Ασυνόδευτος ανήλικος το 2001, ενεργός συμπαραστάτης των προσφύγων και αντιπρόεδρος της αφγανικής κοινότητας το 2019.
Μας δείχνει το σημάδι στο κεφάλι του- δύο χρονών ήταν όταν επιτέθηκαν στην οικογένειά του στο Αφγανιστάν. «Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός και οικονομικά ήμασταν σε καλή κατάσταση. Αλλά είχαμε πολλούς εχθρούς- επιτέθηκαν στο σπίτι μας, σκότωσαν τους φρουρούς και εγώ τραυματίστηκα από χειροβομβίδα». Για τον Μοχτάρ Ρεζάι, Αφγανό της μειονότητας των Hazara (που έχουν τραβήξει τα πάνδεινα από τους Ταλιμπάν) τότε ξεκίνησε ένα αργόσυρτο για πολλά χρόνια- αλλά ταχύ και θαρραλέο στην εφηβεία του- προσφυγικό ταξίδι.
Πρώτος σταθμός το Πακιστάν- εκεί ‘άγνωστοι’ προσπαθούν ξανά να δολοφονήσουν τον πατέρα του. Η οικογένεια περνά τα επόμενα σύνορα και καταφεύγει στο Ιράν. Ο ρατσισμός και οι τραμπουκισμοί από ντόπιους γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας του Μοχτάρ. «Πήγαινες σπίτι σου, σε έβλεπαν... ‘Αφγανός... έλα ‘δω, τι έχεις; Άδειασε την τσέπη σου’. Πολλές φορές μου επιτέθηκαν, με χτύπησαν, όπως έκαναν εδώ οι χρυσαυγίτες μέχρι το 2012- δεκαπέντε άτομα με μαχαίρια, με ότι κουβαλούσανε πάνω τους, την ‘πέφτανε’ σε έναν άνθρωπο... Ζοριζόμουν πάρα πολύ, βρισκόμουν σε μόνιμη, μεγάλη πίεση. Κάθε μέρα τσακωμοί και το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ότι σαν πρόσφυγας δεν είχα ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Δούλευα σε οικοδομή από 9 χρονών για να συνδράμω την οικογένειά μου, να πληρώσουμε το σχολείο μου, να αγοράσω τετράδια και μολύβια. Αποφάσισα πως αυτή η χώρα δεν ήταν για μένα, έπρεπε να φύγω για να κυνηγήσω τους στόχους μου».
«Το καλοκαίρι του 2001, 16 χρονών τότε, είπα στους γονείς μου ότι δεν μπορούσα να ανέχομαι άλλο αυτή την κατάσταση, ότι πρέπει να αλλάξω σελίδα. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, ο πατέρας μου δίσταζε, ήμουν μικρός και δεν το δεχόταν. Από άλλες οικογένειες είχαν όμως ήδη φύγει κάποια άτομα και ξέραμε ότι είχαν φτάσει στην Ευρώπη- μαζευτήκαμε κάποιοι φίλοι και είπαμε ‘θα κάνουμε αυτό το ταξίδι και θα τα καταφέρουμε ή θα πεθάνουμε’. Και αρχίσαμε να ψάχνουμε πως μπορούμε να φύγουμε από το Ιράν, πως φύγανε οι προηγούμενοι, ποιους ανθρώπους βρήκαν για αυτή τη δουλειά, πόσα πληρώσανε... Και βρήκαμε κάποια άτομα που θα μας περνούσαν τα σύνορα με την Τουρκία και θα μας ‘έφταναν’ μέχρι Κωνσταντινούπολη».
Η πρώτη προσπάθεια του Μοχτάρ και των φίλων του να διασχίσουν την Τουρκία, απέτυχε. «Περπατούσαμε ώρες στα βουνά, καλοκαίρι ήταν αλλά έβρεχε συνέχεια και είχε κρύο. Δε μπορούσα να πάρω τα πόδια μου από την κούραση και με βοηθούσαν οι φίλοι μου, εναλλάξ. Φτάσαμε σε μια περιοχή (σαν) ηφαιστειογενή, ‘σπαρμένη’ μεγάλες μαύρες πέτρες- γωνιώδεις όπως ήταν, κόβαν σαν μαχαίρι. Εκεί αντίκρισα πτώματα- κάποιοι είχαν πεθάνει εκεί. Προσπάθησα να πάρω τα πάνω μου... ‘Δε γίνεται να πεθάνω εδώ, να με παρατήσουν έτσι’, αυτό σκεφτόμουν και συνέχιζα να περπατάω. Όταν σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε δεν μπορούσα ούτε να φάω, μόνο να κοιμηθώ ήθελα. Και κάποια στιγμή- σα να έβλεπα όνειρο ήταν- αισθάνθηκα κάποιον να μου μιλάει, να με ταρακουνάει δυνατά. ‘Σήκω, σήκω πάνω’ φώναζε- αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να με αφήσει να κοιμηθώ. ‘Το σώμα σου είναι παγωμένο, σήκω πάνω’ άκουγα τη φωνή του- άρχισε να με τρίβει στα πόδια, στα χέρια, έφερε ρούχα να ζεσταθώ. Ήταν ο ‘κολλητός’ μου- αν δεν με βοηθούσε αυτός και οι υπόλοιποι φίλοι μου, δεν θα σας μιλούσα σήμερα. Μου έσωσαν τη ζωή».
«Την επόμενη μέρα πληρώσαμε τη δεύτερη δόση στους διακινητές και αυτοί έφεραν δύο φορτηγά για να συνεχίσουμε- στην καρότσα είχαν πρόβατα και κάτω από αυτήν, σε έναν χώρο που είχαν διαμορφώσει θα κρυβόμασταν εμείς. Καταλαβαίνετε τι μπορούσε να συμβεί στο δρόμο... Όταν πλησίαζε η σειρά μας για να μπούμε, οι διακινητές μας είπαν ότι δε χώραγαν άλλοι και να έρθουμε την επόμενη μέρα. Αποφασίσαμε να μην περιμένουμε και να συνεχίσουμε μόνοι μας- λίγες μέρες μετά μας έπιασε ο στρατός και μας απέλασαν πίσω στο Ιράν. Προσπαθήσαμε ξανά, μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, 100- 150 άτομα- ήμασταν πιο οργανωμένοι, πιο αποφασισμένοι πλέον. Περάσαμε τα σύνορα αλλά μια νύχτα σκορπίσαμε γιατί μας είχε εντοπίσει ξανά ο στρατός - έμεινα με έναν φίλο μου μόνο και φτάσαμε οι δυο μας στην Άγκυρα κυριολεκτικά μέσα από τα βουνά».
Από τα ιρανό- τουρκικά σύνορα μέχρι την Κωνσταντινούπολη ο Μοχτάρ διέσχισε 1.965 χιλιόμετρα σε 24 μέρες. «Το σκέφτομαι και έρχονται στο νου μου όλες αυτές οι διαδρομές και οι ταλαιπωρίες... Κανένας άνθρωπος να μην περάσει αυτά που πέρασα».
«11/09/2001 φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη- ημέρα των γενεθλίων μου. «Τα αεροπλάνα που χτυπήσανε τους Δίδυμους Πύργους τα είδα στην τηλεόραση. Και όταν έμαθα ότι πίσω απ’ την επίθεση ήταν η Αλ- Κάϊντα και οι Ταλιμπάν κατ’ επέκταση, κατάλαβα ότι πολλά πράγματα θα αλλάξουν προς το χειρότερο για τους Αφγανούς στην Ευρώπη».
Την πρώτη φορά που ο Μοχτάρ προσπάθησε να περάσει στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, σε μια παραλία της Μικρασίας απέναντι απ’ την Κω, Τούρκοι στρατιώτες τον συνέλαβαν. «Με κλωτσούσαν μες στο σκοτάδι με τις μπότες, χτυπούσαν όπου ‘έβρισκαν’- δώδεκα μέρες έμεινα στη φυλακή και δεν μπορούσα να πατήσω καλά καλά τα πόδια μου».
Από άλλο σημείο της τουρκικής ακτογραμμής, με την τρίτη προσπάθεια, σε μια βάρκα μόνο με κουπιά και ξέχειλη από ανθρώπους, έφτασε ο Μοχτάρ στη Μυτιλήνη. «Δεν ήταν ακριβώς η Ελλάδα που είχα φτιάξει στο μυαλό μου από τα σχολικά βιβλία... Αλλά χάρηκα όταν είδα τον τρόπο των ανθρώπων στη Μυτιλήνη, τη συμπεριφορά τους- σκέφτηκα, ‘έφτασα στην Ευρώπη’».
Τα επόμενα χρόνια ο Μοχτάρ έζησε στα Ανώγεια όπου λειτουργούσε το πρώτο Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων- ‘έκανε’ εκεί Γυμνάσιο, τέλειωσε το Λύκειο, έδωσε Πανελλαδικές και φοίτησε στο ΤΕΙ Επιχειρηματικού Σχεδιασμού και Πληροφοριακών Συστημάτων στον Άγιο Νικόλαο. Μιλάει για τους Κρητικούς με αγάπη και συγκίνηση. «Αυτός ο λαός είναι φιλόξενος- με αγκάλιασαν όπως και όλα τα υπόλοιπα προσφυγόπουλα, μας αγάπησαν και, κυρίως, μας στήριξαν. Έχουν περάσει τόσα χρόνια αλλά ακόμη αισθάνομαι ότι ανήκω στην κοινωνία των Ανωγειανών- άνοιξαν για μένα την καρδιά τους και το σπίτι τους. Για αυτό και όταν άνθρωποι που γνωρίζω με ρωτάνε από που είμαι, τους απαντώ ότι είμαι ‘Αφγανό- ανωγειανό- κρητικός’. Γιατί, μπορεί να κατάγομαι από το Αφγανιστάν, αλλά νομίζω η πιο βαθειά ρίζα που έχω είναι από τα Ανώγεια».
Την τελευταία περίοδο της κατακόρυφης αύξησης των προσφυγικών ρευμάτων, ο Μοχτάρ την έζησε από κοντά, αναπόφευκτα σαν μια επανάληψη της προσωπικής του ιστορίας στη νιοστή- συνέδραμε τους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και μετανάστες ως διερμηνέας στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Σάμο και στην Ειδομένη. Και για χρόνια εργάστηκε ως ‘διαμεσολαβητής’ μεταξύ γιατρών και προσφύγων/ μεταναστών στα νοσοκομεία. «Μεταφέρω τα προβλήματα υγείας των ανθρώπων προς τον γιατρό και επίσης την διάγνωση και την θεραπεία από τον γιατρό προς τους ασθενείς, πρόσφυγες και μετανάστες. Προσπαθώ να βοηθήσω κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή θρησκείας, δεν έχει σημασία από που είναι, τι πιστεύει ή δεν πιστεύει. Μπροστά μου βλέπω μόνο τον ‘άνθρωπο’- τράβηξα πολλά με τον φασισμό στο Ιράν και προσπαθώ να τον σβήσω από το μυαλό μου με τη δουλειά μου, να δώσω ένα τέτοιο μήνυμα με την εργασία μου. Είναι σκληρό πράγμα να είσαι συνέχεια μέσα στα νοσοκομεία και τις αρρώστιες, όμως αγαπάω αυτό που κάνω- και το κάνω με ψυχή».
«Χαίρομαι πραγματικά», λέει ο Μοχτάρ, «που στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην (δωρεάν) περίθαλψη. Τα ίδια δικαιώματα που έχει ένας Έλληνας έχει και ένας μετανάστης, ένας πρόσφυγας, ένας Ευρωπαίος ή ένας Αμερικάνος».
Σήμερα ο Μοχτάρ εργάζεται ως διερμηνέας σε δομή φιλοξενίας προσφύγων στην Αθήνα. Ζει με την σύζυγό του και τις τρεις τους κόρες σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας και είναι αντιπρόεδρος της Αφγανικής Κοινότητας Μεταναστών και Προσφύγων στην Ελλάδα.
«Το γραφείο της αφγανικής κοινότητας προσφέρει ότι καλύτερο μπορεί, όχι μόνο στους Αφγανούς αλλά και σε ανθρώπους όποιας άλλης εθνικότητας- νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι η δυνατότητα να επικοινωνούν οι πρόσφυγες μέσω skype με την Υπηρεσία Ασύλου, ώστε να κλείσουν ραντεβού καταγραφής τους και να υποβάλλουν αίτηση ασύλου. Έχουμε και τις πολιτιστικές, θρησκευτικές και διαπολιτισμικές μας δράσεις, υποστηρίζουμε την ένταξη στην ελληνική κοινωνία και την εκμάθηση ξένων γλωσσών: ελληνικά, αγγλικά και τη μητρική μας γλώσσα στα παιδιά».
«Έχεις βιώσει ρατσισμό στην Ελλάδα;», τον ρωτάω.
«Προσωπικά δεν έχω βιώσει ρατσισμό- ξέρουμε όμως όλοι ότι υπάρχει, έχουμε δει πράγματα που δεν έπρεπε να συμβαίνουν γιατί όλοι είμαστε άνθρωποι με ψυχή. Πριν περίπου ένα χρόνο, 22 Μαρτίου 2018, μια μέρα μετά την Πρωτοχρονιά μας, επιτέθηκαν στο γραφείο μας, έκαψαν την πόρτα και ευτυχώς δεν είχαμε θύματα γιατί ήταν άδειο. Μιάμιση ώρα πριν βρίσκονταν μέσα γυναίκες και παιδιά».