Τα τελευταία δέκα χρόνια που εργάσθηκα ως νομική σύμβουλος Υπουργών Ενέργειας τεσσάρων διαδοχικών κυβερνήσεων, πάντοτε η πολιτική ηγεσία επεσήμανε την ανάγκη διαμόρφωσης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής.
Κι ενώ ο πολιτικός χρόνος ξεκινούσε με αυτό τον στόχο, στην πράξη, οι ιδεολογικές διαφορές και οι διαφορετικές προσεγγίσεις και προτεραιότητες, δεν επέτρεπαν τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης και μακροπρόθεσμης ενεργειακής πολιτικής που να υλοποιείται απρόσκοπτα και σταθερά, πάνω από κόμματα και πολιτικά κόστη, προς όφελος της χώρας.
Δυστυχώς, δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι τα στρατηγικής σημασίας ενεργειακά σχέδια είναι διαχρονικά και μακρόπνοα και ξεπερνούν τις θητείες των Υπουργών Ενέργειας, που, όπως φαίνεται, στη χώρα μας αλλάζουν κάθε ενάμιση χρόνο. Για παράδειγμα, ο Υπουργός Ενέργειας της Κύπρου είναι από το 2013 έως σήμερα ο ίδιος ενώ για το ίδιο διάστημα η χώρα μας έχει αλλάξει πέντε!
Επομένως, ακούγεται παράδοξο να ακούει κανείς τη σημερινή κυβέρνηση να περηφανεύεται για τη μετατροπή της Ελλάδας σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο, αναφέροντας έργα όπως ο αγωγός TAP, ο διασυνδετήριος αγωγός Ελλάδας-Βουλγαρίας, η αναβάθμιση του τερματικού σταθμού LNG στην Ρεβυθούσα, ο αγωγός φυσικού αερίου East Μed, η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Το επισημαίνω όχι μόνο επειδή τα έργα αυτά σχεδιάστηκαν και δρομολογήθηκαν την περίοδο 2013-2014 αλλά επειδή υπονομεύθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ως έργα που δεν προσφέρουν στη χώρα μας οφέλη (στο παράδειγμα του TAP) ή που δεν προάγουν και δεν προασπίζουν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού (στο παράδειγμα των συμβάσεων έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων), σε μία χρονική στιγμή που γινόταν μία πολύ σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης του νέου ενεργειακού ρόλου της χώρας στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης και θα έπρεπε η προσπάθεια αυτή να είναι υπερκομματική.
Δυστυχώς, η απουσία στρατηγικής της παρούσας κυβέρνησης στον κρίσιμο αυτό τομέα της ενέργειας οδήγησε σε δύο χαμένα πρώτα χρόνια. Αυτό προκύπτει εκ του αποτελέσματος από το πού βρισκόμαστε σήμερα σε μία σειρά από κρίσιμα θέματα, όπως ο στρατηγικός σχεδιασμός για τη ΔΕΗ, η ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ και κατ’επέκταση της ΔΕΠΑ, το άνοιγμα της αγοράς λιανικής, η εκτεταμένη και ανεξέλεγκτη λαθρεμπορία και νοθεία στα καύσιμα, η απραξία στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας.
Η εθνική προσπάθεια στην ενεργειακή πολιτική οφείλει να στηριχθεί σε δράσεις που στοχεύουν σε 4 κατευθύνσεις.
Πρώτον, στην αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή ως πύλης εισόδου και ασφαλούς διαμετακόμισης ενεργειακών πρώτων υλών και στην εκμετάλλευση των εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων.
Δεύτερον, στην απελευθέρωση των αγορών του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου, γεγονός που θα επιτρέψει την είσοδο νέων παικτών στην υφιστάμενη κλειστή ελληνική αγορά, μειώνοντας το κόστος ενέργειας ώστε να είναι προσιτό για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και ανταγωνιστικό με άλλα γειτονικά κράτη.
Τρίτον, στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθιστώντας απλή και ηλεκτρονική την διαδικασία αδειοδότησης, καθώς και στην παροχή κινήτρων και χρηματοδοτικών εργαλείων για εξοικονόμηση ενέργειας σε σπίτια και στον κτιριακό τομέα.
Και τέταρτον, στην προσέλκυση επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να τονωθεί η ανάπτυξη.
Η ειδοποιός διαφορά της επόμενης κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη είναι ότι ξέρει τί θέλει στα ενεργειακά αλλά κυρίως ξέρει πώς μπορεί να γίνει. Με συγκεκριμένους στόχους και με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.
Θα σταθώ όχι στους τρανταχτούς τίτλους των μεγάλων έργων, η συνέχιση των οποίων είναι αυτονόητη και αδιαπραγμάτευτη για το καλό της χώρας αλλά στον τρόπο εκτέλεσης των βημάτων για την υλοποίηση των έργων αυτών.
Και εξηγώ με δύο παραδείγματα:
1. Για να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί της δημόσιας διοίκησης και πολιτικής ηγεσίας και να ολοκληρωθεί η, με καθυστέρηση δυο ετών, υπογραφή μιας σύμβασης για έρευνες υδρογονανθράκων με μία από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρίες στον κόσμο, δεν χρειάζεται να φτάσουμε στην πρόκληση σχεδόν διπλωματικού επεισοδίου κατά την επίσκεψη προέδρου ξένης χώρας, συνοδεία του επενδυτή. Δεν είναι αυτή η κατάλληλη μέθοδος για να κερδίσουμε το ενδιαφέρον του διεθνούς επενδυτικού κοινού σε αυτόν τον ελπιδοφόρο τομέα για την ελληνική οικονομία. Θα αρκούσε όλα τα απαιτούμενα βήματα να γινόντουσαν στην ώρα τους.
2. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων στη χώρα μας αποτελεί την πλέον χρονοβόρα διαδικασία. Ο τρόπος αδειοδότησης εστιάζει στη δημιουργία περίπλοκων και χρονοβόρων διαδικασιών, με πληθώρα γνωμοδοτήσεων και υπογραφών, προκειμένου να διαχέεται η ευθύνη και με σκοπό την τυπική μόνο «εξασφάλιση» της προστασίας του περιβάλλοντος. Αποτέλεσμα είναι η περιβαλλοντική αδειοδότηση να αποτελεί βασικό εμπόδιο σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή δραστηριότητα. Η δημιουργία του Ηλεκτρονικού Περιβαλλοντικού Μητρώου, μιας online πλατφόρμας που θα υλοποιεί ηλεκτρονικά τις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, θα απλοποιήσει και επιταχύνει τις διαδικασίες, θα εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και θα διασφαλίσει παράλληλα μία υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος. Είναι μία μεταρρύθμιση που μπορεί να γίνει.
Υπάρχουν πολλοί επιτυχημένοι και άξιοι επαγγελματίες στον χώρο της ενέργειας, εντός και εκτός συνόρων που θέλουν να βοηθήσουν σε αυτή τη δημιουργική προσπάθεια της υλοποίησης των πολιτικών εκσυγχρονισμού του ελληνικού τομέα ενέργειας. Και είμαι βέβαιη ότι με συστηματική και αθόρυβη δουλειά, μπορούν να εκπλήξουν θετικά την κοινωνία.