Η θεμελιώδης προϋπόθεση της χάραξης εθνικής στρατηγικής είναι η αντίληψη ότι έχουμε εισέλθει σε μια αποφασιστική δεκαετία σε σχέση με τρείς θεμελιώδεις στρατηγικές προκλήσεις.
Η πρώτη είναι ο διεθνής ανταγωνισμός για τη διαμόρφωση του μέλλοντος της διεθνούς τάξης.
Η δεύτερη είναι ότι ενώ αυτός ο ανταγωνισμός βρίσκεται σε εξέλιξη, πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από τουρκικές προκλήσεις που επηρεάζουν το σύνολο του Ελληνισμού.
Και η τρίτη είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από διακρατικές προκλήσεις στο εσωτερικό που επηρεάζουν τις ζωές μας, από την ανθεκτικότητα στις κλιματικές κρίσεις, στην επισιτιστική ανασφάλεια, στις πανδημίες, στην τρομοκρατία, την ενεργειακή μετάβαση, και τον πληθωρισμό.
Η εθνική στρατηγική καθιστά σαφές ότι αυτές οι κοινές προκλήσεις δεν είναι περιθωριακά ζητήματα, δεν είναι δευτερεύοντα σε σχέση με τη γεωπολιτική, αλλά λειτουργούν σε ένα επίπεδο παράλληλα με τον τουρκικό ανταγωνισμό στις θαλάσσιες ζωτικές περιοχές του Ελληνισμού και τον παγκόσμιο γεωπολιτικό ανταγωνισμό από τις μεγάλες δυνάμεις.
Αν και τελικά, μια γενικευμένη στρατιωτική σύγκρουση φαίνεται απίθανη αυτή τη στιγμή, επειδή καθώς η Τουρκία ανακοινώνει το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής κρίσης προκύπτει ένα βασικό ερώτημα. Ποια η ετοιμότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε μεγάλης κλίμακας, απαιτητικές πολεμικές επιχειρήσεις;
Με άλλα λόγια, οι Τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) μέχρι τώρα έχουν αντιμετωπίσει με υπέρτερες δυνάμεις, υποδεέστερους μη οργανωμένους στρατούς (στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη) ενώ εναντίον του Ελληνισμού δεν φαίνεται ότι μπορούν να τα πάνε καλύτερα σε έναν γενικευμένο πόλεμο, ιδιαίτερα σήμερα που οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν αρχίσει τον εκσυγχρονισμό τους και στα νησιά του Αιγαίου έχει δημιουργηθεί μια ζώνη αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής. Οπότε ο πόλεμος γίνεται απρόβλεπτος, όπως θα μπορούσε να εκτυλιχθεί μια επίθεση και είναι μια αβεβαιότητα για την Τουρκία.
Αυτή η αβεβαιότητα πιθανότατα θα δημιουργήσει μια απροθυμία να πραγματοποιηθεί μια πλήρης στρατιωτική επέμβαση κατά της Ελλάδας για τουλάχιστον τον επόμενο χρόνο, καθώς τόσο η τουρκική πολεμική αεροπορία, όσο και το τουρκικό πολεμικό ναυτικό υστερούν ποιοτικά έναντι των αντιστοίχων ελληνικών δυνάμεων.
Αυτό όμως δεν αποκλείει τη τουρκική θέληση για ένα περιορισμένο θερμό επεισόδιο και μάλιστα με υπαιτιότητα ελληνική. Επίσης, μακροπρόθεσμα, η Τουρκία μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για τον στρατό της, καθώς οι δυνάμεις της θα αποκτούν όλο και περισσότερο σύγχρονο υλικό, κατασκευασμένο από τη δική τους αμυντική βιομηχανία, και αυτό χρήζει παρακολούθησης.
Συμπερασματικά, δεν υπάρχουν βεβαιότητες σε οτιδήποτε αφορά την Τουρκία, αλλά ο λογισμός από την πλευρά του Ελληνισμού είναι καλύτερα να προχωρήσει με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση μπροστά στην τουρκική επιθετικότητα. Προμετωπίδα μας πρέπει να είναι η ισχυρή αποτροπή που είναι ο συνδυασμός ικανότητας και αξιοπιστίας, δηλαδή η ικανότητα να επιτύχεις και η αποδεδειγμένη βούληση να το κάνεις πραγματικά.
Τώρα, φυσικά, από την ελληνική πλευρά υπάρχει ένας εντατικός ρυθμός μεταξύ της προσπάθειας ανάπτυξης αμυντικών συνεργασιών για την επίλυση αυτών των κοινών προκλήσεων και της προσπάθειας να τοποθετηθούμε αποτελεσματικά για να επικρατήσουμε στον στρατηγικό ανταγωνισμό στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν όμως και τρόποι με τους οποίους αυτά ενισχύονται. Και πιστεύουμε θεμελιωδώς ότι τα βασικά στοιχεία αυτού που πρέπει να κάνει ο Ελληνισμός τα επόμενα χρόνια είναι να μείνει αντίθετος στην προσκόλληση σε ξεπερασμένα στερεότυπα όπως η νοοτροπία του κατευνασμού ή τα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος, να αποδοκιμάζει τη χρήση βίας ενισχύοντας παράλληλα την αποτρεπτική ικανότητα και διεθνοποιώντας τα προβλήματα.
Συγκεκριμένα, πρώτον πρέπει να επενδύσουμε στις υποκείμενες πηγές και τα εργαλεία της ελληνικής εθνικής ισχύος και επιρροής, ιδιαίτερα στην αμυντική ισχύ μας, τόσο για τον σκοπό του αποτελεσματικού ανταγωνισμού όσο και για το σκοπό να είμαστε έτοιμοι να συσπειρώσουμε συμμάχους και εταίρους για την επίλυση των κοινών προκλήσεων.
Δεύτερον, πρέπει να οικοδομήσουμε τον ισχυρότερο δυνατό συνασπισμό συμμαχιών και εταίρων για να ενισχύσουμε τη συλλογική μας επιρροή, τόσο για να διαμορφώσουμε το περιφερειακό στρατηγικό περιβάλλον όσο και για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις τουρκικές απειλές που απαιτούν συνεργασία για να πετύχει.
Και τρίτον, πρέπει να θέσουμε τους κανόνες του δρόμου για τον 21ο αιώνα σε κρίσιμους τομείς από τις αναδυόμενες τεχνολογίες στον κυβερνοχώρο, την αμυντική μας βιομηχανία, τη ναυπηγοκατασκευαστική μας ικανότητα μέχρι το εμπόριο, την οικονομία, τις επενδύσεις, τόσο ώστε η διεθνής τάξη να συνεχίσει να συμπαρίσταται στα κοινά συμφέροντά μας και να μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που έρχονται.
Η εθνική στρατηγική δεν είναι μια λεπτομερής καταγραφή κάθε πρόκλησης και ευκαιρίας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Προσεγγίζει τους γενικούς σχεδιασμούς μας και προσπαθεί να εξετάσει το πώς σκοπεύουμε να αξιοποιήσουμε αυτή την αποφασιστική δεκαετία για να προωθήσουμε τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού και να θέσουμε τους εαυτούς μας σε θέση ισχύος έναντι των στρατηγικών προκλήσεων που εξέθεσα αρχικά.
Με αυτή τη σκέψη, χρειαζόμαστε μια εθνική στρατηγική που να καθορίζει μια πειστική και έγκαιρη περίπτωση για να συνεργαστούμε με μια σειρά από συμμαχίες για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων του Ελληνισμού. Ένα βασικό στοιχείο αυτής της συνεργασίας είναι μέσω πολυμερών πλαισίων και θεσμών. Μια νέα στρατηγική που να περιγράφει επίσης τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η πολιτική μας από την αναθεωρητική Τουρκία.
Πρόκειται για μια φιλόδοξη εθνική στρατηγική για να διατηρεί μια μοναδική ελληνική κοσμοθεωρία της ανάληψης της ευθύνης στην αντιμετώπιση του ευρέος φάσματος των προκλήσεων. Να βασίζεται στη συνεργασία για την επίτευξη των στόχων, όχι ρητά επειδή επιδιώκει να μετατοπίσει ή να μοιραστεί το βάρος, αλλά αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι η αποτρεπτική μας ισχύς χρειάζεται πολλαπλασιαστές. Επομένως, αυτή η αποφασιστική δεκαετία είναι κρίσιμη τόσο για τον καθορισμό των όρων ανταγωνισμού, ιδιαίτερα με την Τουρκία, όσο και για την αντιμετώπιση των τεράστιων προκλήσεων που αν χάσουμε χρόνο σε αυτή τη δεκαετία, δεν θα μπορέσουμε να συμβαδίσουμε με τις αναδυόμενες προκλήσεις.