
Εισερχόμαστε σε μια περίοδο σημαντικής επιτάχυνσης των αμυντικών εξοπλισμών που θέτουν σημαντικά ερωτήματα. Είναι οι επενδύσεις στην άμυνα εντέλει μια ενέργεια που αρμόζει μόνο σε μιλιταριστικά έθνη; Είναι οι επενδύσεις στην ασφάλεια ενός κράτους και η εν γένει λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων μια «αντιπαραγωγική δαπάνη»[1]; Βοηθάει η επένδυση στην άμυνα την οικονομία ή την επιβαρύνει δυσανάλογα ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα; Ερωτήματα που έχουν τεθεί ξανά και απαντήθηκαν ιστορικά στο σχετικά σύντομο ιστορικό παρελθόν. Τί έχουμε να μάθουμε άραγε;
Το Φάρμακο στην Ύφεση του 1929
Η οικονομική κρίση του 1929 δημιούργησε ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τις δυτικές οικονομίες. Οι λύσεις της κρίσης αναζητήθηκαν και βρέθηκαν στις σκέψεις του Κεΰνς ο οποίος στο βιβλίο του με τίτλο «The End of Laissez Faire» (1926) είχε εκφράσει τη σκέψη του ότι έπρεπε τα κράτη να αναλάβουν ενεργό οικονομικό ρόλο ώστε να καλύψουν τις αδυναμίες του συστήματος της αγοράς. Οι απανωτές κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, κατά τη δεκαετία 1920-1930, με το επακόλουθο οικονομικό κραχ του 1929, έφεραν στο προσκήνιο την ανάγκη για την αναθεώρηση των κυβερνητικών πολιτικών.
Η Αμερική βάσισε τις ελπίδες της τότε στον φέρελπι απόφοιτο της νομικής του Χάρβαρντ Franklin Delano Roosvelt (1882 - 1945) που εκλέχθηκε το 1932 Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Ρούσβελτ εφάρμοσε πρωτοποριακές πολιτικές σε όλους τους τομείς και εγκαινίασε μια νέα πολιτική συμφωνία που έμεινε γνωστή ως «New Deal» και στηριζόταν σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα οικονομικών παρεμβάσεων και κοινωνικών παροχών. Η συνταγή φάνηκε να λειτουργεί με επιτυχία και σύντομα μια σειρά από κρατικές επενδύσεις λειτούργησαν σαν μοχλός ανάπτυξης τόσο για την Αμερικανική όσο και για την διεθνή και κυρίως Ευρωπαϊκή οικονομία[i].
Βέβαια στην Ευρώπη η ανταπόκριση στα καινούργια οικονομικά δεδομένα δεν ήταν ομοιόμορφη. Από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η Γερμανία επηρεάσθηκε με τον πλέον καταλυτικό τρόπο αφού η δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο γερμανική οικονομία δεν επέτρεψε την επιβίωση της ονομαζόμενης και ως Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που ήταν αποτέλεσμα της γερμανικής επανάστασης του 1918. Αντίθετα οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία και με τη σειρά τους επιδόθηκαν σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κρατικών επενδύσεων που μεταξύ άλλων περιελάβανε και σημαντικούς στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Οι εξοπλισμοί ξαφνικά αναδείχθηκαν σε κινητήριο δύναμη της Μεσοπολεμικής Ευρώπης. Ιδίως η Μεγάλη Βρετανία αντιδρώντας στον εξοπλιστικό πυρετό της Γερμανίας ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης πολεμικών πλοίων που στην κυριολεξία έσωσε την προβληματική ναυπηγική υποδομή της χώρας. Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι παρατηρείται μια ομοιότητα με τη δική μας εποχή. Τόσο ως προς την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ δημοκρατιών και αυταρχικών καθεστώτων όσο και με την μεταφορά του εξοπλιστικού πυρετού μεταξύ των διεθνών δρώντων.
Ας συνεχίσουμε λίγο ακόμα την ιστορική αναδρομή και ας δούμε τα αποτελέσματα του πολεμικού πυρετού. Καταρχάς είχαμε δραματικές εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα και έναρξη γενικευμένων συγκρούσεων. Ωστόσο ο πυρετός των εξοπλισμών εκκίνησε μια πρωτοφανή επενδυτική και επιχειρηματική δραστηριότητα που επηρέασε με πρωτοφανή τρόπο την οικονομική δομή των εμπλεκόμενων κρατών.
Το ΑΕΠ πολλών δυτικών χωρών το 1937 ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το 1913, αποδεικνύοντας τον πυρετό των κρατικών επενδύσεων και των στρατιωτικών εξοπλισμών. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η στρατιωτική βιομηχανία μετατράπηκε σε κινητήριο δύναμη της Αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας.
Η ύφεση και η ανεργία στην αμερικανική οικονομία τερματίσθηκε με εντυπωσιακό τρόπο αφού η ανεργία υποχώρησε από το 14% το 1940 στο 2 % το 1943 (παράλληλα με την επιστράτευση περίπου 12 εκατομμύρια νέων Αμερικανών) ενώ οδήγησε και στην περεταίρω εκβιομηχάνιση της αμερικανικής οικονομίας με εκατομμύρια αγρότες να αφήνουν την ύπαιθρο για να ενταχθούν ως εργάτες σε βιομηχανικά εργοστάσια.
Το αποτέλεσμα της ανάπτυξης της αμερικανικής στρατιωτικής βιομηχανίας ήταν να μειωθούν σημαντικά οι οικονομικές ανισότητες δεδομένου ότι η αύξηση της απασχόλησης επέδρασσε θετικά στην περισσότερο δίκαιη κατανομή του πλούτου. Παράλληλα η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με την επιχειρηματική ελίτ της χώρας. Πρόκειται για μια σχέση που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ αποκάλεσε, με δεικτικό τρόπο, ως «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα»[ii] το οποίο και ενισχύθηκε από την μετακίνηση στελεχών μεταξύ των δύο πλευρών.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η ανάγκη για εντατική στρατιωτική παραγωγή βοήθησε στη δημιουργία έξυπνων επιχειρηματικών δικτύων ανάμεσα σε προμηθευτές και μεταποιητές και στην απόκτηση δεξιοτήτων διοίκησης υψηλού επιπέδου από τις Αμερικανικές εταιρείες.
Τα πλεονεκτήματα και οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του μιλιταριστικού κεϋνσιανισμού
Το μοντέλο λοιπόν της οικονομικής ανάπτυξης μέσω δημόσιων επενδύσεων ακόμα και για εξοπλισμούς φαίνεται ότι λειτούργησε ως αντίβαρο για την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1930. Οι δεσμοί αλληλεξάρτησης που δημιουργήθηκαν εκ τότε ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τη βιομηχανία και οι ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες οδήγησαν στην επικράτηση της θεωρίας του μιλιταριστικού Κεϋνσιανισμού. Ας αναλύσουμε όμως λίγο καλύτερα τις ιδιαίτερες εκδοχές του μοντέλου αυτού.
Κατ’ αρχάς η δημόσια δαπάνη για εξοπλισμούς θεωρείται ότι αποτελεί μια τονωτική ένεση για την οικονομία μιας χώρας μιας και βοηθάει στην αύξηση των επενδύσεων και της γενικής κατανάλωσης. Αρκεί βέβαια αυτή η συνθήκη να περιλαμβάνει την εγχώρια απασχόληση παραγωγικών συντελεστών. Παράλληλα η αύξηση των δαπανών για σύγχρονα όπλα περιλαμβάνει και σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης (R&D) που αποτελεί πολλαπλασιαστή ιδιαίτερης βαρύτητας για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Στο βαθμό μάλιστα που αυτή η υποδομή επιτυγχάνεται να μεταφερθεί και στη μη στρατιωτική βιομηχανία τότε παρατηρείται μια σημαντική διάχυση γνώσης και καινοτομίας σε όλη την οικονομία που αποκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Από την άλλη ωστόσο, όπως παρατηρεί και ο Henry Hazlitt στο βιβλίο του “Economics in one Lesson” (1946), οι στρατιωτικές επενδύσεις περιλαμβάνουν μεγάλα κόστη ευκαιρίας (δαπάνες που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν απευθείας στην παιδεία, στην υγεία και στην ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας) ενώ η οικονομία επιβαρύνεται με δημόσια ελλείμματα που πρέπει να καλυφθούν με πρόσθετη φορολόγηση.
Επιπλέον δημιουργείται μια κρατικοδίαιτη βιομηχανία με μειωμένη ανταγωνιστικότητα που εμποδίζει την ανάπτυξη των υγιών ιδιωτικών επενδύσεων. Οι κυβερνήσεις συμμετέχουν άμεσα στις επιχειρήσεις, ως αγοραστές ή πωλητές, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους του πολέμου, όπου τα κρατικά συμβόλαια προσφέρουν έναν από τους πιο αποτελεσματικούς δρόμους ανάπτυξης στις επιχειρήσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι αναπόφευκτη η δημιουργία ενός μεγεθυμένου κρατικού μηχανισμού που λειτουργεί αδρανειακά (μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου οι στρατιωτικές δαπάνες συνέχισαν να αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό της εθνικής δαπάνης των ΗΠΑ) συνεχίζοντας να παρέχει υποστήριξη σε ένα τεράστιο βιομηχανικό σύμπλεγμα η κατάρρευση του οποίου θα επιφέρει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Παράλληλα η ανάπτυξη μιας πολιτικής μιλιταριστικού κεϋνσιανισμού δεν αποφέρει μόνο οικονομικά αποτελέσματα. Αντίθετα επιδρά με έμμεσο τρόπο σε θέματα πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που απορρέει από την ιστορική παρατήρηση της ανάπτυξης των στρατιωτικών βιομηχανιών είναι ότι βοηθούν στη δημιουργία εξαιρετικά αποτελεσματικών επιχειρηματικών δικτύων. Η διαχείριση των δικτύων αυτών αλλά και της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας απαιτούν ανάπτυξη διοικητικών και τεχνικών δεξιοτήτων. Αυτό συμβαίνει γιατί οι απαιτήσεις της στρατιωτικής παραγωγής δεν είναι μονοσήμαντα εστιασμένες στην επίτευξη χαμηλού κόστους και υψηλής ποσότητας παραγωγής.
Αντίθετα η παραγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων απαιτεί διατήρηση ποιοτικών στάνταρ υψηλού επιπέδου και ωθεί όλους τους συνεργάτες της παραγωγικής αλυσίδας να συμμορφώνονται σύμφωνα με αυτά. Η αποτελεσματικότητα αυτού του μοντέλου ανάπτυξης αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οπότε και οι Αμερικανοί μετέφεραν τη τεχνογνωσία τους σε συμμαχικές χώρες προκειμένου να ξεκινήσουν τη δική τους παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού αλλά και προκειμένου να παραχθεί με μικρότερο κόστος αμερικανικός στρατιωτικός εξοπλισμός (κυρίως η περίπτωση των Ασιατικών κρατών).
Ήταν μια επιλογή των ΗΠΑ στη βάση των γεωπολιτικών συσχετισμών της εποχής που σφράγισε όμως τη βιομηχανική ανάπτυξη των χωρών που «βοηθήθηκαν» από την αμερικανική τεχνογνωσία (Palat, 2004:36).
Είναι αλήθεια όμως ότι οι στρατιωτικές επενδύσεις σηματοδοτούν ένα μήνυμα κινδύνου προς τις χώρες που διαθέτουν συγκρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα με την χώρα που εξοπλίζεται. Σύντομα μια κούρσα εξοπλισμών μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση ικανή να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ανταγωνιζόμενων κρατών (ή να δημιουργήσει την αίσθηση αυτή) και να παράγει τις συνθήκες για πολεμική αναμέτρηση.
Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό της χώρας όπου και η παραγωγή των όπλων βασίζεται σε μια ρητορική φόβου του εχθρικού ξένου. Σε αυτήν την τραγική περίπτωση η διατύπωση της σκέψης του Mises ξεκαθαρίζει το τοπίο. «Η ευημερία που βασίζεται στη λογική του πολέμου είναι ταυτόσημη με την ευημερία που επέρχεται μετά από έναν σεισμό ή μια πανούκλα»[iii].
Εκτός των άλλων η διαπλοκή μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας είναι δεδομένη επιφέροντας συνέπειες στη διαφάνεια της λειτουργίας του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Δίχως άλλο το τελικό βιομηχανικό προϊόν δεν είναι εύκολα εμπορεύσιμο καθώς για την προώθηση του απαιτεί μια συστηματική συνεργασία μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και βιομηχανικών υποδομών. Ωστόσο μια τέτοια ενέργεια εμποδίζει την ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου που αποτέλεσε και αποτελεί τη βάση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος αλλά και τη βάση για την υγιή επέκταση και ανάπτυξη ενός σύγχρονου κράτους. Μάλιστα το εμπόριο επιφέρει τη δημιουργία σχέσεων αμοιβαίου οφέλους ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες βοηθώντας την άμβλυνση των μεταξύ τους πιθανών διαφορών και την είσοδο τους σε μια σχέση που αποδίδει αμοιβαία οφέλη.
Αντίθετα η πώληση όπλων αποτελεί μια κλειστή και ιδιαίτερη διαδικασία που συχνά συνδέεται με φαινόμενα αδιαφάνειας και διαφθοράς (ακόμα και σήμερα στις δημοκρατικές χώρες που προμηθεύονται σύγχρονα όπλα είναι παραπάνω από σύνηθες η προσφυγή στη δικαιοσύνη για ζητήματα διασπάθισης δημόσιου χρήματος και υπόγειων συναλλαγών).
Περαιτέρω η παραγωγή σύγχρονων και απαιτητικών οπλικών συστημάτων δεν είναι πάντα επιτυχής καθώς εμπεριέχει τόσο υψηλό τεχνολογικό ρίσκο όσο και το ρίσκο της απαξίωσης του συστήματος σε σύντομο χρονικό διάστημα από μια καινούργια τεχνολογία. Το συμπέρασμα είναι σημαντικό τόσο όσον αφορά το δημόσιο κόστος από μια αποτυχημένη κρατική επένδυση όσο και από το γεγονός ότι δημιουργούνται επιχειρηματικά σχήματα που λειτουργούν στη βάση της ιδιοποίησης υψηλών κερδών και διάχυσης των υψηλών κοστών παραγωγής στο κοινωνικό σύνολο.
Σε αντίθετη λογική η συνεργασία ανάμεσα σε κράτη για την κοινή παραγωγή όπλων συνήθως αποτελεί ένα δείκτη αγαστής συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Με αυτόν τον τρόπο ανταλλάσσονται σημαντικές συμφωνίες και μοιράζονται τα κόστη ανάπτυξης και παραγωγής σύγχρονου εξοπλισμού. Συνήθως τα κράτη συνδέονται από κοινά χαρακτηριστικά και επιδιώξεις (όπως για παράδειγμα με τις Σκανδιναβικές χώρες που συνεργάζονται για τις αμυντικές προμήθειες τους).
Εντέλει οι στρατιωτικές επενδύσεις είναι λύση για την ανάπτυξη;
Κατά πόσον όμως οι στρατιωτικές δαπάνες μπορούν και είναι σε θέση να αποτελέσουν εναρκτήρια αφορμή για την ανάπτυξη της βιομηχανικής υποδομής σε μια χώρα; Το ερώτημα είναι περισσότερο περίπλοκο από όσο φαίνεται. Μια αρχική απάντηση είναι ότι, όπως προαναφέρθηκε, η μεταφορά τεχνογνωσίας από τις ΗΠΑ σε χώρες χαμηλού κόστους του ειρηνικού (Ιαπωνία, Ταϊβάν, Νότια Κορέα, κλπ) κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου λειτούργησε σαν καταλύτης για την ανάπτυξη της βιομηχανικής τους υποδομής.
Ήταν μια σύνθετη επιλογή που βασίσθηκε σε γεωπολιτικά συμφέροντα αλλά και σε πραγματικές αμυντικές ανάγκες των κρατών αυτών. Παράλληλα υπάρχει το παράδειγμα κρατών όπως το Ισραήλ και η Νότια Αφρική που αναγκάσθηκαν εκ των πραγμάτων (διεθνείς συνθήκες, αμυντικές ανάγκες, εμπάργκο) να αναπτύξουν δική τους ξεχωριστή βιομηχανική υποδομή και τεχνογνωσία προκειμένου να παράγουν τον οπλισμό που τους ήταν απαραίτητος.
Είναι γεγονός ότι το σύγχρονο όπλο αποτελεί ένα σύνθετο βιομηχανικό προϊόν για την παραγωγή του οποίου δραστηριοποιείται μια ευρεία αλυσίδα εταίρων. Ως εκ τούτου όταν μια χώρα αγοράζει ένα όπλο ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα λιγότερο από το να αναπτύσσει την οικονομία της παραγωγού χώρας και να επιδοτεί την ανάπτυξης της γνώση της (του ανθρώπινου κεφαλαίου) για την παραγωγή ακόμα πιο εξελιγμένων προϊόντων.
Η στείρα αγορά σημαντικών ποσοτήτων οπλισμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα δημιουργεί μια παθητική στάση απέναντι στην εξοπλιστική διαδικασία και απαξιώνει την παραγωγική υποδομή της αγοράστριας χώρας. Αυτό συμβαίνει διότι το κόστος αγοράς, χρήσης και συντήρησης σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού είναι μια απολύτως δαπανηρή διαδικασία που επιβαρύνει σημαντικά τους οικονομικούς δείκτες μιας χώρας και απορροφά επενδυτικά κεφάλαια που θα μπορούσαν να στραφούν προς της βιομηχανική ανάπτυξη. Απαιτείται η ενεργοποίηση του εγχώριου παραγωγικού μηχανισμού προκειμένου τα οφέλη από την παραγωγική διαδικασία να διαχέονται και στην εσωτερική αγορά.
Όπως προαναφέρθηκε, η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας φαίνεται να είναι εντέλει το αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας της οικονομίας μιας χώρας. Η παραγωγή σύγχρονων στρατιωτικών συστημάτων αποτελούν ίσως από τα πλέον πολύπλοκα βιομηχανικά προϊόντα. Απαιτούν τη συνεργασία δεκάδων υποκατασκευαστών ενώ πρέπει να παραδίνονται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια τηρώντας παράλληλα υψηλά στάνταρ ποιότητας.
Φαίνεται δηλαδή να υπάρχει μια σχέση αλληλοτροφοδότησης ανάμεσα στο βαθμό που μια οικονομία μπορεί να παράγει τεχνολογικά πολύπλοκα προϊόντα και στη δυνατότητα της να παραγάγει και πολύπλοκα οπλικά συστήματα. Έτσι εξηγείται για παράδειγμα πως κράτη με συγκριτικά μικρά στρατεύματα και συνειδητή αποχή τους από έκρυθμες γεωπολιτικές καταστάσεις τείνουν να είναι από τους ισχυρότερους προμηθευτές οπλικών συστημάτων στον κόσμο.
Πώς θα επηρεάσει η σημερινή κούρσα εξοπλισμών την Ε.Ε.;
Από τα προαναφερόμενα γίνεται προφανές ότι σε μια βιομηχανικά πληγωμένη Ευρώπη η έναρξη ενός δημόσιου επενδυτικού προγράμματος για τον επανεξοπλισμό των θα λειτουργήσει βοηθητικά για την αναζωογόνηση των βιομηχανικών τομέων και την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητας. Δεδομένου και της φύσης του προστατευτισμού που εμπεριέχεται στις στρατιωτικές επενδύσεις, αναμένεται αυτή η πολιτική επιλογή να ενισχύσει σημαντικά την ανακυκλοφορία των επενδυμένων κεφαλαίων εντός των οικονομιών της Ε.Ε. Αν λάβουμε υπόψη ότι για κάθε δημόσια επένδυση υπάρχει ένας πολλαπλασιαστής που δείχνει την επίδραση της επένδυσης στο ΑΕΠ μιας οικονομίας (στις στρατιωτικές επενδύσεις αυτός ο πολλαπλασιαστής κυμαίνεται μεταξύ 1,5 με 2,5) στην περίπτωση της Ε.Ε. αναμένεται να υπάρξει μια αύξηση του συλλογικού ΑΕΠ κατά 2% με 3%, δηλαδή το ΑΕΠ της Ε.Ε. θα αυξηθεί κατά περίπου μισό τρις ευρώ.
Ωστόσο, αυτή η αύξηση θα βασισθεί σε δημόσιο δανεισμό και είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί πως θα αποπληρωθεί ο δανεισμός αυτός από δημοσιονομικά επιβαρυμένες οικονομίες. Ο μόνος τρόπος που θα γίνει αυτός θεωρώ ότι θα είναι η αξιοποίηση των νέων στρατιωτικών μέσων για την εδραίωση νέων σφαιρών επιρροής και τη διεκδίκηση γεωοικονομικών πλεονεκτημάτων στην Αφρική, στη Μεσόγειο και στη Βόρεια Θάλασσα.
Παράλληλα, η Ε.Ε. αναμένεται να αποκτήσει γρήγορα το χαμένο έδαφος στην καινοτομία καθώς θα εισέλθει δυναμικά σε πεδία εξωτικών τεχνολογιών για τα οποία αν και έχει την επιστημονική και ερευνητική δεξιότητα έχει απωλέσει την επιχειρηματική δεξιότητα ως προς την ανάπτυξη τους. Αυτό θα συμβεί για δύο λόγους. Πρώτον γιατί η κοινή προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού θα μειώσει το κόστος και θα βελτιώσει την διαλειτουργικότητα μεταξύ των κρατών μελών και δεύτερον γιατί η αίσθηση της κρίσης και του κατεπείγοντος θα διαρρήξει γραφειοκρατικά εμπόδια και θα διανοίξει τον δρόμο σε επενδυτικά κεφάλαια να τοποθετηθούν σε τεχνολογίες αιχμής.
Φυσικά, ο κίνδυνος από την όλη αυτή προσπάθεια είναι προφανής. Η Ε.Ε. δεν θα είναι ποια ένας συμβατικός και διαλλακτικός παίκτης που προωθεί την ατζέντα της πράσινης ανάπτυξης και της κοινωνικής συμπερίληψης. Θα γίνει ένα δρώντας με διαθέσιμα σκληρά μέσα πολιτικής. Ίσως εντέλει αυτό όμως να είναι το αναγκαίο τίμημα. Γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη μιας δυνατής Ε.Ε.
Τί γίνεται με την Ελλάδα;
Οι εξοπλισμοί στην Ελλάδα έχουν συνδεθεί διαχρονικά ως καταλύτες των χρεοκοπιών του ελληνικού κράτους. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ασυνέχεια στην εξοπλιστική προσπάθεια που συνήθως βρίσκεται σε έξαρση μετά από πολεμικές προκλήσεις Οι δε πολεμικές προκλήσεις συμβαίνουν ακριβώς όταν η χώρα μας βρίσκεται σε οικονομική και πολιτική αδυναμία (ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι πριν το περιστατικό των Ιμίων, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Κ. Σημίτης είχε εξαγγείλει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα περικοπών των αμυντικών δαπανών το οποίο φυσικά διαδέχθηκε, μέσα σε κλίμα κατεπείγοντος, ένα υπερμεγεθές πρόγραμμα εξοπλισμών, αμέσως μετά το επισόδιο των Ιμίων).
Σε αντίθεση με την Τουρκία, η χώρα μας διαχρονικά απέτυχε να αναπτύξει στρατιωτική βιομηχανική υποδομή. Αυτό συνέβη για τέσσερις λόγους.
Πρώτον, γιατί η χώρα ενεπλάκη σε μια μακροχρόνια διαδικασία ευρείας αποβιομηχάνισης από την όποια απώλεσε υποδομές και τεχνογνωσία. Όταν για παράδειγμα πρόσφατα αποφασίσαμε να προμηθευθούμε νέες φρεγάτες συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε καν λειτουργικά ναυπηγεία.
Δεύτερον, οι αποσπασματικές επενδύσεις σε συμπαραγωγή όπλων δεν συνοδεύθηκαν από ένα σχέδιο για την εν συνέχεια αξιοποίηση των επενδύσεων αυτών και στον εμπορικό τομέα. Πώς, δηλαδή η αποκτηθείσα τεχνογνωσία και τεχνική υποδομή θα λειτουργήσει εν συνέχεια σαν παραγωγικός επιταχυντής στην χώρα.
Τρίτον, υπάρχει ασυνέχεια σε πολιτικό επίπεδο ως προς την αντιμετώπιση του θέματος των αμυντικών επενδύσεων. Ανά περιόδους πολιτικοί αλλάζουν την εξοπλιστική πολιτική χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η εξοπλιστική δαπάνη στη χώρα θα πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε ένα πλάνο ελληνικής προστιθέμενης αξίας.
Τέταρτον, οι εξοπλισμοί στην Ελλάδα έχουν συνδεθεί μονοσήμαντα με την γεωπολιτική και ουσιαστικά χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν αμυντικές συμφωνίες. Οι πρόσφατες εξελίξεις, ελπίζεται να ενισχύσουν την αμυντική θωράκιση της χώρας αλλά και να συνδράμουν στη βιομηχανική αναγέννηση της χώρας μας.
Βιβλιογραφία
- Higgs, Robert (2006), Depression, war, and cold war: studies in political economy, Oxford University Press
- Keynes, John Maynard (1926), The End of Laissez-Faire: The Economic Consequences of the Peace, Hogarth Press
- Landes, David S (1998), Ο Πλούτος και η Φτώχεια των Εθνών, εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
- Mises, Ludvig Von (1919), In Nation, State, and Economy, English edition, New York University Press, (1983)
- Palat, Ravi Arvind (2004), Capitalist Restructuring and the Pacific Rim, Routledge
- Schuknecht, Ludger, Tanzi Vito, (2000), Public Spending in the 20th Century: A Global Perspective, Cambridge University Press
[1] Βλ. σχόλιο Θ. Πάγκαλου . http://www.cnn.gr/news/politiki/story/91587/protofanis-epithesi-pagkaloy-stis-enoples-dynameis-h-apantisi-kammenoy
[i] [i] Το ΑΕΠ πολλών δυτικών χωρών το 1937 ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το 1913 αποδεικνύοντας τον πυρετό των κρατικών επενδύσεων και των στρατιωτικών εξοπλισμών (Schuknecht - Tanzi, 2000:9).
[ii] Military-Industrial Complex Speech, Dwight D. Eisenhower, 1961 όπως ανακτήθηκε από http://coursesa.matrix.msu.edu/~hst306/documents/indust.html στις 09/03/2009.
[iii] “War prosperity is like the prosperity that an earthquake or a plague brings.” (Mises, 1919) έγραψε Αυστριακός οικονομολόγος εννοώντας ότι και μετά από ένα σεισμό υπάρχει ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου αλλά αυτό δεν είναι ένα γεγονός για να μας χαροποιεί