Γεννήθηκα μέσα σε μια συντριβή. Κλωθογυριζόταν γύρω μου ο κόσμος, ξεσπούσε ανεξέλεγκτα η οργή και η μανία, τα φαινόμενα είχαν ένταση και εναλλάσσονταν γοργά. Καλά καλά δεν καταλάβαινα πως παραδερνόμουν, μήτε που πήγαινα, πόσο έπεφτα, πόσο με στριφογύριζε ο ψυχρός άνεμος και που θα με εγκατέλειπε...
Μόνη και μοναχική. Μα, δεν το διάλεξα. Τη λαχταρώ τη ζεστασιά. Των χριστουγέννων τις φωτισμένες βιτρίνες. Τη φάτνη και το μικρό χριστούλη. Τα παιδάκια που κρατώντας το χέρι των γονιών τους τιτιβίζουν ολόχαρα, ζητώντας πότε το ένα και πότε το άλλο. Τις χοντρές κάλτσες στα πόδια που ζεσταίνονται στο τζάκι, τις πολυφθαρμένες από την αγάπη και τη χρήση κουβέρτες, την κούπα με το μυρωδάτο τσάι, τα αγκαλιάσματα και τις θερμές ευχές, τις αχνιστές ανάσες, τις καυτές καρδιές.
Λαχταρώ και τη συντροφιά. Όχι αυτή την αέναη και ψυχρή, που με τις όμοιές μου χορεύουμε στροβιλίζοντας, μη ακουμπώντας, μέχρι να πέσουμε και να λιώσουμε και να γίνουμε μια άμορφη γυάλινη και γλιστερή επιφάνεια. Εκείνη την άλλη συναναστροφή, των ανθρώπων που νιάζονται και μοιράζονται. Που αγαπούν και φιλονικούν και ξανασμίγουν και χωρίζονται, μα με θέρμη και πάθος καυτό. Που μαζεύονται ξημερώματα και κλαίνε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, που δίνουν ραντεβού σε ζεστά καφέ για να πνίξουν τις λέξεις και τις σκέψεις τους σε μια κούπα αχνιστής σοκολάτας, που στρώνουν χνουδωτό κι απαλό το χαλάκι της επικοινωνίας για να κουρνιάσει και να απλωθεί η αγάπη, να ζεστάνει το χώρο.
Τις λαχταρώ όσο τίποτα, τη ζεστασιά και την επαφή, μα και τις φοβάμαι! Κι οι δυό, μπορούν να διαλύσουν στο λεπτό τη σκληρή και γυάλινη επιφάνειά μου. Να λιώσουν το ψυχρό περίβλημα της ύπαρξής μου, να αλλάξουν το περίτεχνο σχήμα μου, να με καταστρέψουν.
Πώς να αφεθώ να ακουμπήσω σε ένα όμορφο παιδικό πρόσωπο που στρέφει το βλέμμα και θαυμάζει την πολύβουη ζωή, των ανθρώπων τις αναταράξεις και των συμβάντων τις αλληλουχίες; Ούτε να το σκεφτώ να μυρίσω και να γευτώ το γλυκό, ζεστό κρασί της ζήσης που άλλους τους μεθά, άλλους τους ενθαρρύνει κι άλλους τους κάνει να κλαίνε... Σκιάζομαι και στη σκέψη πως ένα χέρι θα με κρατήσει τρυφερά και δυο χείλη θα ακουμπήσουν στην παγερή μου επιφάνεια. Τρομάζω στην ιδέα πως η θέρμη του συγχρωτίζεσθαι και της σύνδεσης η ζεστή ανάσα, θα έρθουν κοντά μου.
Θα «λιώσω»...
Αυτός ο διαρκής φόβος, με κρατά εκεί ψηλά, στον πάγο και στο χιονιά να παραδέρνω. Ίσως γιατί είναι θερμό σα δάκρυ το κρυσταλλάκι μου, όταν λιώνει...
Σαν κάτι ανθρώπους που είναι μόνοι τους, ακόμη κι όταν είναι με άλλους. Σα τα γερόντια σε παγωμένα κι άφωτα σπίτια, που μήτε παιδιού φωνή κι ανάσα ζεσταίνει, μήτε φάτνη με το νεογέννητο χριστό, φωτίζει. Στις καρδιές και στην κουζίνα τους δε σιγοβράζει ελπίδα μυρωδάτη κι η καρδιά τους είναι πιο μαύρη κι από τις στάχτες του σβησμένου τζακιού...
Στον πάγο. Σαν κάτι «παρέες» ανθρώπων με κοινότυπες ανταλλαγές ευχών που απλώνονται στις κρύες νύχτες, πιο ψυχρές και στιλβωμένες κι από νιφάδες. Χάνονται πριν καν πέσουν, γιατί δεν έχουν σώμα και οντότητα. Δεν έχουν καυτό, κοχλαστό συναίσθημα. Μήτε θέρμη εσωτερική.
Στο χιονιά. Σαν τις ανάγκες και τις πεθυμιές των ανθρώπων του μόχθου, που μετρούν στάλα στάλα τα αποθέματά τους σε σθένος, υποχωρήσεις, οικονομικές δυνατότητες. Και πάντα, τα βρίσκουν λειψά κι ανεμοδαρμένα...
Μια νιφάδα χιονιού είμαι, που πέφτει κάποιες νύχτες χριστουγέννων σε σπίτια και ζωές θερμές ή σε ξεμεινεμένους, μοναχικούς και παγωμένους ίσκιους.
Γιατί τα σύννεφα που όλοι κυνηγάμε στου μικρού μας βίου τα περάσματα, άλλοτε είναι πουπουλένια κι απαλά κι άλλοτε ορθώνονται τρομακτικά πάνω από το κεφάλι μας, γκριζωπά κι απειλητικά. Μα, είναι πάντα πολύ μακριά από το φλοιό της γης που σηκώνει το βάρος της ύπαρξής μας. Είναι λυτά και φεύγουνε, κυλούν στων καιρών και των ανέμων τα γυρίσματα…