Μνήμες που πονάνε: Αντίσταση, αντίποινα και κατοχικός εμφύλιος στην Καλαμάτα

Η πολιτική των σκληρών αντιποίνων από τους ναζί βεβαίως δεν ήταν η μόνη, αλλά ήταν μια από τις βασικές γεννήτριες του αμοιβαίου αβυσσαλέου μίσους και του εμφυλίου.
1943 ναζί στην Ελλάδα
1943 ναζί στην Ελλάδα
ullstein bild Dtl. via Getty Images

Ένας από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της λεγόμενης «προοδευτικής» ιστοριογραφίας που έχει περάσει όχι μόνον στη δημόσια συζήτηση για την κατοχή, αλλά και στην εκπαίδευση, είναι η άρνηση του κατοχικού εμφυλίου, της τραγωδίας που καθόρισε σε σημαντικό βαθμό όλες σχεδόν τις μετακατοχικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης απόπειρας κατάληψης της εξουσίας τον Δεκέμβριο του 1944, του κύματος των αντεκδικήσεων και της αυτοδικίας που ήρθε αμέσως μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας και, τέλος, του γενικευμένου εμφυλίου 1946-49.

Η εμμονή στην άρνηση του κατοχικού εμφυλίου μόνον τυχαία δεν είναι. Δεν πρόκειται για άγνοια των γεγονότων ή για προχειρότητα, αλλά για ιδεολογικά προσδιορισμένη απόφαση ιδεολογικά στρατευμένων ιστοριογράφων και δημοσιολόγων να αποκλείσουν συγκεκριμένες ερμηνείες για τoν χαρακτήρα της Εαμικής αντίστασης, τα Δεκεμβριανά, τη λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία», την ένοπλη εξέγερση με στόχο την καθεστωτική αλλαγή (1946-49) και να επιβάλουν άλλες, πολιτικά χρησιμότερες. Η άρνηση του κατοχικού εμφυλίου δεν είναι μεθοδολογικό ολίσθημα ή σφάλμα, αλλά πολιτική πρακτική στο πεδίο της ιδεολογικής «διαφώτισης».

Την έναρξη, την έκταση και την ένταση του κατοχικού εμφυλίου έχουν αποτυπώσει σύγχρονες ερευνητικές προσπάθειες, όπως η αξιόλογη διδακτορική διατριβή του Kaspar Dreidoppel1. Ο πρώιμος αυτός εμφύλιος αφορά κατ’ αρχήν τις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων του ΕΛΑΣ, του στρατιωτικού βραχίονα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, και όλων των υπολοίπων αντιστασιακών ομάδων με διακύβευμα το μονοπώλιο της ένοπλης βίας (ισχύος) εκ μέρους του ΚΚΕ, στοιχείου απαραίτητου για τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων κατά τη διάρκεια της κατοχής αλλά κυρίως μετά τον πόλεμο. Αφορά όμως και δύο άλλους τομείς: τις αιματηρές συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τους ένοπλους σχηματισμούς της κατοχικής κυβέρνησης (ευζωνικά Τάγματα, Τάγματα Ασφαλείας), καθώς επίσης τις «εκκαθαρίσεις» πραγματικών ή εικαζόμενων συνεργατών των δυνάμεων κατοχής και άλλων «αντιδραστικών» ή αντιφρονούντων.

Η «προοδευτική» ιστοριογραφία όταν αναφέρεται στις ένοπλες αυτές συγκρούσεις και τις εκκαθαρίσεις «αντιδραστικών», τις προσμετρά στην αντίσταση, στην ένοπλη αναμέτρηση με τον «εσωτερικό εχθρό» ή τις ταξινομεί στην ιδεολογικά χρήσιμη κατηγορία των «υπερβάσεων» από ακραία στοιχεία. Οι συνήθεις χαρακτηρισμοί για τη δημιουργία της εικόνας του εσωτερικού εχθρού είναι «προδότες», «δωσίλογοι», «μαυραγορίτες», «συνεργάτες» και «αντιδραστικοί». Οι ένοπλες εμφύλιες συγκρούσεις και οι «λογαριασμοί» με την «αντίδραση» είχαν ξεκινήσει ήδη στη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία και αλλού στις αρχές της άνοιξης του 1943, με διακύβευμα τον έλεγχο εκ μέρους του ΕΑΜ της ηγεσίας των ένοπλων ανταρτικών ομάδων και της ιδεολογικής τους κατεύθυνσης. Συνεχίστηκαν αργότερα στην Πελοπόννησο και τη Στερεά με διακύβευμα την ενιαιοποίηση του φορέα της αντίστασης (ΕΑΜ) και την εξουδετέρωση ανταγωνιστικών ανταρτικών ομάδων.

Στην Ήπειρο οι συγκρούσεις των δύο σημαντικότερων αντιστασιακών οργανώσεων, του ΕΔΕΣ του Ζέρβα και του ΕΛΑΣ, ξεκίνησαν στις αρχές Οκτωβρίου του 1943, πήραν μεγάλη έκταση και διάρκεια και διακόπηκαν προσωρινά στα τέλη Φεβρουαρίου μετά από συμμαχική παρέμβαση, για να συνεχιστούν αργότερα δριμύτερες. Η τελική διάλυση, ύστερα από ένοπλη αναμέτρηση, του Συντάγματος 5/42 του Ψαρρού και η εξόντωση του ιδίου και αρκετών αξιωματικών του εντάσσεται στον ίδιο κύκλο εμφύλιας βίας η οποία συνεχίστηκε με αυξανόμενη ένταση στην Πελοπόννησο το επόμενο διάστημα και κορυφώθηκε τον Σεπτέμβριο στην Καλαμάτα και την περιοχή γύρω από την πόλη, μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την περιοχή.

Στο παρόν σημείωμα δεν θα ασχοληθούμε με τις εναλλαγές της δημόσιας μνήμης για την εμφύλια σύρραξη στην περιοχή της Μεσσηνίας από το 1945 μέχρι σήμερα. Το θέμα από μόνο του μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς έρευνας για τις διακυμάνσεις της μνήμης μέσα στο χρόνο. Θα ασχοληθούμε όμως με μία από τις γεννήτριες των εμφύλιων συγκρούσεων στην Πελοπόννησο, αλλά όχι μόνον εκεί, πέρα από την προγραμματικά εκφρασμένη βούληση του ΚΚΕ να μονοπωλήσει την αντίσταση στα πλαίσια της «λαϊκής επανάστασης» που προωθούσε ταυτόχρονα με την αντίσταση. Ο παράγοντας αυτός είναι η πολιτική των αντιποίνων εκ μέρους της Βέρμαχτ και τα διλήμματα που αυτή δημιουργούσε στον πληθυσμό της περιοχής.

Η πολιτική των σκληρών αντιποίνων δίχασε και πόλωσε τον πληθυσμό τόσο των αστικών κέντρων, όσο και της υπαίθρου.

Ασκήθηκαν πιέσεις στις αντιστασιακές οργανώσεις, όχι μόνον στην Πελοπόννησο, να περιορίσουν τις μεμονωμένες επιθέσεις και δολιοφθορές εναντίον γερμανικών στόχων στις απολύτως αναγκαίες, καθώς το κόστος των γερμανικών «μέτρων εξιλέωσης» υπήρξε δυσανάλογο σε σχέση με το όφελος που από στρατιωτικής πλευράς αποκόμιζε η αντίσταση από τα χτυπήματα αυτά.

Έτσι από τη μια μεριά προέκυψε η ανάγκη να προστατευθούν οι πόλεις και τα χωριά από τα γερμανικά αντίποινα, κάτι που υποσχόταν η ελληνική κατοχική διοίκηση και η ηγεσία των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ από την άλλη τα συνεχιζόμενα εκ μέρους του ΕΛΑΣ και των Εαμικών οργανώσεων σαμποτάζ οδηγούσαν σε επαναλαμβανόμενα σκληρά αντίποινα, δημιουργώντας σε μερίδα των θυμάτων την πεποίθηση (ορθή ή λανθασμένη, δεν έχει σημασία από τη στιγμή που την διατηρούσαν) ότι τα αντίποινα στρέφονται μόνον εναντίον των υποστηρικτών του ΕΑΜ, ενώ τα πρόσωπα επιλέγονται από τα όργανα της ελληνικής κατοχικής διοίκησης ή από τα Τάγματα Ασφαλείας και παραδίδονται στον γερμανικό στρατό για εκτέλεση. Την ίδια στιγμή σε άλλη μερίδα των θυμάτων κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι πληρώνουν τις πρωτοβουλίες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ να προβαίνουν σε άνευ αξίας σαμποτάζ κατά της κατοχικής δύναμης. Και από τις δύο πλευρές το χάσμα βάθαινε, το μίσος περίσσευε, περιθώρια για συμβιβασμούς και συνεννόηση δεν υπήρχαν και η ετοιμότητα για σύγκρουση φάνταζε ως η μόνη δυνατή επιλογή.

Οι βαρβαρότητες στην πλατεία της Καλαμάτας αμέσως μετά τη μάχη του Μελιγαλά με την καταστροφή των ανθρώπινων συμβόλων του κατοχικού καθεστώτος δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αν η Εαμική πλευρά δεν αξιοποιούσε το μίσος των συγγενών των θυμάτων, αλλά και μερίδας του κόσμου, που πίστευαν ότι για τις εκτελέσεις των αμάχων, όπως η εκτέλεση των 149 πολιτών2 στο στρατόπεδο «Γρηγορίου Παπαφλέσσα» στις 8.2.1944, ευθύνονται τα Τάγματα Ασφαλείας και η ελληνική κατοχική διοίκηση και όχι η κατοχική δύναμη ή εκείνοι που είχαν διενεργήσει τα σαμποτάζ. Ειδικά η περίπτωση των εκτελέσεων της 8.2.1944 δείχνει με σαφήνεια πόσο αποτελεσματική υπήρξε η πολιτική αντιποίνων της Βέρμαχτ στον διχασμό των Ελλήνων και στην εκατέρωθεν νομιμοποίηση της βίας ως αναγκαίου εργαλείου είτε για την αυτοπροστασία και τη φυσική επιβίωση, είτε για την απόδοση δικαιοσύνης με τον αρχέγονο τρόπο της εκδίκησης. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στις 23.12.1947 το Δικαστικό Συμβούλιο της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, αποτελούμενο από τον πρόεδρο πρωτοδικών και αντιπρόεδρο του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου Ανδρέα Τούση και τους πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Χουρδάκη και Κωνσταντίνο Μητράκο ως παρέδρους, έχοντας εξετάσει το ανακριτικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί μέχρι τότε για τα εγκλήματα πολέμου της γερμανικής κατοχικής αρχής στην Πελοπόννησο από τον Σεπτέμβριο του 1943 μέχρι την αποχώρησή της ένα χρόνο μετά, αποφάσισε την παραπομπή δώδεκα προσώπων στο Ειδικό Στρατοδικείο για εγκλήματα πολέμου με οκτώ διακριτές κατηγορίες εναντίον τους, μία από τις οποίες ήταν και η εκτέλεση αμάχων. Διέτασσε επίσης τη σύλληψη των υπόπτων και την κράτησή τους. Το τελευταίο βεβαίως δεν μπορούσε να γίνει, διότι κανείς από τους δώδεκα δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στην Ελλάδα.

Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά ήταν ο πτέραρχος Helmut Felmy, στρατιωτικός διοικητής Νότιας Ελλάδας, ο στρατηγός Karl von LeSuire, διοικητής της διαβόητης για τη σφαγή στα Καλάβρυτα 117 Μεραρχίας Καταδρομών, ο πλοίαρχος Gerlach, διοικητής της γερμανικής ναυτικής δύναμης που έδρευε στην Καλαμάτα, ο διοικητής του 999 Τάγματος Φρουράς Πεζικού (Τάγμα Τιμωρημένων) με έδρα την Καλαμάτα Hans Schmidt, ο διοικητής του 3ου λόχου του παραπάνω Τάγματος Georg Offermann, οι υπεύθυνοι του παραρτήματος Καλαμάτας της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας Josef Leger και Rolf Busse και άλλα πρόσωπα.

Κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν εκδόθηκε στην Ελλάδα για να ανακριθεί από τις επίσημες ελληνικές αρχές και να προσαχθεί στη δικαιοσύνη. Η νομοθεσία για την αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών να επιλαμβάνονται θεμάτων που σχετίζονταν με εγκλήματα πολέμου Γερμανών πολιτών στην Ελλάδα είχε αλλάξει το 1959 (Ν. Δ. 4056/1959) στα πλαίσια της υπόθεσης Merten. Η αρμοδιότητα αυτή είχε παραχωρηθεί πλέον στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν το αρχικό ανακριτικό υλικό στη γερμανική δικαιοσύνη και αυτή με τη σειρά της άνοιξε έναν νέο κύκλο ανακρίσεων καλώντας τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να καταθέσουν.

Από τα δώδεκα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην απόφαση του 1947 του Δικαστικού Συμβουλίου του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου εντοπίστηκαν περίπου τα μισά. Οι υπόλοιποι, όπως π.χ. ο διοικητής του Τάγματος Τιμωρημένων Hans Schmidt, ο οποίος πιθανότητα μετέφερε στους υφισταμένους του τη διαταγή για την εκτέλεση των 149, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί, ενώ άλλοι, όπως ο Karl von LeSuire είχαν αποβιώσει. Εντοπίστηκε όμως κατά την πορεία των ανακρίσεων για την ίδια υπόθεση ένα πρόσωπο που δεν περιλαμβανόταν αρχικά στους δώδεκα υπόπτους: ο Ernst Bauer, o υπαξιωματικός που συγκρότησε το εκτελεστικό απόσπασμα μετά από διαταγή του διοικητή του 3ου λόχου, Georg Offermann. Τα στοιχεία που καταθέτει ο Bauer είναι ουσιώδη, καθώς αφ’ ενός από αυτά προκύπτει όντως παρέμβαση του Τάγματος Ασφαλείας στην επιλογή των προσώπων από το σύνολο των ομήρων, αφ’ ετέρου γίνεται σαφές ότι η εκτέλεση έγινε από γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα του συγκεκριμένου Τάγματος (999 Τάγμα Τιμωρημένων).

Ο Bauer, σε αντίθεση με άλλους που καταθέτουν ότι δεν γνωρίζουν κάτι για το συμβάν, δέχεται ότι όντως έγινε η εκτέλεση και περιγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή αποφασίστηκε ως μέτρο αντιποίνων για επανειλημμένες επιθέσεις σε γερμανικές αυτοκινητοπομπές στην περιοχή. Κάνει λόγο για τη συγκρότηση του εκτελεστικού αποσπάσματος από στρατιώτες του 3ου λόχου με «εθελοντική» συμμετοχή και παραδέχεται ότι μέρος των χρηματικών ποσών που έφεραν πάνω τους οι εκτελεσμένοι συγκεντρώθηκε από τον ίδιο μετά από εντολή του διοικητή του λόχου για το ταμείο του λόχου.

Ωστόσο η απόφαση της εισαγγελίας του Regensburg δεν ήταν η αναμενόμενη. Η δίωξη εναντίον του Bauer έπαψε στις 20.5.1969 με βούλευμα του αρμόδιου εισαγγελέα. Η εισαγγελία θεώρησε ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίον του και αιτιολόγησε την απόφασή της με ένα σκεπτικό του οποίου ο πυρήνας βρίσκεται στην παράγραφο 47 του γερμανικού στρατιωτικού ποινικού κώδικα, σύμφωνα με την οποία ένας ιεραρχικά κατώτερος μπορεί να θεωρηθεί ένοχος για έγκλημα τότε μόνον, όταν γνωρίζει ότι η διαταγή που καλείται να εκτελέσει από έναν ιεραρχικά ανώτερο δίδεται με σκοπό την τέλεση στρατιωτικού εγκλήματος. Ο ίδιος, όπως ισχυρίζεται, νόμιζε ότι η διαταγή που έλαβε να συγκροτήσει το εκτελεστικό απόσπασμα δεν είχε στόχο την τέλεση στρατιωτικού εγκλήματος, αλλά την επιβολή μέτρων εξιλέωσης, όπως τα προέβλεπε το τότε ισχύον δίκαιο του πολέμου.

Η παύση της δίωξης για τον Bauer δεν ήταν η μοναδική. Για όλα τα πρόσωπα που μνημονεύονται στην απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου και ανακρίθηκαν οι αρμόδιοι κατά τόπο εισαγγελείς αποφάσισαν με αντίστοιχα βουλεύματα την παύση της δίωξης. Πραγματική δικαιοσύνη για το έγκλημα δεν αποδόθηκε ποτέ.

Έμεινε όμως η υποψία των συγγενών των θυμάτων και μερίδας του κόσμου της περιοχής ότι οι εκτελέσεις έγιναν από το συνεργαζόμενο με τις κατοχικές δυνάμεις Τάγμα Ασφαλείας, που είχε συγκροτηθεί μια εβδομάδα πριν από τις εκτελέσεις και το οποίο στην ουσία θεωρήθηκε υπεύθυνο για την πολιτική αντιποίνων που εφάρμοζαν οι γερμανικές αρχές κατοχής. Η πολιτική των σκληρών αντιποίνων βεβαίως δεν ήταν η μόνη, αλλά ήταν μια από τις βασικές γεννήτριες του αμοιβαίου αβυσσαλέου μίσους που είχε συσσωρευτεί και όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν εκδηλώθηκε και σάρωσε την Καλαμάτα και τα περίχωρά της τον Σεπτέμβριο του 1944. Αλλά η σύγκρουση δυστυχώς δεν σταμάτησε εκεί. Συνεχίστηκε επί μια πενταετία με τραγικές συνέπειες και για τις δύο πλευρές. Η Βέρμαχτ είχε φύγει, αλλά ο σπόρος του διχασμού έμεινε.

1 Kaspar Dreidoppel “Der Griechische Dämon. Widerstand und Bürgerkrieg im besetzten Griechenland 1941-1944“. Harassowitz Verlag, Wiesbaden, 2009.

2 Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δήμου Καλαμάτας οι εκτελεσθέντες ήταν 153. Βλ. https://messiniapress.gr/2017/08/04/kalamata-ston-v-pagkosmio-polemo-ektelesis-syllipsis-ke-exories-ola-ta-gegonota/

Δημοφιλή