Το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου τον Αύγουστο του 1922 υπήρξε το επιστέγασμα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που ξεκίνησε το 1908 στη Θεσσαλονίκη, με την κατάληψη της οθωμανικής εξουσίας από τη νεοτουρκική ακροδεξιά, και οδήγησε στην αιματηρή μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους της Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος-κράτος. Τα θύματα αυτής της διαδικασίας ήταν οι χριστιανικοί πληθυσμοί (Ελληνες, Αρμένιοι, Ασσυροχαλδαίοι).
Κύριος πρωταγωνιστής της τελευταίας φάσης της σύγκρουσης (1919-1922) ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ πασά. Ενας ευφυής εθνικιστής στρατιωτικός, μέλος της ακραίας οργάνωσης «Ενωση και Πρόοδος», που ευθυνόταν για τις Γενοκτονίες που είχαν διαπραχθεί την περίοδο του πολέμου.
Μετά την ήττα του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κεμάλ αποφάσισε να αυτονομηθεί, για να ανατρέψει προς όφελος του τουρκικού εθνικισμού τη μορφή που θα έπαιρνε ο μεταοθωμανικός κόσμος. Η συγκυρία βοήθησε την υλοποίηση των σχεδίων του. Ο φιλονεοτουρκικός αμοραλισμός του Λένιν, η αντιελληνική στάση των Ιταλών, αλλά και της Γαλλίας στη συνέχεια, η απόσυρση των ΗΠΑ από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, συνδυασμένα με τις εσωτερικές συγκρούσεις του ελληνικού κόσμου, τη διάσπαση σε αντιπολεμικούς μοναρχικούς και επιπόλαιους βενιζελικούς, τον ντεφετισμό του παλαιοελλαδικού Κομμουνιστικού Κόμματος και τη ρατσιστική στάση της ελληνικής μοναρχίας απέναντι στους Ελληνες της Ανατολής, οδήγησαν σε μια απρόβλεπτη και συντριπτική Καταστροφή.
To κεμαλικό Τζιχάντ
Ο Μουσταφά Κεμάλ προερχόταν από το χώρο των κοσμικών Τούρκων εθνικιστών, που είχαν αποφασίσει από πολύ νωρίς να καταστρέψουν την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη θέση της να οικοδομήσουν ένα τουρκικό έθνος-κράτος, απαλλαγμένο από τις μειονότητες. Κατά την αρχική περίοδο της αυτονόμησής του από την Υψηλή Πύλη (Μάιος 1919), οι σουλτανικοί θα τον χαρακτηρίσουν αρνησίθρησκο και αιρετικό και θα τον θέσουν εκτός του νόμου. Σ′ όλη την Ανατολία θα ξεσπάσουν αντικεμαλικά κινήματα ως αντίδραση στη σκληρή φορολογία που επέβαλαν οι νέες κεμαλικές αρχές της Αγκυρας. Ως αντίδραση στις εξεγέρσεις αυτές, αλλά και στην απόρριψη από τη σουλτανική εξουσία, ο Μουσταφά Κεμάλ θα ενδυθεί υποκριτικά το ένδυμα του πιστού μουσουλμάνου.
Ο βιογράφος του Πολ Ντιμόντ αναφέρει: «Υστερα από την άφιξή του στην Ανατολία, προσπαθούσε να εμφανίζεται ως τέλειος μουσουλμάνος και να διατηρεί καλές σχέσεις με τους ανθρώπους της θρησκείας. Δημόσιες προσευχές και ιεροτελεστίες στα τεμένη συνόδευαν καθεμιά απ′ τις μεγάλες στιγμές στην επαναστατική του πορεία. Σταδιακά κέρδισε πολυάριθμα στηρίγματα στους κόλπους του μουσουλμανικού ιερατείου...».
Στις 23 Απριλίου 1920 θα λάβει χώρα η εναρκτήρια συνεδρίαση της αυτοαποκαλούμενης εθνικιστικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Αγκυρα. Η αίθουσα της συγκέντρωσης ήταν μακρόστενη, διακοσμημένη με τις πράσινες σημαίες του Ισλάμ και με στίχους από το Κοράνι. Πλάι στην κεντρική αίθουσα υπήρχε αίθουσα προσευχής με αναλόγια και τάπητες στραμμένα προς τη Μέκκα.
Ο βιογράφος τού Κεμάλ κάνει την εξής περιγραφή: «Πριν από την έναρξη, οι βουλευτές συγκεντρώθηκαν στο τέμενος Χατζή Μπαϊράμ και προσευχήθηκαν. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης με τις σημαίες και τα ιερά κειμήλια μπροστά. Εκεί παρακολούθησαν την ανάγνωση ολόκληρου του Κορανίου και το κήρυγμα του Μπουχαρί, που αναφερόταν στις παραδόσεις του Προφήτη. Παράλληλα σφάζονταν αρνιά. Ακολούθησε ένα κήρυγμα σχετικά με τη θρησκευτική σημασία του εθνικού αγώνα και στη συνέχεια προσευχές για τη σωτηρία του Χαλίφη και της πατρίδας. Στο τέλος οι βουλευτές παρακολούθησαν τον ύμνο ”Μεβλούντ” του Σουλεϊμάν Τσελεμπί, για τη γέννηση του Μωάμεθ. Ο Υμνος αυτός ψάλλεται σ′ όλες τις εξαιρετικές περιπτώσεις».
Ο ευφυής Κεμάλ, αφού κήρυξε Ιερό Πόλεμο (Τζιχάντ-Jihad) κατά των «απίστων», κατάφερε να παρουσιαστεί ως ο μόνος πραγματικός υπερασπιστής του σουνιτικού Ισλάμ. Στη συνέχεια μπόρεσε να σύρει και τους Σοβιετικούς σε μια άνευ όρων βοήθεια προς το εθνικιστικό του κίνημα εκμεταλλευόμενος τις φοβίες του Λένιν, την περιφρόνησή του για τα δικαιώματα των λαών και των μειονοτήτων και το σύνδρομο της διατήρησης της εξουσίας του. Ο Μουσταφά Κεμάλ έλεγε το καλοκαίρι του ’20 σε μια γαλλική εφημερίδα: «Εχω ολόκληρο το Ισλάμ πίσω μου κι έχω στο πλάι μου ένα σύμμαχο ακόμα πιο μεγάλο, που μου δίνει το χέρι». Το κεφάλαιο της σοβιετοτουρκικής συνεργασίας, που είναι πολύ μεγάλο και σύνθετο, θα αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης στις σελίδες Ιστορίας της «Κ.Ε.».
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος έκανε «Ιερό Πόλεμο» και πραγματοποιούσε τον ισλαμικό Τζιχάντ κατά των «άπιστων» μειονοτικών Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων ανακηρύχθηκε σε Gazi (Γαζί), δηλαδή «Νικητή του Ισλάμ» μετά την πρώτη του νίκη κατά του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1921. Τότε είχε καταφέρει με πολύ μεγάλη δυσκολία να αποκρούσει την ελληνική επίθεση προς την Αγκυρα και να περιορίσει τον ελληνικό στρατό στην αριστερή όχθη του Σαγγάριου ποταμού. Ο τιμητικός τίτλος του Gazi είναι η υπέρτατη αμοιβή που αποδίδεται στους γενναιότερους μαχητές του Ισλάμ.
Η καταστροφή της Γκιαούρ Ιζμίρ
Ο στόχος του Μουσταφά Κεμάλ ήταν να δημιουργήσει ένα καθαρό τουρκικό εθνικιστικό κράτος, απαλλαγμένο πάση θυσία από τις μειονότητες. Ο Νίκος Ψυρρούκης κατατάσσει το κεμαλικό κίνημα στα φασιστικά κινήματα του μεσοπολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό οργανώθηκε και η εκκαθάριση της ιωνικής παραλίας μετά τη νίκη επί του ελληνικού στρατού. Σύμφωνα με τον Τούρκο δημοσιογράφο Emre Akyoz, ο Μουσταφά Κεμάλ ανέθεσε το έργο αυτό στο σκληρό Νεότουρκο Νουρεντίν πασά, ο οποίος επέτρεψε τη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού και οργάνωσε την πυρπόληση της πόλης. Ο Akyoz υποστηρίζει ότι η εξόντωση των Ελλήνων τον Σεπτέμβρη του 1922 είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915, δηλαδή προγραμματισμό και άσκηση άμεσης βίας.
Η καλύτερη ομολογία για την ευθύνη των υψηλών κλιμακίων του τουρκικού εθνικισμού στην καταστροφή της Σμύρνης είναι η αναφορά του στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος Falih Rifki Atay, ο οποίος στο βιβλίο του «Cankaya» ρωτά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;». Και απαντά: «Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες...».
Η εικόνα που έδωσε ο δημοσιογράφος Chater Melville του περιοδικού «The National Geographic» για την τραγωδία της Σμύρνης εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη του ’22 -και ανέδειξε σε άρθρο της η Αρετή Τούντα Φεργάδη- είναι η εξής: «Μπροστά σ′ αυτό τον εφιάλτη των 300.000 ψυχών, που ποδοπατιούνταν στην προκυμαία χωρίς ελπίδα διαφυγής απ′ τον κλοιό της φωτιάς και της θάλασσας, οι περιγραφές του εμπρησμού της Τροίας ωχριούσαν».
Οι ελλαδικές ευθύνες για τη σφαγή
Πρέπει να σημειωθεί ότι το χριστιανικό πληθυσμό της Σμύρνης (ελληνικό και αρμενικό) εγκατέλειψαν συνειδητά στο έλεος του κεμαλικού στρατού οι ελληνικές αρχές κατοχής: «Για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα», όπως ζητούσε ο Δημήτριος Γούναρης, και υλοποιούσε ο αρμοστής της Ελλάδας στην Ιωνία Αριστείδης Στεργιάδης. Ουσιαστικά ο Γούναρης και η κυβέρνησή του παρέδωσαν τον Ελληνισμό της Ιωνίας στα τουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ και με μια έννοια είναι συνυπεύθυνοι για τη σφαγή που επακολούθησε.
Της αντιμικρασιατικής και απάνθρωπης αυτής στάσης, είχαν προηγηθεί και άλλα γεγονότα που απεδείκνυαν το μικρό ενδιαφέρον των βασιλικών και του Λαϊκού Κόμματος για τη μοίρα των πολυάνθρωπων ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολής:
* Κατ′ αρχάς, η πλήρης εγκατάλειψη του Πόντου και του δυναμικού ελληνικού αντάρτικου που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας τον Νοέμβρη του ’20.
* Η απόρριψη της πρότασης των ηγετών του μικρασιατικού Ελληνισμού (Μικρασιατική Αμυνα) για δημιουργία ντόπιου μικρασιατικού στρατού, με στόχο την προστασία του σαντζακίου Σμύρνης και την ανακήρυξη μικρασιατικού κράτους στα ιωνικά παράλια.
* Η απαγόρευση δημιουργίας ελληνικών πολιτοφυλακών στην Ιωνία. Και τέλος,
* Η νομοθετική απαγόρευση εξόδου των πληθυσμών από την περιοχή -που ήδη σκέφτονταν να εγκαταλείψουν- με το νόμο 2870/Ιούλιος 1922.
Μια ερμηνεία
Η ακραία συμπεριφορά του τουρκικού εθνικισμού απέναντι στους άμαχους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με την κατανόηση της ταξικής του θέσης.
Ο κεμαλισμός, όπως και οι Νεότουρκοι λίγο πιο πριν, εξέφραζαν τα προαστικά στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας -γραφειοκρατικά, μιλιταριστικά και φεουδαρχικά- που βρίσκονταν σε μια θανάσιμη αντιπαράθεση με τα ανερχόμενα προοδευτικά αστικά στρώματα των οθωμανικών πόλεων, τα οποία στο μεγαλύτερο βαθμό απαρτίζονταν από πολίτες που προέρχονταν από τις χριστιανικές οθωμανικές κοινότητες. Παράλληλα, τα προαστικά αυτά στρώματα χαρακτηρίζονταν από ελιτίστικα αντιλαϊκά συναισθήματα, τα οποία ενισχύονταν ακόμη περισσότερο από την ισλαμική υπεροψία και το θρησκευτικό ρατσισμό.
Διαβάστε επίσης: Η Τουρκία σήμερα: 14 τούρκοι συγγραφείς αναλύουν το χθες και το σήμερα της πραγματικής Τουρκίας
Ο σημαντικός Τούρκος πολιτικός επιστήμονας Fikret Baskaya αναφέρει για το χαρακτήρα του κεμαλισμού και του κοσμικού τουρκικού κράτους: «Στην πραγματικότητα, η ρεπουμπλικανική Τουρκία αντιμετώπιζε ανέκαθεν τις λαϊκές μάζες με μια αποικιοκρατική οπτική γωνία. Εχουμε δηλαδή να κάνουμε μ′ ένα περίεργο φαινόμενο αυτοαποικιοκρατίας. Αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιάζουσα αποικιοκρατική διεργασία. Αυτή η αυτοαποικιοκρατία έχει ριζικές διαφορές από τη συνήθη αποικιοκρατία και παρουσιάζει την πρωτοτυπία να έχουν οι αποικιοκράτες την ίδια θρησκεία με τους αποίκους...»
* Ο Βλάσης Αγτζίδης είνια Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός https://kars1918.wordpress.com/