Ρώτησα τους συντοπίτες μου, μην τον είδανε. Πέρασα από όλα τα μαγαζιά της -ρημαγμένης ένα χρόνο τώρα από το σεισμό και το διπλό τσουνάμι- παραλιακής της Σάμου, μα δεν υπήρχε ψυχή εκεί να μου απαντήσει. Έτρεξα στην Αστυνομία και ζήτησα να γίνουν έρευνες. Πότε ήρθε, με ποιους βρέθηκε, γιατί δε μίλησε με κανέναν από τους ντόπιους, παρά μόνον με κάτι κάθετους εγκάθετους. Μίλησα με τους διασώστες, μήπως στις αναζητήσεις τους ανάμεσα στα ετοιμόρροπα κτίρια του Πάνω Βαθιού, κάπου τον είχαν εντοπίσει να διαβαίνει, με κάθε λογής κύνες στο κατόπι του. Μπήκα σε επικίνδυνα κιτρινοχαρακτηρισμένα σπιτάκια, ξανακατοικημένα από μαραμένα γερόντια που τουρτούριζαν και ρώτησα αν τον είχαν δει.
«Βεβαίως», μου απάντησαν όλοι. «Στην τηλεόραση…»
Πήγα σε αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς, τεχνικές υπηρεσίες. Ζήτησα να μου πουν, πως ξετυλίγεται το φως και το σκοτάδι στα ξύλινα παραθύρια. Πως σκοτεινιάζει εκείνο το στενό, απ’ το φόβο και τους στεναγμούς των γονέων που έθαψαν τα δυο τους έφηβα παιδιά. Πως μαυρίζουν οι ψυχές, ζώντας με το τρέμουλο στην ψυχή για το τρεμούλιασμα όχι μόνο του υπεδάφους αλλά και της κλειστής οικονομίας της Σάμου και πόσος αντισεισμικός αρμός μπορεί να πέσει στις ευκαιρίες ανάπτυξης που διαρκώς μετατρέπονται σε ερείπια. Αντίκρισα μάτια πιο σφαλιστά κι από τα ρολά των κλειστών καταστημάτων. Είδα τις ελπίδες των συμπολιτών μου να έχουν πια μόνο κόκκινα και κίτρινα «χι».
Έψαξα να βρω που χάθηκαν οι αυλές, οι πέργκολες μα και οι επιχειρήσεις. Πόσες ρηγματώσεις αντέχουν ακόμη οι τοίχοι των σχολείων και τα αποταμιευμένα όνειρα επιβίωσης κατοίκων μα και προσφύγων. Αναρωτήθηκα πόσο ματώνει του πανέμορφου μαρμάρινου «Κούρου» η ραγισμένη φλέβα και σε ποιο άραγε τσουνάμι πνίγηκε το «ελληνικό δαιμόνιο» που το κατατρέχουν οι «δαίμονες» της υπερφορολόγησης, των ελαυνόντων ελεγκτικών μηχανισμών και της φοροεισπρακτικής πολιτικής; Πώς αναπνέουν πια τα κοκκινοπορφυρά κεραμίδια χωρίς τις ανάσες ανθρώπων; Τί να θυμούνται άραγε οι θαμμένες φωτογραφίες, οι παλιές εικόνες, τα άχρηστα πια βιβλιάρια τραπέζης, το καντήλι της γιαγιάς που δεν έχει λάδι;
Σαν αλλοπαρμένη, γύρευα κάπου να μάθω, πότε και πως είχε βρεθεί στον τόπο μου. Και γιατί, όλοι εμείς που γεννηθήκαμε ή επιλέξαμε να διαμένουμε και να δραστηριοποιούμαστε σε αυτό το ακριτικό νησί, τη Σάμο, δεκαετίες τώρα δεν καταφέραμε να πούμε αυτά τα απολύτως αναγκαία που δικαιούμαστε. «Πως καταφέρνουν», σκέφτηκα «να μιλούν εξ ημών, μόνον εκείνοι που είτε είναι μακριά από το νησί, είτε μακριά από την αληθινή ζωή των ακριτών…». Γκρεμίζονται καθημερινά οι προσδοκίες μας γιατί δεν είχαν γερά θεμέλια ή γιατί, μας «ξεθεμέλιωσαν» τον τόπο αυτοί που από μακριά κυβερνούν κι από κοντά μόνο να υπόσχονται ξέρουν;
Ποιος από τους εκάστοτε βουλευτάδες της μονοεδρικής, είχε ποτέ τα κότσια να αντιταχθεί σε κυβερνητικές αποφάσεις που άφηναν ακάλυπτους τους νησιώτες; Ποιος μίλησε τη γλώσσα του τόπου κι όχι του κομματικού μηχανισμού που στήριξε την υποψηφιότητά του; Όλοι αυτοί που απαρτίζουν τις κουστωδίες που υποδέχονται εν χορδαίς και τυμπάνοις τους μεγαλοσχήμονες πολιτικούς κατά τις επισκέψεις-αστραπή στο νησί του Πυθαγόρα και των αμπελιών, ξέρουν πραγματικά ή θέλουν να ξέρουν τι ακριβώς ζητά ο πολύπαθος πληθυσμός;
Οι ξεσπιτωμένοι επαγγελματίες στο «Γεφυράκι» και την Παραλιακή, τα γερόντια στο Πάνω Βαθύ, οι αγρότες στα Κουμέικα, οι Καρλοβασίτες που είδαν την «Παναγίτσα» σα γριά ξεδοντιασμένη και σωριασμένη στα καλντερίμια, οι Κοκκαριώτες που «αποκόπηκαν» κι οι Χωρίτες που ξεσπιτώθηκαν, βλέπουν έναν ακόμη χειμώνα να απελαύνει και σκιάζονται. Η βροχή κι η υγρασία έρχεται και μουλιάζει τα εναπομείναντα υπάρχοντα στο σπιτικό που μισογκρεμίστηκε στο θυμό του γαιοσείστη. Η φιλανθρωπία που μοιράζεται στάγδην δεν είναι κοινωνική μέριμνα, μήτε «μέτρα στήριξης». Ούτε οι παντελώς αποτρεπτικές και δαιδαλώδεις διαδικασίες για την ανάκτηση όσων χάσαμε από φυσική καταστροφή και κρατική αδιαφορία.
Have you been to Samos, εκάστοτε κύριε Πρωθυπουργέ; Κάθε πότε; Με ποιούς να σας δείξουν την αλήθεια, ώστε να διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι τι ακριβώς συμβαίνει με το προσφυγικό, αν και με ποιό τρόπο γίνονται επαναπροωθήσεις, πως δεν καλύπτονται οι συνέπειες του σεισμού; Ξέρετε τι γίνεται με την οικονομική δυσπραγία, με την ανεργία των νέων, με τις κακοποιημένες γυναίκες, τις πολύτεκνες οικογένειες, τα παιδιά γονιών που εργάζονται εποχιακά, με την επιχειρηματικότητα που οδηγείται στην εξόντωση, τον αγροτικό τομέα που εγκαταλείπεται;
Μας θυμούνται οι πολιτικοί μας ταγοί επ’ ολίγον και μόνον στις καταστροφές. Ναυάγιο Σαμίνα είναι αυτό, με τους 80 πνιγμένους; Φωτιά του 2000; Πλημμύρες του 2001; Προσφυγική κρίση κι εκείνο το άθλιο, παραγκοδομημένο, ποντικοφαγωμένο «Κέντρο Υποδοχής» υπό συνθήκες που ανατροφοδότησαν από τη μια το νεορατσισμό κι από την άλλη την αλγεινή συμπίεση των καθημερινών συνθηκών διαβίωσης των μόνιμων κατοίκων; Ή μήπως, το μόνο άξιο προσοχής και πολιτικής θέασης είναι πλέον το γιγάντιο νέο Κέντρο, λες κι έχει αποφασιστεί διεθνώς πως η Σάμος θα ναι το νέο Γκουαντάναμο του Αιγαίου;
Παραχώνουν, χρόνια τώρα, το «προσφυγικό» στα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Μακριά από το «κλεινόν άστυ», με κατοίκους που δεν αποτελούν την «κρίσιμη εκλογική μάζα», πετούν το μπαλάκι διαχείρισης ενός μείζονος ζητήματος στο οποίο αδυνατεί ολάκερη Ευρώπη να δώσει ανθρωπιστικές, τεκμηριωμένες, ουσιαστικές λύσεις. Και με μια Τουρκία που το κραδαίνει ως απειλή...
Στη Σάμο, έχει φτάνει η απόγνωση στα κόκκινα. Κοιτάζουμε, πάνω από τη μάσκα του κορωνοϊού, τα κατεστραμμένα μαγαζιά και τους ανθρώπους, που «ενοικιάζονται» και «πωλούνται» σε τιμές ευκαιρίας. Μας έχουν μείνει μόνο οι υποσχέσεις, κρεμασμένες από το πάτερο σα καφτερές πιπεριές που ξεραίνονται. Και λίγες σταφίδες από σαμιώτικο μοσχάτο, να χορταίνουν την πείνα και να γλυκαίνουν την απογοήτευση. Η αληθινή ζωή στα νησιά, περιγελώντας τις εξουσίες και τα κομματικά αλισβερίσια, δείχνει στους κρατούντες τη μωρία τους. Laus Stultitiae.
Λυπάμαι, κύριε πρωθυπουργέ. Ούτε εσείς, έχετε έρθει πραγματικά στη Σάμο...