Η διπλωματία των ΗΠΑ ανακοίνωσε την Τρίτη ότι επιβάλλει κυρώσεις στον επικεφαλής των ένοπλων δυνάμεων της Μιανμάρ, τον Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, καθώς και σε άλλα τρία κορυφαία στελέχη του στρατού της χώρας της Ασίας, διότι τους προσάπτει ευθύνες για «κατάφωρες» παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως για τις εξωδικαστικές εκτελέσεις μουσουλμάνων μειονοτικών Ροχίνγκια. Στις κυρώσεις συμπεριλαμβάνεται η απαγόρευση της εισόδου των ιδίων και των μελών των οικογενειών τους στην αμερικανική επικράτεια.
Τα μέτρα, που αφορούν πέραν του αρχηγού του γενικού επιτελείου εθνικής άμυνας της Μιανμάρ άλλους τρεις κορυφαίους στρατηγούς, είναι τα πιο σθεναρά που έχει λάβει μέχρι σήμερα η Ουάσινγκτον σε αντίδραση για τις σφαγές μειονοτικών της εθνότητας Ροχίνγκια στη Μιανμάρ. Οι άλλοι τρεις κορυφαίοι αξιωματικοί κατονομάζονται ως Σου Ουίν, Θαν Όου και Αούνγκ Αούνγκ στην ανακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο Σου Ουίν είναι ο υπαρχηγός του γενικού επιτελείου.
Στο κείμενο, το οποίο υπογράφεται από τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Μάικ Πομπέο, εκφράζεται ανησυχία διότι «η κυβέρνηση [της Μιανμάρ] δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία για να λογοδοτήσουν όσοι ευθύνονται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ωμότητες» ενώ πλήθος δημοσιευμάτων αναφέρεται στη διάπραξη νέων «παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ωμότητες σε όλη τη χώρα».
Σύμφωνα με τον Πομπέο, η πρόσφατη αποκάλυψη πως ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ διέταξε την αποφυλάκιση στρατιωτικών που είχαν καταδικαστεί για εξωδικαστικές εκτελέσεις στο χωριό Ιν Ντιν κατά τη διάρκεια της εθνοκάθαρσης σε βάρος των Ροχίνγκια αποτελεί ένα από τα «πιο στυγερά παραδείγματα της συνεχιζόμενης ακραίας έλλειψης λογοδοσίας του στρατού και της ανώτατης ηγεσίας του».
Ο επικεφαλής των ένοπλων δυνάμεων της Μιανμάρ διέταξε την αποφυλάκιση των στρατιωτικών «έπειτα από μόλις μερικούς μήνες στη φυλακή, ενώ οι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν στον κόσμο τη σφαγή στο Ιν Ντιν παρέμειναν στη φυλακή για πάνω από 500 ημέρες», τονίζει ο επικεφαλής της διπλωματίας των ΗΠΑ στο δελτίο Τύπου, αναφερόμενος σε δύο ρεπόρτερ του Reuters, τους Ουά Λόουν και Κέι Σου Όου, που πέρασαν 16 μήνες πίσω από τα σίδερα για την αποκάλυψη «κρατικών απορρήτων» και αποφυλακίστηκαν μόλις την 6η Μαΐου, όταν ανακοινώθηκε γενική αμνηστία από τις αρχές της Μιανμάρ.
Η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δημοσιοποιήθηκε κατά την πρώτη ημέρα μιας διεθνούς συνόδου για το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας σε επίπεδο υπουργών, με οικοδεσπότη τον Μάικ Πομπέο. Το αμερικανικό ΥΠΕΞ γνωστοποίησε στη σύνοδο πήραν μέρος εκπρόσωποι της μειονότητας Ροχίνγκια.
«Με την ανακοίνωση αυτή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ γίνεται η πρώτη που αναλαμβάνει δημόσια δράση» για το ζήτημα της εθνοκάθαρσης των μουσουλμάνων μειονοτικών στη Μιανμάρ και στοχοθετεί «την ανώτατη ηγεσία του βιρμανικού στρατού», αναφέρεται στο δελτίο Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η αμερικανική διπλωματία αποφεύγει μέχρι σήμερα να χαρακτηρίσει «γενοκτονία» την εθνική κάθαρση σε βάρος των μουσουλμάνων μειονοτικών στη Μιανμάρ, που ανάγκασε 740.000 και πλέον μέλη της εθνότητας των Ροχίνγκια να καταφύγουν στο γειτονικό Μπανγκλαντές, εν μέσω μαζικών σφαγών, ομαδικών βιασμών και εκτεταμένων εμπρησμών. Ερευνητές του ΟΗΕ κάνουν λόγο για «πρόθεση διάπραξης γενοκτονίας». Ο στρατός της Μιανμάρ απορρίπτει τις κατηγορίες περί εθνικής κάθαρσης και διαβεβαιώνει ότι οι ενέργειές του εγγράφονταν στο πλαίσιο του «αντιτρομοκρατικού» αγώνα.
Η μη κυβερνητική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα (Médecins sans frontières, MSF) εκτιμά ότι τουλάχιστον 6.700 Ροχίνγκια σκοτώθηκαν μόνο τον πρώτο μήνα του κύματος καταστολής.
Εάν η Ουάσινγκτον χαρακτήριζε «γενοκτονία» την επιχείρηση του στρατού της Μιανμάρ θα ήταν αναγκασμένη να επιβάλλει ακόμη πιο αυστηρές κυρώσεις σε βάρος της χώρας, στην οποία συνεχίζει να δίνει μάχη για επιρροή με την Κίνα.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, AFP, dpa)