Με αφορμή τη συζήτηση που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό γύρω από το ενδεδειγμένο σύστημα εκλογής αιρετών αντιπροσώπων τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αξίζει να επισκοπήσουμε το όλο ζήτημα νηφάλια και, κυρίως, μακριά από κομματικές σκοπιμότητες της εκάστοτε συγκυρίας, προκειμένου να καταλήξουμε σε συμπεράσματα με ισχυρές αξιώσεις διυποκειμενικής ισχύος και αυξημένες πιθανότητες εφαρμογής χάριν του κοινού συμφέροντος. Η προσοχή μας εστιάζεται στις γενικές εκλογές λόγω των μεγαλύτερων συνεπειών που αυτές επιφέρουν στην ελληνική καθημερινότητα εντός ενός, ακόμη, συγκεντρωτικού διοικητικού προτύπου.
Ως γνωστόν, το τρέχον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών με απλή αναλογική αφού πρώτα μεσολαβήσει μια εκλογική αναμέτρηση με το προηγούμενο σύστημα που προσέφερε bonus 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, καθώς ο τελευταίος εκλογικός νόμος δε συγκέντρωσε τη συνταγματικά οριζόμενη πλειοψηφία 200 βουλευτών ώστε να ισχύσει αμέσως. Τώρα, όσον αφορά τη δικαιοπολιτική αποτίμηση των δύο μοντέλων, η ιστορική εμπειρία και η κοινή λογική καταδεικνύουν τα εξής:
- Το πλειοψηφικό σύστημα ευνοεί τη συγκρότηση ισχυρών κυβερνήσεων ικανών να προωθήσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως αλλοιώνει την αντιπροσωπευτική αρχή επί της οποίας εδράζεται το δημοκρατικό μας πολίτευμα στο μέτρο που διογκώνει την κοινοβουλευτική παρουσία του κόμματος που κατέκτησε τη σχετική πλειοψηφία.
- Η απλή αναλογική, αντιθέτως, συνδέεται με φαινόμενα κυβερνητικής δυστοκίας και αστάθειας που με τη σειρά τους επηρεάζουν την ομαλή κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Αποτυπώνει ωστόσο με ακρίβεια τους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό του εκλογικού σώματος σε συμφωνία με την ιδρυτική αρχή κάθε γνήσιου δημοκρατικού καθεστώτος.
Η ορθή στάθμιση αυτών των δύο θεμελιωδών κρίκων της σύγχρονης πολιτικής ευταξίας (αποτελεσματικότητα έναντι αντιπροσωπευτικότητας) δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με την υιοθέτηση μιας ενδιάμεσης λύσης. Εν προκειμένω, ο περιορισμός του bonus σε μια εύλογη κλίμακα, επί παραδείγματι στις 25 έδρες, με αναλογική κατανομή των λοιπών 25 σε όλα, πλην του πρωτεύσαντος, τα κόμματα που μετείχαν στην εκλογική διαδικασία θα επιδρούσε θετικά στην πολιτική ζωή του τόπου καθώς θα απαντούσε στο δημοκρατικό αίτημα που τέθηκε επιτακτικά στα χρόνια της κρίσης δίχως να διακινδυνεύσει την κυβερνησιμότητα της Ελλάδος στο εύθραυστο μεταμνημονιακό περιβάλλον.
Η μετουσίωση εξάλλου αυτής της συλλογιστικής σε πράξη εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, δεδομένων των διαμετρικά αντίθετων απόψεων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων η σχετική πρωτοβουλία θα μπορούσε να προέλθει από κάποιο μικρότερο πολιτικό σχηματισμό, κατεξοχήν για ίδιον όφελος (de facto αποδυνάμωση του επιχειρήματος περί χαμένης ψήφου λόγω της δυνατότητας κυβερνητικών συμπράξεων ακόμη και χωρίς το πρώτο κόμμα, και συνακόλουθα ενισχυμένη θέση σε πιθανές μετεκλογικές διαπραγματεύσεις). Δεύτερον, η επιβολή αυτής της ουσιαστικής πρότασης αναδιάταξης του εγχώριου πολιτικού σκηνικού δύναται να επιτευχθεί εφόσον οι επισπεύδοντες ξεκαθαρίσουν προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η υπερψήφιση της πρότασης τους αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση οποιασδήποτε μελλοντικής κυβερνητικής συνεργασίας.
Η σταδιακή έστω επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα θα συνδυαστεί εν τέλει με την επικράτηση των μετριοπαθών φωνών σε όλο το κομματικό φάσμα. Η πολιτική Μέση Γη αποτελεί σημείο συνάντησης του φαντασιακού οραματικού λόγου με την αναπόφευκτα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Ο αναπροσανατολισμός και της εκλογικής μας πυξίδας σε αυτή την κατεύθυνση θα επικυρώσει την αίσια έκβαση της πολύχρονης εθνικής περιπέτειας.