Ενδιαφέρων, ρηξικέλευθος, σύγχρονος. Μαέστρος με βαρύ επώνυμο, το οποίο όμως δεν επέτρεψε να τον καθορίσει. Ο λόγος για τον διεθνώς καταξιωμένο Μίχαελ Ζάντερλινγκ, ο οποίος θα βρεθεί για πρώτη φορά στην Αθήνα στις 24 Απριλίου διευθύνοντας την Πασχαλινή συναυλία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Λίγο πριν ταξιδέψει στην Ελλάδα, μιλήσαμε μαζί του για το ξεκίνημα, τη μοιραία στροφή στην καριέρα του αλλά και τη νέα εποχή της κλασικής και συμφωνικής μουσικής.
Προέρχεστε από οικογένεια μουσικών, πατέρας σας είναι ο μαέστρος Κουρτ Ζάντερλινγκ, ένας από τους σπουδαιότερους αρχιμουσικούς του 20ου αιώνα. Πιστεύετε ότι η μουσική κυλά στο αίμα σας και η επιλογή της συγκεκριμένης καριέρας ήταν μοιραία;
Μεγαλώνοντας σε αυτή την οικογένεια, με έναν πατέρα όπως ο δικός μου, είναι αυτονόητο ότι επηρεάστηκα. Η μουσική είναι για μένα μια ανάμνηση συνδεδεμένη με τις πρώτες ώρες της ζωής μου. Και είμαι ειλικρινά ευγνώμων γι’ αυτή την επιρροή. Ήρθα σε επαφή με τη μουσική, με την Ορχήστρα, με τα μουσικά όργανα, ακόμα και με τη διεύθυνση ορχήστρας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα ποτέ μέχρι τα 40 μου ότι θα καταλήξω να είμαι μαέστρος.
Ξεκινήσατε την καριέρα σας ως τσελίστας, συνεχίζοντας τις σόλο εμφανίσεις μέχρι το 2010. Πόσο σημαντική ήταν η γνώση του τσέλου στην καριέρα σας ως αρχιμουσικού;
Αισθάνομαι ότι με βοηθά πολύ γιατί δεν ήμουν απλώς τσελίστας αλλά έπαιζα σε Ορχήστρα για 20 περίπου χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζω τις διαφωνίες μεταξύ μουσικών και μαέστρων από την πλευρά του μουσικού, κάτι που αποδεικνύεται ιδιαίτερα βοηθητικό. Επίσης, μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα της Ορχήστρας. Στις πρόβες προσπαθώ να δημιουργώ κλίμα συνεργασίας και ομάδας αντί να απαιτώ ή να επιβάλλω τις απόψεις μου. Αν αναλογιστεί κανείς τη συζήτηση που γίνεται τώρα για τον Μπαρενμπόεμ και το δικό του στυλ, είναι εμφανές ότι αυτού του τύπου η Διεύθυνση Ορχήστρας έχει αρχίσει και φθίνει. Πλέον οι μουσικοί είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες, με χρόνια σπουδών. Μαζί τους, ως αρχιμουσικός, βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο. Οπότε, ο ρόλος σου δεν είναι να τους διδάξεις αλλά να δουλέψεις μαζί τους.
Άρα πιστεύετε ότι έχουμε περάσει σε μία νέα εποχή σε ό,τι αφορά τη Διεύθυνση Ορχήστρας;
Έτσι πιστεύω. Δεν μπορώ να προσδιορίσω με σαφήνεια πότε ξεκίνησε αλλά πιστεύω ότι μιλάμε για τα τελευταία 20-30 χρόνια. Η συζήτηση για τον Μπαρενμπόεμ είναι χαρακτηριστική του που ακριβώς βρισκόμαστε τώρα. Οι Ορχήστρες δεν θέλουν πλέον τους μαέστρους που μπορεί να είχαν ανάγκη τον προηγούμενο αιώνα. Ας πούμε και ο πατέρας μου ανήκει σε αυτή τη γενιά αρχιμουσικών, που πίστευαν πολύ στην ιεραρχία διότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος τότε. Τώρα έχουν αλλάξει όλα.
Έχετε πει ότι η στροφή σας στη διεύθυνση Ορχήστρας ήρθε τυχαία. Θυμάστε την αποφασιστική στιγμή προς αυτή την κατεύθυνση;
Ήταν μοιραίο. Ήμουν τσελίστας στην Ορχήστρα Δωματίου του Βερολίνου, όπου παίζαμε χωρίς μαέστρο. Είχαμε πάει για μηνιαία τουρνέ στις Η.Π.Α. και η Εξάρχων της Ορχήστρας ήταν έγκυος. Κατά τη διάρκεια της τουρνέ, μου είπε ότι επιστρέφοντας θα χρειαζόταν να την αντικαταστήσω. Και εγώ ο αφελής είπα ναι, χωρίς να συνειδητοποιώ πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό για μένα που δεν ήμουν στα Α’ βιολιά αλλά στα τσέλα. Απλώς δεν γινόταν. Πήγα λοιπόν στον τότε Διευθυντή της Ορχήστρας – ο οποίος είναι και ο μάνατζερ μου εδώ και σχεδόν 20 χρόνια- και τσακωθήκαμε σοβαρά για πρώτη φορά. Προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι δεν θα τα καταφέρω και ότι ευχαρίστως να προετοιμάσω την Ορχήστρα αλλά ως εκεί, δεν μπορώ να ηγηθώ. Του είπα ότι όντως είχα υποσχεθεί να βοηθήσω αλλά δεν είχα δεσμευθεί με ποιο τρόπο θα βοηθούσα και πως δεν ήμουν διατεθειμένος να θέσω σε κίνδυνο την καριέρα μου ως τσελίστας για κάτι τόσο ριψοκίνδυνο. Παρόλο που δεν είχα διευθύνει ποτέ ούτε είχα κάνει κάποιο μάθημα, του πρότεινα να διευθύνω, κάτι που δεν θα επηρέαζε την καριέρα μου καθώς δεν είχα κανένα «όνομα» – ούτε καλό ούτε κακό- ως αρχιμουσικός. Και έτσι, διηύθυνα για πρώτη φορά.
Θυμάστε πως αισθανθήκατε μετά από αυτή τη συναυλία;
Μπορεί να σας φανεί υπερβολικό – ίσως ακόμα και υπερφίαλο- αλλά από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι αυτή την καριέρα θα ακολουθήσω τελικά. Και, ίσως να μην το πιστεύετε, αλλά εκείνη την ώρα που ήμουν στη σκηνή, συνειδητοποίησα ότι είναι μικρές οι διαφορές μεταξύ ερμηνείας και διεύθυνσης.
Γεννηθήκατε και σπουδάσατε στην Ανατολική Γερμανία (Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας). Ποια η επιρροή των μεγάλων συνθετών της Σοβιετικής Ένωσης του 20ου αιώνα στην εξέλιξή σας ως μουσικός;
Πρέπει να σας ομολογήσω ότι το πρώτο προτέρημα δεν ήταν η επιρροή των μεγάλων Ρώσων συνθετών. Το βασικό ήταν ότι στο πολιτικό σύστημα στο οποίο μεγάλωσα, αν γινόσουν ένας καλός αθλητής ή μουσικός, ήξερες ότι θα είχες την εύνοια του καθεστώτος. Η Κυβέρνηση θα σε στήριζε και θα απολάμβανες πράγματα, τα οποία, δυστυχώς, οι συμπολίτες σου δεν θα μπορούσαν ποτέ να αντέξουν οικονομικά. Έμαθα από πολύ νωρίς ότι πρέπει να παλεύεις για αυτά που θες. Για να επιστρέψω όμως στην ερώτησή σας, είναι αλήθεια ότι ο πατέρας μου – ο οποίος έζησε δύο δεκαετίες στη Σοβιετική Ένωση- μου εμφύσησε την αγάπη για συνθέτες όπως ο Σοστακόβιτς, έμαθα από παιδί την ιδιαίτερη γλώσσα αυτής της μουσικής και είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος γιατί μόλις ολοκληρώσαμε με τη Φιλαρμονική της Δρέσδης, την Ορχήστρα μου, την ηχογράφηση του συνόλου των 15 Συμφωνιών του Σοστακόβιτς για τη Sony Classical, η οποία πρόκειται να εκδοθεί σε δύο μήνες.
Παράλληλα βέβαια, συνυπήρχε, και η παράδοση των μεγάλων Γερμανών συνθετών όπως ο Μπετόβεν, ο Μπαχ και ο Χαίντελ – για να θυμηθώ τρεις από αυτούς. Πόσο γόνιμη είναι σε δημιουργικό επίπεδο αυτή η συνύπαρξη;
Εννοείται ότι είμαι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τους συνθέτες αυτούς, όπως κάθε Γερμανός μουσικός και βρίσκονται πάντα στην καρδιά μου. Μάλιστα θα γίνει ένας συνδυασμός των 15 Συμφωνιών του Σοστακόβιτς, τις οποίες ανέφερα πριν, με τις 9 του Μπετόβεν. Με τη Sony έχουμε ξεκινήσει ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει τη συλλογή του Μπετόβεν και τώρα που θα κυκλοφορήσει και η συλλογή του Σοστακόβιτς πρόκειται να φτιάξουμε πέντε συνδυασμούς των Συμφωνιών (Πρώτη με Πρώτη, Πέμπτη με Πέμπτη, Έκτη με Έκτη, Τρίτη και Δέκατη αλλά και Ένατη με Δέκατη Τρίτη, γεγονός το οποίο με κάνει φοβερά περήφανο καθώς μιλάμε για δύο Συμφωνίες με ουμανιστικό μήνυμα). Το να ηχογραφήσουμε 24 Συμφωνίες σε τρία χρόνια ήταν βέβαια μια τεράστια πρόκληση για εμένα αλλά και την ορχήστρα.
Το ότι ο πατέρας σας υπήρξε εμβληματικός αρχιμουσικός και τα αδέλφια σας ακολουθούν την ίδια πορεία με σας, θεωρείτε ότι μπορεί να εξελιχθεί και σε παγίδα; Σας προβλημάτισε ποτέ η σύγκριση;
Νομίζω ότι αυτό το αντιμετώπισαν περισσότερο τα αδέλφια μου και πολύ λιγότερο εγώ, γιατί ο πατέρας μας διηύθυνε ακόμα τότε. Ειδικά ο ετεροθαλής αδελφός μου, ο οποίος είναι τώρα 76 ετών, πέρασε όλη την καριέρα του ως «Ο γιος του τάδε». Ο άλλος μου αδελφός το έζησε λιγότερο ίσως αυτό. Για μένα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα γιατί ο πατέρας μου αποσύρθηκε ακριβώς όταν ξεκίνησα εγώ να διευθύνω. Συν του ότι ήταν ευκολότερο γιατί είχα ήδη μία φήμη ως τσελίστας. Ανάμεσα στα αδέλφια τώρα, είναι μία περίεργη κατάσταση γιατί με τον ετεροθαλή αδελφό μου μας χωρίζει μία ολόκληρη γενιά μαέστρων και ταυτόχρονα είναι εξειδικευμένος, καθώς βρίσκεται στο Νοβοσιμπίρσκ ενώ ο δεύτερος αδελφός μου, με τον οποίο έχουμε δύο χρόνια διαφορά, έχει πρακτικά σταματήσει να διευθύνει τελείως. Οπότε, ο δρόμος για εμένα είναι ανοιχτός.
Έχετε, επίσης, σημαντική καριέρα ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια αλλά και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τι είναι αυτό που σας προσφέρει η διδασκαλία; Την ανταλλαγή- επαφή με τους νέους;
Δεν διδάσκω για οικονομικούς λόγους φυσικά, το κάνω γιατί πιστεύω ειλικρινά ότι όταν φύγω από αυτό τον κόσμο – ελπίζω όχι πολύ νωρίς (γέλια)- κανείς δεν θα ενδιαφέρεται για τις 112 φορές που ερμήνευσα την Τέταρτη Συμφωνία του Μπραμς, ας πούμε. Έχω βαθιά πίστη ότι κάποιοι από τους μαθητές μου, τους οποίους βοήθησα να βρουν τον δικό τους δρόμο είτε ως τσελίστες είτε γενικώς, θα το εκτιμήσουν και αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα, αυτό θέλω να είναι η κληρονομιά μου. Το δεύτερο σημείο είναι ότι μέσω της διδασκαλίας δεν κινδυνεύω να χάσω την επαφή μου με την πραγματικότητα, βασικό για έναν μαέστρο. Οπότε υπάρχουν πολλοί λόγοι που διδάσκω ακόμη- ο σημαντικότερος όλων όμως είναι ότι το αγαπώ.
Σας έχει τεθεί, από μαθητή σας, ερώτημα που να μην μπορείτε να απαντήσετε;
Όχι, ποτέ (γέλια).
Ποιες από τις συμβουλές που έχετε λάβει εσείς από τους καθηγητές σας, δεν ξεχνάτε;
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, δε νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ μόνο μία. Αλλά νομίζω ότι την πιο σημαντική συμβουλή μου την έχει δώσει ο πατέρας μου - γιατί όπως σας είπα δεν έχω κάνει ούτε ένα μάθημα Διεύθυνσης Ορχήστρας- ο οποίος μου είπε ότι «δεν έχει καμία σημασία τι πιστεύουμε εμείς, τι θέλουμε εμείς. Αυτό που μετράει είναι να μπορείς να αναγνώσεις τι ήθελε, τι έγραψε ο συνθέτης. Από εκεί και πέρα καθήκον των αρχιμουσικών είναι να γίνουμε οι «προφήτες» του, να εκφράσουμε αυτό που έχει γράψει». Νομίζω ότι πλέον αρκετοί συνάδελφοί μου επιλέγουν να περάσουν τη δική τους άποψη σε σχέση με τα έργα, αγνοώντας τον συνθέτη. Για μένα το πιο σημαντικό είναι να σκέφτεσαι ως μαέστρος «τι συναισθήματα γεννά το μήνυμα του συνθέτη;» και όχι ποιο μήνυμα θα ήθελα εγώ να περάσω.
Είστε Διευθυντής της Φιλαρμονικής της Δρέσδης ενώ θητεύσατε ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής στην Kammerakademie Potsdam. Πώς ισορροπούν ο καλλιτέχνης και ο καλλιτεχνικός διευθυντής- μάνατζερ;
Κάθε αρχιμουσικός γνωρίζει ότι για να είναι κάποιος επιτυχημένος στο συγκεκριμένο επάγγελμα πρέπει να βρεθεί σ’ αυτή τη θέση. Εννοείται βέβαια ότι υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα είναι αρκετά προφανή πιστεύω: ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής μπορείς να δημιουργήσεις σε βάθος χρόνου, να εξελίξεις την Ορχήστρα, να προγραμματίσεις ενδιαφέροντα πράγματα, οπότε έχεις τη συνολική ευθύνη της Ορχήστρας. Από την άλλη, το βασικό μειονέκτημα είναι ότι είσαι υποχρεωμένος να σπαταλάς πολλές ώρες σε θέματα που δεν αφορούν αμιγώς τη μουσική, σε ζητήματα δημοσίων σχέσεων και διοίκησης. Το πιο δύσκολο για μένα είναι ότι υπάρχουν κάποιες περίοδοι που θα ήθελα απλώς να μελετώ παρτιτούρες – δεδομένου ότι είμαι ένας αρκετά νέος μαέστρος, διευθύνω εδώ και 18 χρόνια- και δεν μπορώ να το κάνω, γιατί πρέπει να αφοσιωθώ και στις διοικητικές μου αρμοδιότητες. Όμως, έχω πλέον καταλάβει ότι η Καλλιτεχνική Διεύθυνση Ορχήστρας έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή μου ως αρχιμουσικού. Αυτό που έχω καταφέρει να πάρω από την Ορχήστρα, δεν θα μπορούσα ποτέ να το έχω ως προσκεκλημένος μαέστρος για μία εβδομάδα. Σκεφτείτε τις ηχογραφήσεις για τις οποίες μιλήσαμε νωρίτερα: ένα τέτοιο project δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί αν δεν ήμουν στη θέση που βρίσκομαι τώρα .
Έχετε συνεργαστεί με πολλές σημαντικές Ορχήστρες αλλά και διεθνώς καταξιωμένους σολίστ. Πώς νιώθετε για τη συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών;
Ανυπομονώ για αυτή τη συναυλία, η οποία θα είναι και το ντεμπούτο μου ως μαέστρος στην Ελλάδα. Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος και είναι μία ξεχωριστή στιγμή για εμένα, γιατί πρόκειται να διευθύνω ένα πολύ ιδιαίτερο ρεπερτόριο.
Η «Λειτουργία αρ.3 σε φα ελάσσονα» του Μπρούκνερ απαιτεί μονωδούς, χορωδίες και Ορχήστρα. Ποιες οι προκλήσεις και οι δυσκολίες για τη διεύθυνση της συναυλίας;
Η Τρίτη Λειτουργία είναι ένα αριστούργημα. Αλλά ο συνδυασμός μονωδών, χορωδών και Ορχήστρας είναι πραγματική πρόκληση για όλους μας, γιατί χρειάζεται να υπάρξει η τέλεια ισορροπία, την οποία όμως θα μπορώ να αντιληφθώ πλήρως μόνο όταν βρεθώ στην αίθουσα της συναυλίας. Ταυτόχρονα ο Μπρούκνερ είναι ένας τόσο ιδιαίτερος και ξεχωριστός συνθέτης και η συγκεκριμένη δημιουργία έχει μία ηρεμία, ένα πνεύμα θρησκευτικό, είναι ένα έργο που εκφράζει μία απόλυτη αφοσίωση. Ξέρετε, ορισμένες φορές είναι πολύ πιο εύκολο να είναι κανείς πομπώδης, έντονος, χαρούμενος. Το δύσκολο είναι ακριβώς το αντίθετο, κάτι που συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε.
Ποια η θέση της λόγιας μουσικής τον 21ο αιώνα; Με βάση την εμπειρία σας είστε αισιόδοξος;
Είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος και πιστεύω ότι η μουσική είναι απολύτως αναγκαία. Δεν ξέρω τι ισχύει στην Ελλάδα, αλλά όπου ταξιδεύω αισθάνομαι ότι το κοινό έρχεται στις συναυλίες γιατί νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί την εμπειρία, να ενωθεί σ’ αυτή τη μυσταγωγία. Φυσικά, έχουν υπάρξει στιγμές που σκέφτομαι «άραγε πόσοι θα ακούν αυτή τη μουσική σε 20 χρόνια;» και αναγνωρίζω ότι υπάρχουν ακόμα βήματα που πρέπει να γίνουν για να έρθουν οι νεότερες γενιές στις συναυλίες αλλά – όσο παράξενο κι αν ακούγεται- βλέπω ανθρώπους 40- 50 ετών να έρχονται σε συναυλίες για πρώτη φορά, να μένουν και τελικά να ξανάρχονται. Οπότε σταδιακά ξεπερνάμε το ζήτημα των «γκρίζων μαλλιών» στο κοινό πιστεύω. Εννοείται ότι όλοι μας σκεφτόμαστε διαρκώς τι πρωτοβουλίες πρέπει να πάρουμε για να έρχονται ολοένα και περισσότεροι νέοι αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω την απάντηση. Πιστεύω όμως ότι δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, οφείλουμε να προσφέρουμε κάποια ειδικά διαμορφωμένα προγράμματα ίσως…
Πιστεύετε ότι στο παραπάνω θέμα υπεισέρχεται η εκπαίδευση του κοινού, που είναι ευθύνη της Πολιτείας;
Νομίζω ότι η Ασία βαδίζει προς μία πολύ θετική κατεύθυνση. Εκεί βλέπεις όχι μόνο πολύ νεαρό κοινό αλλά και ανθρώπους με υψηλό επίπεδο μουσικής παιδείας. Αυτό έχει να κάνει με το εκπαιδευτικό σύστημα, με το σχολείο αλλά και με την οικογένεια. Νομίζω ότι στη Δυτική Ευρώπη έχουμε μείνει λίγο πίσω.
Ποιοι θα λέγατε ότι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες; Οι επιλογές του τσελίστα ταυτίζονται με αυτές του αρχιμουσικού;
Αν προσπαθούσα να φτιάξω μία λίστα, θα γέμιζα μία ολόκληρη σελίδα (γέλια). Είναι τόσοι πολλοί, που αδυνατώ να ξεχωρίσω κάποιους. Η μόνη διαφορά είναι ότι ακόμα μπορεί να μην διευθύνω κάποια έργα γιατί δεν νιώθω τόσο άνετα αλλά κατά τα άλλα, δεν μπορώ να διαλέξω.
Ποιοι είναι οι άμεσοι στόχοι σας; Τι θα λέγατε ότι ονειρεύεστε να ζήσετε σε ό,τι αφορά την καριέρα σας;
Το μόνο που ονειρεύομαι είναι να είμαι υγιής. Η ζωή έχει σταθεί πολύ γενναιόδωρη μαζί μου, έχω την τύχη να ζω τα όνειρά μου από τη στιγμή που γεννήθηκα. Οπότε αν είμαι υγιής, μπορώ να συνεχίσω αυτό το υπέροχο ταξίδι.
Info: Τετ., 24 Απρ. 2019, 20:30
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης