίτσου σε κεντρικό σημείο της Αβάνας.
Στο μεταξύ, μετακόμισε την πρεσβευτική κατοικία απο τα περίχωρα στο κέντρο της Κουβανικής πρωτεύουσας σε ένα επιβλητικό ανακαινισμένο κτήριο απαράμιλλης γοητείας. Η γαλανόλευκη ανεμίζει σχεδόν απέναντι απο το Καπιτώλιο σε μια κατοικία φτιαγμένη με υψηλή αισθητική και απαράμιλλο γούστο.
Το ταξί μας κατέβασε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Σεν Μιγκουέλ. Είπα να αφήσω την παρέα μου και να πλανηθώ έτσι χωρίς πρόγραμμα για να χορτάσει το μάτι μου αυτή την απίστευτη αρχιτεκτονική της Αβάνας.
Μοιάζει μ’ ένα ατέλειωτο εργόχειρο, κι ανάμεσα στα στολίδια να λείπουν χάντρες, ανάμεσα στα υπέροχα κτ να βρίσκονται σκόρπια τα ερειπωμένα αρχοντικά, αχρωμάτιστα, εγκατελελειμένα, ελεεινά.
Το ιστορικό κέντρο έχει ανακαινισθεί και διαρκώς ανακαινίζεται με την επιχορήγηση της Unicef υπο το συντονισμό του φωτισμένου ιστορικού Εουσέβιο Λεάλ.Στο πλαίσιο αυτό έχει κτισθεί το ορθόδοξο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου μέσα στο πάρκο της Μητέρας Τερέζας στην Παλιά Αβάνα, όπου η Ορθοδοξία απέκτησε φωνή μετά απο 43 χρόνια σιωπής το 2003 με τα ιστορικά πατριαρχικά εγκαίνια εν τιμαίς και δόξαις! Είναι μια πραγματική μινιατούρα που παραπέμπει σε τοπίο ορθόδοξο κάπου μακριά στη μικρή γαλανή πατρίδα.
Προχωράω στο δρόμο, όπου οι Κουβάνοι και οι Κουβάνες ντυμένοι στην τρίχα και βαρειά αρωματισμένοι προσπαθούν να ψαρέψουν τουρίστες για την πραμάτεια τους. Αλλοι με προσκαλούν στις τιέντες τους να αγοράσω κανένα σουβενίρ. Αλλοι μου ψιθυρίζουν δήθεν μυστικά για να μου προσφέρουν φτηνά πούρα Αβάννας. Λέω διαρκώς όχι και νιώθω επιεικώς άβολα.
Ενας νεαρός μελαμψός Αδωνις με ακολουθάει συνεχώς. Αρχίζω να φοβάμαι πως θα μου επιτεθεί, αν και η εγκληματικότητα είναι ελεγχόμενη στους κεντρικούς δρόμους, όπου κυκλοφορουν αστυνομικοί και χαφιέδες.
Ο νεαρός με πλησιάζει, σχεδόν με στριμώχνει στο πεζοδρόμιο: «Πούρα»; με ρωτάει. «Οχι», του κάνω νόημα. «Ερωτα»; Δηλαδή αγοραίο έρωτα. Τρέχω αλαφιασμένη στην κεντρική πλατεία, όπου είναι αναμειγμένοι Κουβάνοι και τουρίστες. Νιώθω περισσότερο ασφαλής. Το μάτι μου παίρνει κάτι όμορφα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να στήνουν παγίδα έρωτα σε άντρες τουρίστες. Με πιάνει μια μελαγχολία για την κατάντια της Κούβας του αγαπημένου μου Φιντέλ Κάστρο.
Ξαφνικά πέφτω πάνω σ’ ένα τρελλό πάρτυ. Εδώ κάποιοι τουρίστες έχουν στήσει χορό σάλσα και τάνγκο και όλα, κάτω απο τους μαγικούς ήχους μιας τετραμελούς ορχήστρας. Η ορχήστρα παίζει και οι άνθρωποι στροβιλίζονται στους ρυθμούς της ξενοιασιάς, που αγοράζεται φτηνά στο κέντρο της Αβάνας.
Φωτογραφίζω με πραγματική μανία τα κτήρια της ισπανικής αποικιοκρατίας, μεγαλεπήβολα και αρχοντικά. Η αστυνομία κρατάει ένα ολάκερο κάστρο για πάρτη της.
Ολες οι κρατικές υπηρεσίες στεγάζονται στα ομορφότερα και ανακαινισμένα πρόσφατα κτίρια της πόλης. Οι Κουβάνοι ζούν στα ισόγεια και τους ορόφους των στριμωγμένων σπιτιών, που έχουν καταντήσει σχεδόν ερείπια. Στα ξεφτισμένα νεοκλασικά μπαλκόνια φιγουράρουν τα απλωμένα ρούχα της λερής μπουγάδας.
Στο ιστορικό κέντρο οι Κουβάνοι για να βγάλουν λεφτά έχουν μετατρέψει τα σπίτια τους σε μαγαζάκια με είδη σουβενίρ. Πουλάνε χοντροκομμένες δαντέλες, ξύλινα αγαλματάκια και ναϊφ ζωγραφικούς πίνακες. Στα παράθυρά τους έχουν παραθέσει απλοϊκά την πραμάτεια για τους τουρίστες. Ολη η ζωή κινείται γύρω απο τους ξένους, απο τα λεφτά, απο την κρυφή συναλλαγή. Το όνειρο των Κουβάνων είναι να βρεθεί ένα γενναιόδωρο χέρι να τους τραβήξει μακριά απο την ονειρεμένη χώρα τους.
Κατηφορίζω προς την παραλία, όπου είναι απλωμένο το μεγάλο επίσημο παζάρι της Αβάνας. Διάφορα σκούρα χέρια με τραβάνε κυριολεκτικά προς το δικό τους μαγαζί. Αγοράζω ξύλινα αγαλματάκια (όπως σε κάθε ταξίδι μου) απο μια όμορφη κοπέλα. Σταματάω σ’ ένα παππού και διαλέγω όλους τους μικρούς πίνακές του. Με συγκινεί η διαφορετικότητα της ζωγραφικής του. Ενώ είναι ναϊφ, η γραφή του αποπνέει ένα αβίαστο εξπρεσιονισμό. Πληρώνω μόνο 3 δολάρια για τον κάθε πίνακα αυτού του γερασμένου ταλέντου, που χάθηκε για πάντα στην ανωνυμία της υπερπροσφοράς της κομμουνιστικής κουλτούρας.
Τελικά, έλκομαι απο την άλλη πλευρά του παζαριού, όπου είναι εκετεθειμένοι πίνακες γνωστών Κουβάνων ζωγράφων. Ανάμεσα στους γραφικούς τοπικούς καλλιτέχνες ανακαλύπτω τρομερά ταλέντα. Οι πίνακες μεγάλων διαστάσεων, λάδι και τέμπερα πουλιούνται μέχρι 100 διεθνή πέσος έκαστος. Δεν κάνω ούτε το παραμικρό παζάρι, η τέχνη εδώ κοστίζει εξευτελιστικά φτηνά. Αγοράζω τέσσερα κομμάτια, δύο για το σπίτι του Μόντρεαλ κι άλλους δύο για το διαμέρισμα της Αθήνας.
Νιώθω μια παράξενη ευφορία καθώς κρατώ υπό μάλης τα έργα τέχνης που θα μεταφέρω στο βολεμένο κόσμο της Δύσης. Νιώθω σα να έχω διαπράξει μια μεγάλη κλοπή, αλλά πάλι για την Κούβα 100 δολάρια είναι έξι μηνιάτικα, υπολογίζω και παρηγοριέμαι.
Αναζητώ την πλατεία με το λεωφορείο που θα με γυρίσει στο ξενοδοχείο μου. Εχω μισή ώρα καιρό. Κάθομαι σ’ ένα συνηθισμένο καφενείο περιτριγυρισμένη απο Κουβάνους. Ακριβώς δίπλα μου παρατηρώ ένα πλήθος ανθρώπων να περιμένουν στην ουρά έξω απο ένα μαγαζί. Η μουσική στο καφενείο είναι ηχηρή. Οι Kουβάνοι δε χωράνε στις καρέκλες τους. Χορεύουν στο ρυθμό των μοντέρνων ήχων της μπιτάτης σάλσα. Εναρμονίζομαι ενστικτώδικα μαζί τους.
Σηκώνομαι για την αποχώρηση κρατώντας τα πολύτιμα λάφυρα των αγορών μου. Το μαγαζί δίπλα μου ήταν τελικά ένα μπακάλικο που έφερε απόψε εκτάκτως γάλα και ρύζι. Επεσε σύρμα και μαζεύτηκε η γειτονιά. Γι’ αυτό περίμεναν στην ουρά οι Κουβάνοι, για να προλάβουν να ψωνίσουν.
Ανεβαίνω στο ταξί με τη δροσιά του αίρ κοντίσιον, όπου με περιμένει η παρέα μου. Εξω έχει πέσει λυκόφως και τα πρώτα φώτα ανάβουν στην καρδιά της Αβάνας. Παίρνουμε την παραλιακή λεωφόρο, όπου στο πρεβάζι του μώλου κρέμονται οι μελαμψοί κάτοικοι της πόλης. Αλλοι έχουν βγεί ζευγάρια για τη βραδινή τους βόλτα κι άλλοι ψαρεύουν με το καλαμίδι!