Πάνω από 500 πολίτες, ανάμεσά τους πολλοί φοιτητές και έφηβοι, έχουν σκοτωθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου στη Μιανμάρ, σύμφωνα με την Ένωση Βοήθειας στους Πολιτικούς Κρατούμενους.
«Έχουμε επιβεβαιώσει 510 θανάτους», ανέφερε η ΜΚΟ, σπεύδοντας να διευκρινίσει ότι στην πραγματικότητα ο απολογισμός «πιθανόν είναι πολύ πιο υψηλός».
Καθώς εκατοντάδες άνθρωποι, που συνελήφθησαν τους τελευταίους δύο μήνες, αγνοούνται.
Ο απολογισμός ήταν εξαιρετικά βαρύς το Σάββατο, «ημέρα των βιρμανικών ενόπλων δυνάμεων», όταν σκοτώθηκαν πάνω από 110 άνθρωποι, ανάμεσά τους επτά ανήλικοι.
Παρά την ολοένα πιο φονική καταστολή, διαδηλωτές κατέβηκαν για άλλη μια φορά στους δρόμους την Δευτέρα, 29 Μαρτίου. Δεκατέσσερις πολίτες σκοτώθηκαν, κυρίως στον ανατολικό τομέα της Ρανγκούν, της οικονομικής πρωτεύουσας, σύμφωνα με την Ένωση Βοήθειας στους Πολιτικούς Κρατούμενους.
Μπροστά σε αυτό το λουτρό αίματος πολλές ένοπλες οργανώσεις ανταρτών απείλησαν σήμερα να πολεμήσουν τη χούντα.
Αν οι δυνάμεις ασφαλείας «συνεχίσουν να σκοτώνουν αμάχους, θα συνεργαστούμε με τους διαδηλωτές και θα απαντήσουμε» έγραψαν σε κοινή του ανακοίνωση, την οποία υπέγραψε μεταξύ άλλων ο Στρατός του Αρακάν (ΑΑ), μια ένοπλη οργάνωση που μετρά πολλές χιλιάδες άνδρες και έχει σημαντικό εξοπλισμό.
Σε κηδείες θυμάτων των τελευταίων ημερών συγκεντρώθηκαν πλήθη γύρω από τα φέρετρα, με πολλούς να κάνουν τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό με υψωμένα τα τρία δάχτυλα, ένδειξη εναντίωσης στο στρατιωτικό καθεστώς.
Η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε την άμεση αναστολή της συμφωνίας-πλαισίου για το εμπόριο και τις επενδύσεις που είχε συναφθεί το 2013 ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Μιανμάρ, τονίζοντας ότι θα διαρκέσει ωσότου αναλάβει νέα «δημοκρατικά εκλεγμένη» κυβέρνηση.
Η Γαλλία καταδίκασε την «τυφλή και φονική βία» της στρατιωτικής χούντας και αξίωσε να αφεθούν ελεύθεροι «όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι», ιδίως η Αούνγκ Σαν Σου Τσι, που συνεχίζει να κρατείται.
Η Βρετανία από την πλευρά της ζήτησε έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που θα συνεδριάσει αύριο Τετάρτη κεκλεισμένων των θυρών.
Ως εδώ όμως οι βιρμανοί στρατηγοί κωφεύουν στις διαμαρτυρίες και αψηφούν τις κυρώσεις της Δύσης.
Μπορούν να λογαριάζουν στις διαιρέσεις της διεθνούς κοινότητας.
Τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία αρνούνται να καταδικάσουν επίσημα το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μιανμάρ.
Η Ρωσία από την πλευρά της διατηρεί τις στενές σχέσεις της με τη στρατιωτική χούντα. Ο υφυπουργός Άμυνας Αλεξάντρ Φαμίν ήταν παρών το Σάββατο στην ετήσια παρέλαση του βιρμανικού στρατού.
Το Κρεμλίνο ασφαλώς ανησυχεί για τον «αυξανόμενο» αριθμό των νεκρών, αλλά τονίζει πως η Μιανμάρ παραμένει «πιστός σύμμαχος και στρατηγικός εταίρος» με τον οποίο θέλει να ενισχύσει τις σχέσεις σε στρατιωτικό επίπεδο.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ζήτησε η διεθνής κοινότητα να επιδείξει «περισσότερη ενότητα» και να υπάρξει «ισχυρότερη δέσμευση» στο να ασκηθεί πίεση στη στρατιωτική χούντα.
«Εμφύλιος πόλεμος»
«Η κατάσταση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πλήρη εμφύλιο πόλεμο», σχολίασε η Ντέμπι Στόταρντ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (FIDH). «Η χούντα δεν θέλει να κάνει καμία υποχώρηση και οι αντίπαλοί της, κυρίως ειρηνικοί μέχρι τώρα, μπαίνουν στον πειρασμό να ζητήσουν τη βοήθεια ένοπλων οργανώσεων για να τους προστατεύσουν».
Μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Μιανμάρ, το 1948, διάφορες εθνοτικές ομάδες βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την κεντρική κυβέρνηση ζητώντας μεγαλύτερη αυτονομία, πρόσβαση στον φυσικό πλούτο της χώρας ή ένα μέρος του κερδοφόρου λαθρεμπορίου ναρκωτικών.
Ο βιρμανικός στρατός είχε συνάψει συμφωνίες εκεχειρίας με κάποιες από αυτές, μάλιστα στα μέσα Μαρτίου απέσυρε τον Στρατό του Αρακάν (ΑΑ) από τον κατάλογό της με τις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Όμως στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου η χούντα εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές στη νοτιοανατολική Μιανμάρ, με στόχο μία από τις πιο μεγάλες ένοπλες οργανώσεις, την Εθνική Ένωση Κάρεν (KNU), αφού οι αντάρτες της κατέλαβαν στρατιωτική βάση και σκότωσαν μεγάλο αριθμό στρατιωτών.
Πρόκειται για τα πρώτα αεροπορικά πλήγματα στην περιοχή αυτή εδώ και 20 χρόνια.
Περίπου 3.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν για να γλιτώσουν, αναζητώντας καταφύγιο στην Ταϊλάνδη, σύμφωνα με τοπικές οργανώσεις.
Όμως οι ταϊλανδικές αρχές τους έστειλαν πίσω, όπως δήλωσε η Χσα Μου, μια ακτιβίστρια που ανήκει στη μειονότητα Κάρεν, «Τους είπαν ότι θα πρέπει να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ότι έχουν σταματήσει οι μάχες» αν και νέες αεροπορικές επιδρομές πραγματοποιήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας.
Σύμφωνα με την ακτιβίστρια, η Ταϊλάνδη εμποδίζει τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, ανάμεσά τους και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), που επιθυμούν να συναντήσουν τους πρόσφυγες.
Ο Τάνε Σανγκράτ, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Ταϊλάνδης, διέψευσε τις καταγγελίες αυτές. Συνεχίζουμε «να φροντίζουμε όσους βρίσκονται στην ταϊλανδική πλευρά των συνόρων, ενώ παράλληλα εξετάζουμε την εξέλιξη της κατάστασης και τις ανάγκες στο πεδίο», δήλωσε.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι περισσότεροι από δώδεκα πρόσφυγες πέρασαν στην Ταϊλάνδη για να λάβουν ιατρική βοήθεια, ενώ εξήγησε ότι μερικές φορές οι πρόσφυγες επιστρέφουν εθελοντικά στη Μιανμάρ.
Από την πλευρά της η ταϊλανδική αστυνομία ανακοίνωσε ότι κατέσχεσε 10 δέματα που περιείχαν περίπου 100 χειροβομβίδες και 6.000 σφαίρες και είχαν προορισμό το μεθοριακό χωριό Τατσιλέικ.
Αξιωματούχος στο χωριό Μάε Σαμ Λάεπ δήλωσε ότι οι πρόσφυγες που φτάνουν μέσω του ποταμού Σαλουίν ανήκουν στη μειονότητα των Κάρεν.
«Απεργία σκουπιδιών»
Στο μεταξύ οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται στη Μιανμάρ, με τους διαδηλωτές να εφευρίσκουν νέους τρόπους διαμαρτυρίας και αντίστασης στη χούντα.
Την Τρίτη, 30 Μαρτίου, οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων κλήθηκαν σε μια «απεργία σκουπιδιών], πετώντας τα σκουπίδια τους στους δρόμους και κλείνωντας τις μεγάλες διασταυρώσεις.
Στη Ρανγκούν, οικονομική πρωτεύουσα της Μιανμάρ, κάποιοι οδικοί άξονες ήταν γεμάτοι σκουπίδια, ενώ υπήρχαν πανό που έγραφαν «Χρειαζόμαστε δημοκρατία».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ